Από έναν πολύ δυνατό Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας όπως ο Bolton, o Trump πέρασε στο άλλο άκρο, επιλέγοντας έναν πολύ αδύναμο τον O'Brien - όσο «ταλαντούχος» κι αν είναι, οι ανησυχίες αυξάνονται για το αν θα αποδειχθεί και αποτελεσματικός
Eάν υπάρχουν κάποιοι κανόνες για την πρόσληψη ενός συμβούλου εθνικής ασφάλειας, ο πρώτος είναι να αποφεύγεται η επιλογή ενός πολύ ισχυρού προσώπου και ο δεύτερος να αποφεύγεται ο πολύ αδύναμος.
Αυτή η απαγόρευση εξυπηρέτησε αρκετούς προέδρους στο παρελθόν, πλην της θυελλώδους θητείας του Henry Kissinger, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει υπηρετήσει ως Σύμβουλος Εθνικής αΑσφάλειας και υπουργός Εξωτερικών ταυτόχρονα ως υπέρ το δέον ισχυρός.
Όταν ο Donald Trump αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα να μην δώσει τον τίτλο συμβούλου εθνικής ασφάλειας στον υπουργό Εξωτερικών Mike Pompeo, ο πρόεδρος ακολουθούσε με σύνεση τον κανόνα του Kissinger.
Αλλά στην επιλογή του δικηγόρου Robert O'Brien, ο οποίος ως πρόσφατα διετέλεσε διαπραγματευτής ομήρων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Trump έσπασε έναν δεύτερο πολύ σημαντικό κανόνα,όπως υποστηρίζει ο διευθυντής επικοινωνίας και έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, John Gans:
Οι πρόεδροι πρέπει να ανησυχούν όχι μόνο για έναν πολύ ισχυρό επικεφαλής ασφάλειας, όσο και για έναν αδύναμο.
Και όπως επισημαίνει ο Gans στο άρθρο του στο Politico, για να γίνει ισχυρός ο O'Brien, υπηρετώντας έναν κυκλοθυμικό πρόεδρο, έχοντας ως προσόντα ένα χαμηλότερο δημόσιο προφίλ και πολύ περιορισμένη εμπειρία στη χάραξη πολιτικής για την εθνική ασφάλεια, θα πρέπει να εργαστεί σκληρά για να αποφύγει τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες των αδύναμων προκατόχων του και να «κάνει τη δουλειά» σωστά.
Και αυτό είναι πιο δύσκολα επιτεύξιμο, καθώς η εξουσία στην Ουάσινγκτον δεν προέρχεται απλώς από τη θέση του στο οργανόγραμμα.
Η δεύτερη δοκιμασία την οποία πρέπει να περάσει ένας σύμβουλος εθνικής αφάλειας είναι να απαντά επαρκώς σε ένα πακέτο ερωτήσεων, όπως: Είναι ένα πρόσωπο κοντά στον πρόεδρο, προσωπικά, πολιτικά ή ιδεολογικά;
Απολαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη των συναδέλφων του στο Υπουργικό Συμβούλιο και στην ευρύτερη ομάδα Εθνικής Ασφάλειας;
Γνωρίζει καλά τους μοχλούς της κυβέρνησης και εκείνους που υπηρετούν σε αυτήν;
Λίγοι απαντούν «ναι» στα παραπάνω ερωτήματα και όσοι απαντούν «όχι» αυτοί καταλήγουν να αγωνίζονται πολύ περισσότερο, έχοντας λιγότερες πιθανότητες εδραίωσης και επιτυχίας.
Και όταν ο επικεφαλής αγωνίζεται μια φορά για να ανταποκριθεί στη θέση που διορίζεται, οι μέρες των υφισταμένων του γίνονται δυσκολότερες όπως και η δουλειά όλων.
Το παράδειγμα του Robert «Bud» McFarlane, ο οποίος έγινε ο τρίτος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Ronald Reagan τον Οκτώβριο του 1983, είναι ιδιαίτερα διδακτική.
Συνταξιούχος συνταγματάρχης του Πολεμικού Ναυτικού είχε υπηρετήσει ως βοηθός του Kissinger που επιδίωκε να αποκτήσει αν όχι τη φήμη του πρώην «αφεντικού» του ή τουλάχιστον τα επιτεύγματά του.
Η πρώτη επιλογή του Reagan είχε παραιτηθεί μετά από διαμάχη τους και ο διάδοχός του είχε τόσο έντονες συγκρούσεις με τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας που κούρασαν τον Reagan.
Όταν επιλέχθηκε ο McFarlane, προς στιγμήν φάνηκε πως ήταν ιδανικός για τη θέση αλλά ποτέ δεν ανταποκρίθηκε εν τέλει στις προσδοκίες της θέσης του.
Είχε ελάχιστο «ανάστημα» εντός του συστήματος, δεν στάθηκε στο ύψος της εξουσίας της θέσεώς του σε σχέση με τους συναδέλφους του και με τον πρόεδρο.
Ο Reagan είχε σκοπίμως υποβαθμίσει τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας για να αποφύγει τα όσα έζησε ο Richard Nixon, έχοντας έναν δυνατό Kissinger δίπλα του, οπότε κινήθηκε αντίθετα, αναθέτοντας περισσότερη εξουσία στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, ο Ψυχρός Πόλεμος και άλλα ζητήματα, ο Υπουργός Εξωτερικών George Shultz και ο υπουργός Άμυνας Caspar Weinberger τα πάλεψαν σε σημείο παράλυσης όλης της διοίκησης, ο Reagan δεν ασχολήθηκε καθόλου σε βάθος και ο McFarlane απέτυχε.
Μετά από περισσότερα από δύο χρόνια στο γραφείο, εξαντλημένος ο McFarlane εγκατέλειψε, λέγοντας στους φίλους ότι είχε κουραστεί να «προσπαθεί να μετακινήσει όλους αυτούς τους ελέφαντες γύρω του».
Χωρίς τη δύναμη να διαχειριστεί την κατάσταση προς την κορυφή, ο McFarlane δεν προσπάθησε καθόλου.
Στην αταξία που προέκυψε εντός της υπηρεσίας αρκετοί υψηλοί αξιωματούχοι του NSC ακολούθησαν ένα σχέδιο, εις γνώσιν του McFarlane και του διαδόχου του, να πωλούν όπλα στο Ιράν και να διοχετεύουν τα έσοδα σε όσους μάχονταν την κυβέρνηση της Νικαράγουα.
Η υπόθεση Iran-Contra σχεδόν κατέστρεψε την προεδρία του Ρέιγκαν και άφησε τον McFarlane έκθετο, ο οποίος αργότερα έκρινε ένοχος για το ρόλο του στη διαμάχη προτού απολυθεί, απογοητευμένος.
Το 1987, προσπάθησε να αυτοκτονήσει αλλά επέζησε.
Πολλοί εκ των διαδόχων του McFarlane βρήκαν πεδίο σκληρής δουλειάς μπροστά τους.
Ο Tony Lake, ο οποίος ως ειδικός βοηθός του Kissinger είχε μάθει στενά για τις ζημιές που μπορούσε να κάνει ένας αδύναμος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αγωνίστηκε σκληρά να ισχυροποιηθεί στο πόστο του και πολύ περισσότερο για να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει έναν διστακτικό Πρόεδρο Bill Clinton να ανταποκριθεί στον πόλεμο της Βοσνίας.
Η Condoleezza Rice, η οποία ήταν πολύ κοντά στην οικογένεια του George W. Bush, ποτέ δεν μεσολάβησε αποτελεσματικά τις διαμάχες μεταξύ του αντιπροέδρου Dick Cheney, του υπουργού Εξωτερικών Colin Powell και του υπουργού Άμυνας Donald Rumsfeld.
Αν και ο πρώην ναυτικός διοικητής James Jones έμοιαζε με έναν σύμβουλο εθνικής ασφάλειας όταν ο Barack Obama του έδωσε τη δουλειά, αγωνίστηκε να πιάσει το ρυθμό συνεργασίας με τον νέο πρόεδρο και το νεαρό του προσωπικό και να γεφυρώσει τις εντάσεις με το Πεντάγωνο κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν.
Στην περίπτωση του νέου επικεφαλής του NSA O'Brien, οι περισσότεροι στην Ουάσινγκτον θα συμφωνήσουν με αυτό που είπε ο Trump όταν τον επέλεξε: «Είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος».
Ο πρώην έφεδρος στρατιωτικός δραστηριοποιείτο στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων και είναι κοντά στον προκάτοχό του, Bolton, έχοντας υπηρετήσει μαζί του στη διοίκηση Bush.
Ένας δικηγόρος που εργάστηκε σε πρωτοβουλίες για την προώθηση του κράτους δικαίου στο Αφγανιστάν, ο O'Brien φαίνεται ότι έχει οικοδομήσει παραγωγικές σχέσεις με το Trump και τον Pompeo, ενώ εργάζεται για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση ομήρων σε όλο τον κόσμο.
Αλλά αν ο νέος σύμβουλος, τον οποίο ο Trump φέρεται να πιστεύει ότι «είναι ο σωστός», για να ελιχθεί «γύρω από τους ελέφαντες», συμπεριλαμβανομένου ενός απρόβλεπτου προέδρου που πιστεύει ότι η δουλειά είναι «εύκολη», μένει να φανεί.
Μια γρήγορη επανεξέταση του ερωτηματολογίου των συμβούλων για την εθνική ασφάλεια όπως αναφέρεται παραπάνω, αν εφαρμοστεί στον O'Brien, έχει ως αποτέλεσμα είτε αρνητική, είτε καταφατική η απάντηση να εγείρει νέα ερωτήματα.
Ναι, έχει μια σχέση με τον πρόεδρο, αλλά πόσο στενή θα μπορούσε να είναι;
Τέτοιοι προβληματισμοί αφήνουν κάποιες αμφιβολίες για τις πιθανότητες επιτυχίας που έχει ο O'Brien σε μια ήδη «άτακτη» Ουάσινγκτον, όπου ο δεύτερος κανόνας των συμβούλων εθνικής ασφάλειας φαίνεται να μην έχει τηρηθεί και πάλι.
www.bankingnews.gr
Αυτή η απαγόρευση εξυπηρέτησε αρκετούς προέδρους στο παρελθόν, πλην της θυελλώδους θητείας του Henry Kissinger, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει υπηρετήσει ως Σύμβουλος Εθνικής αΑσφάλειας και υπουργός Εξωτερικών ταυτόχρονα ως υπέρ το δέον ισχυρός.
Όταν ο Donald Trump αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα να μην δώσει τον τίτλο συμβούλου εθνικής ασφάλειας στον υπουργό Εξωτερικών Mike Pompeo, ο πρόεδρος ακολουθούσε με σύνεση τον κανόνα του Kissinger.
Αλλά στην επιλογή του δικηγόρου Robert O'Brien, ο οποίος ως πρόσφατα διετέλεσε διαπραγματευτής ομήρων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Trump έσπασε έναν δεύτερο πολύ σημαντικό κανόνα,όπως υποστηρίζει ο διευθυντής επικοινωνίας και έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, John Gans:
Οι πρόεδροι πρέπει να ανησυχούν όχι μόνο για έναν πολύ ισχυρό επικεφαλής ασφάλειας, όσο και για έναν αδύναμο.
Και όπως επισημαίνει ο Gans στο άρθρο του στο Politico, για να γίνει ισχυρός ο O'Brien, υπηρετώντας έναν κυκλοθυμικό πρόεδρο, έχοντας ως προσόντα ένα χαμηλότερο δημόσιο προφίλ και πολύ περιορισμένη εμπειρία στη χάραξη πολιτικής για την εθνική ασφάλεια, θα πρέπει να εργαστεί σκληρά για να αποφύγει τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες των αδύναμων προκατόχων του και να «κάνει τη δουλειά» σωστά.
Και αυτό είναι πιο δύσκολα επιτεύξιμο, καθώς η εξουσία στην Ουάσινγκτον δεν προέρχεται απλώς από τη θέση του στο οργανόγραμμα.
Η δεύτερη δοκιμασία την οποία πρέπει να περάσει ένας σύμβουλος εθνικής αφάλειας είναι να απαντά επαρκώς σε ένα πακέτο ερωτήσεων, όπως: Είναι ένα πρόσωπο κοντά στον πρόεδρο, προσωπικά, πολιτικά ή ιδεολογικά;
Απολαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη των συναδέλφων του στο Υπουργικό Συμβούλιο και στην ευρύτερη ομάδα Εθνικής Ασφάλειας;
Γνωρίζει καλά τους μοχλούς της κυβέρνησης και εκείνους που υπηρετούν σε αυτήν;
Λίγοι απαντούν «ναι» στα παραπάνω ερωτήματα και όσοι απαντούν «όχι» αυτοί καταλήγουν να αγωνίζονται πολύ περισσότερο, έχοντας λιγότερες πιθανότητες εδραίωσης και επιτυχίας.
Και όταν ο επικεφαλής αγωνίζεται μια φορά για να ανταποκριθεί στη θέση που διορίζεται, οι μέρες των υφισταμένων του γίνονται δυσκολότερες όπως και η δουλειά όλων.
Το παράδειγμα του Robert «Bud» McFarlane, ο οποίος έγινε ο τρίτος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Ronald Reagan τον Οκτώβριο του 1983, είναι ιδιαίτερα διδακτική.
Συνταξιούχος συνταγματάρχης του Πολεμικού Ναυτικού είχε υπηρετήσει ως βοηθός του Kissinger που επιδίωκε να αποκτήσει αν όχι τη φήμη του πρώην «αφεντικού» του ή τουλάχιστον τα επιτεύγματά του.
Η πρώτη επιλογή του Reagan είχε παραιτηθεί μετά από διαμάχη τους και ο διάδοχός του είχε τόσο έντονες συγκρούσεις με τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας που κούρασαν τον Reagan.
Όταν επιλέχθηκε ο McFarlane, προς στιγμήν φάνηκε πως ήταν ιδανικός για τη θέση αλλά ποτέ δεν ανταποκρίθηκε εν τέλει στις προσδοκίες της θέσης του.
Είχε ελάχιστο «ανάστημα» εντός του συστήματος, δεν στάθηκε στο ύψος της εξουσίας της θέσεώς του σε σχέση με τους συναδέλφους του και με τον πρόεδρο.
Ο Reagan είχε σκοπίμως υποβαθμίσει τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας για να αποφύγει τα όσα έζησε ο Richard Nixon, έχοντας έναν δυνατό Kissinger δίπλα του, οπότε κινήθηκε αντίθετα, αναθέτοντας περισσότερη εξουσία στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, ο Ψυχρός Πόλεμος και άλλα ζητήματα, ο Υπουργός Εξωτερικών George Shultz και ο υπουργός Άμυνας Caspar Weinberger τα πάλεψαν σε σημείο παράλυσης όλης της διοίκησης, ο Reagan δεν ασχολήθηκε καθόλου σε βάθος και ο McFarlane απέτυχε.
Μετά από περισσότερα από δύο χρόνια στο γραφείο, εξαντλημένος ο McFarlane εγκατέλειψε, λέγοντας στους φίλους ότι είχε κουραστεί να «προσπαθεί να μετακινήσει όλους αυτούς τους ελέφαντες γύρω του».
Χωρίς τη δύναμη να διαχειριστεί την κατάσταση προς την κορυφή, ο McFarlane δεν προσπάθησε καθόλου.
Στην αταξία που προέκυψε εντός της υπηρεσίας αρκετοί υψηλοί αξιωματούχοι του NSC ακολούθησαν ένα σχέδιο, εις γνώσιν του McFarlane και του διαδόχου του, να πωλούν όπλα στο Ιράν και να διοχετεύουν τα έσοδα σε όσους μάχονταν την κυβέρνηση της Νικαράγουα.
Η υπόθεση Iran-Contra σχεδόν κατέστρεψε την προεδρία του Ρέιγκαν και άφησε τον McFarlane έκθετο, ο οποίος αργότερα έκρινε ένοχος για το ρόλο του στη διαμάχη προτού απολυθεί, απογοητευμένος.
Το 1987, προσπάθησε να αυτοκτονήσει αλλά επέζησε.
Πολλοί εκ των διαδόχων του McFarlane βρήκαν πεδίο σκληρής δουλειάς μπροστά τους.
Ο Tony Lake, ο οποίος ως ειδικός βοηθός του Kissinger είχε μάθει στενά για τις ζημιές που μπορούσε να κάνει ένας αδύναμος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αγωνίστηκε σκληρά να ισχυροποιηθεί στο πόστο του και πολύ περισσότερο για να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει έναν διστακτικό Πρόεδρο Bill Clinton να ανταποκριθεί στον πόλεμο της Βοσνίας.
Η Condoleezza Rice, η οποία ήταν πολύ κοντά στην οικογένεια του George W. Bush, ποτέ δεν μεσολάβησε αποτελεσματικά τις διαμάχες μεταξύ του αντιπροέδρου Dick Cheney, του υπουργού Εξωτερικών Colin Powell και του υπουργού Άμυνας Donald Rumsfeld.
Αν και ο πρώην ναυτικός διοικητής James Jones έμοιαζε με έναν σύμβουλο εθνικής ασφάλειας όταν ο Barack Obama του έδωσε τη δουλειά, αγωνίστηκε να πιάσει το ρυθμό συνεργασίας με τον νέο πρόεδρο και το νεαρό του προσωπικό και να γεφυρώσει τις εντάσεις με το Πεντάγωνο κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν.
Στην περίπτωση του νέου επικεφαλής του NSA O'Brien, οι περισσότεροι στην Ουάσινγκτον θα συμφωνήσουν με αυτό που είπε ο Trump όταν τον επέλεξε: «Είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος».
Ο πρώην έφεδρος στρατιωτικός δραστηριοποιείτο στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων και είναι κοντά στον προκάτοχό του, Bolton, έχοντας υπηρετήσει μαζί του στη διοίκηση Bush.
Ένας δικηγόρος που εργάστηκε σε πρωτοβουλίες για την προώθηση του κράτους δικαίου στο Αφγανιστάν, ο O'Brien φαίνεται ότι έχει οικοδομήσει παραγωγικές σχέσεις με το Trump και τον Pompeo, ενώ εργάζεται για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση ομήρων σε όλο τον κόσμο.
Αλλά αν ο νέος σύμβουλος, τον οποίο ο Trump φέρεται να πιστεύει ότι «είναι ο σωστός», για να ελιχθεί «γύρω από τους ελέφαντες», συμπεριλαμβανομένου ενός απρόβλεπτου προέδρου που πιστεύει ότι η δουλειά είναι «εύκολη», μένει να φανεί.
Μια γρήγορη επανεξέταση του ερωτηματολογίου των συμβούλων για την εθνική ασφάλεια όπως αναφέρεται παραπάνω, αν εφαρμοστεί στον O'Brien, έχει ως αποτέλεσμα είτε αρνητική, είτε καταφατική η απάντηση να εγείρει νέα ερωτήματα.
Ναι, έχει μια σχέση με τον πρόεδρο, αλλά πόσο στενή θα μπορούσε να είναι;
Τέτοιοι προβληματισμοί αφήνουν κάποιες αμφιβολίες για τις πιθανότητες επιτυχίας που έχει ο O'Brien σε μια ήδη «άτακτη» Ουάσινγκτον, όπου ο δεύτερος κανόνας των συμβούλων εθνικής ασφάλειας φαίνεται να μην έχει τηρηθεί και πάλι.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών