Σε επί τα χείρω αναθεώρηση της ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία προέβη η HSBC σε 5% από 6%, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για έλλειμμα και χρέος.
Παράλληλα, ανέφερε πως, παρά τα εντυπωσιακά δεδομένα για το 2021, ο αντίκτυπος της πανδημικής κρίσης δεν έχει φανεί και πως το μέλλον είναι τουλάχιστον… αβέβαιο.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η βρετανική τράπεζα, η Ελλάδα συνεχίζει να εκπλήσσει με τους ρυθμούς ανάκαμψης που επιτυγχάνει.
Το β’ τρίμηνο του 2021 δεν υπήρξε κάποιο πισωγύρισμα μετά την απροσδόκητη αύξηση του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2021 (+4,5% σε ετήσια βάση).
Στην πραγματικότητα, η χώρα συνέχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, «τρέχοντας» με +3,4% το β’ τρίμηνο του 2021.
Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία «αφίχθη» ήδη στα προ πανδημίας επίπεδα και τα ξεπέρασε, ούσα η πρώτη στην Ευρώπη που τα κατάφερε.
Ωστόσο, ακόμη το ΑΕΠ είναι 20% χαμηλότερο σε σχέση με τις αρχές του 2010, δηλαδή προτού ξεσπάσει η κρίση χρέους, που εξαΰλωσε το ένα πέμπτο των εκροών της χώρας.
Συνεπώς, η χαμηλότερη βάση μπορεί να βοήθησε την ταχύτερη ανάκαμψη.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό, που ακόμη δεν έχει «συνέλθει» (το 2019 αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ σε εισπράξεις από το εξωτερικό και το 20% μετά τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην εγχώρια κατανάλωσης και τις επενδύσεις), πρόκειται για έναν εντυπωσιακό άθλο, αναφέρει η HSBC.
Όσον αφορά τα στοιχεία ανάπτυξης, ο κύριος μοχλός ήταν το η δημιουργία αποθεμάτων, που συνέβαλαν με 4,3% στην ανάπτυξη, έπειτα από το +3,2% το α’ τρίμηνο.
Η εγχώρια κατανάλωση κατρακύλησε για γ’ τρίμηνο στη σειρά.
Πολύ καλά ήταν τα νέα σε επίπεδο επενδύσεων, οι οποίες για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο είχαν θετικό πρόσημο, αγγίζοντας το +13% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα (αν και εξακολουθούν να ανέρχονται περίπου στο ήμισυ του αντίστοιχου τριμήνου του 2010).
Με την επιφύλαξη ενδεχόμενων αναθεωρήσεων, η υποκείμενη ανάπτυξη θα παραμείνει σταθερή το γ’ τρίμηνο, δεδομένου ότι ο τουριστικός τομέας έχει αρχίσει να εμφανίζει σαφή σημάδια ανάκαμψης.
Τον Ιούλιο, οι εισπράξεις από τον Τουρισμό αυξήθηκαν κατά 3,4 φορές σε σχέση με πέρυσι, αντιστοιχώντας στο 61% των τουριστικών εισπράξεων του 2019 (ο Ιούνιος ήταν 31%).
Τον Αύγουστο, η διεθνής επιβατική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια ανήλθε στο 77% έναντι του 2019, με τα πιο δημοφιλή νησιά να ξεχωρίζουν.
Αρνητικά επέδρασαν οι μεγάλες πυρκαγιές στη νότια ηπειρωτική χώρα, οι οποίες μάλλον αποθάρρυναν την έλευση τουριστών, ενώ υπήρξαν και τοπικά lockdown λόγω του κορωνοϊού (Zάκυνθος, Κρήτη).
Και πράγματι, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες ανέφεραν ακυρώσεις μεγάλης κλίμακας για τον Σεπτέμβριο.
Πέρα από τον τουρισμό, τα πράγματα φαίνονται ελπιδοφόρα για την υπόλοιπη οικονομία.
Ο δείκτης οικονομικής διάθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission Economic Sentiment, ESI) επιταχύνθηκε σε υψηλό 18 μηνών τον Αύγουστο (113,0), πριν «χαλαρώσει» ελαφρώς τον Σεπτέμβριο (σε 109,5), ενώ ο δείκτης μεταποίησης PMI άγγιξε τις 59,3 μονάδες, σημειώνοντας ρεκόρ 20ετίας, και έπεσε ελαφρώς τον Σεπτέμβριο (58,4 μονάδες).
Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός παραμένει σχετικά συγκρατημένος (1,2% ετησίως τον Αύγουστο), επομένως δεν θα πρέπει να επηρεάσει πολύ την εγχώρια κατανάλωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η HSBC αναθεώρησε τη φετινή πρόβλεψη για την ανάπτυξη στο 7,5% (από 4,5%) και στο 5% από 6% για το 2022 – εν μέρει λόγω της μείωσης των αποθεμάτων.
Σε ό,τι αφορά το 2023, ο επενδυτικός οίκος θεωρεί πως η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει τη δυναμική της, βάζοντας τον πήχη, λόγω των κεφαλαίων που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU), στο +4%.
Πολιτική
Στις 22 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την 11η τριμηνιαία έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» για την Ελλάδα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση έχει προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες που αφορούν τις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις.
Ωστόσο, σημειώνονται καθυστερήσεις σε τομείς όπως η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους, οι οποίες έχουν αυξηθεί ελαφρώς, και η διευθέτηση εκκρεμοτήτων σε σχέση με τις αθετήσεις δανείων από την πλευρά των νοικοκυριών.
Η επόμενη επανεξέταση (που συνδέεται με δόση 0,7 δισ. ευρώ και μέτρα ελάφρυνσης χρέους) αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας (9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020, αντίστοιχα) αυξήθηκαν στα ύψη μέσα από την κρίση.
Μέχρι στιγμής φέτος, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα ήταν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με το 2021 (5,2% του ΑΕΠ τον Ιανουάριο-Ιούνιο, από 3,2%) λόγω των υψηλότερων δαπανών, που μάλλον οφείλονται στις αποζημιώσεις που δόθηκαν λόγω των φυσικών καταστροφών και, γενικότερα, στην περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Ως εκ τούτου, το έλλειμμα φέτος, σύμφωνα με την HSBC, θα αγγίξει το 10,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2022 θα αγγίξει το 6,5%.
Μοιραία, αν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ό, τι πριν από την κρίση, θα χρειαστούν μέτρα εξυγίανσης και εκ νέου προσαρμογή.
Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα έλαβε ήδη τον Αύγουστο 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ (13% της συνολικής κατανομής) από το Ταμείο Ανάκαμψης, με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει ότι σκοπεύει να ολοκληρώσει έως τα τέλη Σεπτεμβρίου και τα 15 μεταρρυθμιστικά ορόσημα που απαιτούνται για να ξεκλειδώσει η επόμενη δόση των 4,1 δισ. ευρώ (επιχορηγήσεις 1,97 δισεκατομμυρίων ευρώ και δάνεια 2,12 δισεκατομμυρίων ευρώ).
Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει από την Ευρώπη 31 δισ. ευρώ έως το 2026, κάτι που η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα μπορούσε να ανυψώσει το ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τότε.
Κίνδυνοι
Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πανδημικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP) της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε εάν το PEPP λήξει τον επόμενο Μάρτιο όπως αναμένουμε, πιθανότατα θα χάσει την πρόσβαση στο QE.
Η ΕΚΤ έδωσε στην Ελλάδα προσωρινή απαλλαγή (μέχρι τον Ιούνιο του 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να είναι επιλέξιμα ως collaterals για τις πράξεις ανοιχτής αγοράς.
Σύμφωνα με την HSBC, εφόσον η Ελλάδα μειώσει γρήγορα το έλλειμμά της και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά της αποθέματα, η απώλεια πρόσβασης στο QE δεν θα πρέπει να αποτελεί ανησυχία για τις αγορές.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εφόσον υπάρξει απώλεια του waiver, θα είναι δύσκολο για τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα δάνεια TLTRO – κάτι που θα επηρεάσει τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά.
Μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών ήταν περιορισμένος, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προειδοποιήσει ότι το τι έχει συμβεί θα ξεκαθαρίσει πριν από το 2022, όταν αρθούν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα.
Στα θετικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται (τώρα είναι στα 166,7 δισ. ευρώ, σχεδόν 30 δισ. ευρώ υψηλότερα από ό, τι πριν από δύο χρόνια).
www.bankingnews.gr
Αρνητική αναθεώρηση του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας το 2022 από την HSBC σε 5% από 6% - Ποιοι οι κίνδυνοι
Η Ελλάδα συνεχίζει να εκπλήσσει αλλά υπάρχουν ζητήματα
Σχόλια αναγνωστών