Τελευταία Νέα
Διεθνή

Ζημιές θα γράψουν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης μετά από μια 10ετία ποσοτικής χαλάρωσης - Η εξαίρεση της Ελλάδας

Ζημιές θα γράψουν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης μετά από μια 10ετία ποσοτικής χαλάρωσης - Η εξαίρεση της Ελλάδας
Εξαίρεση πιθανόν να αποτελέσει η ΤτΕ και να παραμείνει κερδοφόρα
Σχετικά Άρθρα
Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης θα αποκαλύψουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες τις πρώτες σημαντικές τους ζημιές μετά από μια δεκαετία φτηνού και εύκολου χρήματος, σε μια εξέλιξη που προαναγγέλλει μια νέα εποχή αυστηρότερων ελέγχων αλλά και μια προοπτική διάσωσής τους από τα χρήματα των φορολογουμένων, αναφέρει σε δημοσίευμά του το Bloomberg.
Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοινώσει τα ετήσια αποτελέσματα την Πέμπτη, 23/2/23 οι αξιωματούχοι της αναμένεται να προειδοποιήσουν για μεγάλα ελλείμματα το 2023 και το 2024 σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, επειδή η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των καταθέσεων που έχουν δημιουργηθεί στα χρόνια της μεγάλης ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ θα προμηνύει μια σειρά από αμήχανες εθνικές εκθέσεις, με τη γερμανική Bundesbank να δέχεται κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο πλήγμα από όλες τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών του ευρώ.
«Τα αποτελέσματα θα γίνουν αρνητικά για πολλές τράπεζες από το 2022, λόγω της αναντιστοιχίας των επιτοκίων στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας Mario Centeno σε συνέντευξή του.
«Χρηματοδοτούμε τους εαυτούς μας τώρα με υψηλότερα επιτόκια, τα οποία δεν ταιριάζουν με την απόδοση των ομολόγων και κάθε είδους χρέους που βρίσκεται στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας», είπε.

Γιατί είναι νευρικοί οι σχεδιαστές της νομισματικής πολιτικής

Οι απώλειες της Ευρωζώνης θα προστεθούν σε μια λίστα ελλειμμάτων που εμφανίζουν παγκοσμίως και  άλλες κεντρικές τράπεζες, με χαρακτηριστική την περίπτωση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας που τον περασμένο μήνα ξεχώρισε για το έλλειμμα ρεκόρ που εμφάνισε.
Η συγκεκριμένη προοπτική έχει προκαλέσει αρκετή νευρικότητα στους σχεδιαστές πολιτικής επειδή φοβούνται ότι θα ανοίξει μια  δημόσια συζήτηση περί των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσαν τα προηγούμενα χρόνια αλλά και λόγω των πιθανών της δημοσιονομικών επιπτώσεων.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών επέμεινε πάντως κατά τις προηγούμενες εβδομάδες ότι αυτά τα αποτελέσματα δεν έχουν σημασία, καθώς οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν με αρνητικά ίδια κεφάλαια και δεν κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Πάνω από όλα, αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι οι απώλειες δεν έχουν καμία σχέση με τη νομισματική πολιτική.

Προβληματισμένη η ΕΚΤ 

Ακόμα κι έτσι, στους κύκλους της ΕΚΤ υπάρχουν ισχυροί προβληματισμοί διότι η ίδια η τράπεζα  έχει ασκήσει κριτική στα προβλήματα της νομισματικής πολιτικής άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός Ευρωζώνης, ενώ οι κανόνες της μπορούν να απαιτήσουν από τις κυβερνήσεις να εισφέρουν κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίησή των εθνικών τους κεντρικών τραπεζών.
Ακόμη και η Bundesbank θα μπορούσε ενδεχομένως να χρειαστεί βοήθεια.
Η Bundesbank πιθανότατα θα σημειώσει μικρές ζημιές το 2022, που θα αυξηθούν σε 26 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα, σύμφωνα με τον Daniel Gros, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες.
Αυτά τα επίπεδα ζημιών θα εξαλείψουν ωστόσο τις προβλέψεις ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ για ζημιές που είχε πάρει η Bundesbank στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων  της, καθώς επίσης και το κεφάλαιο και τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Για μια κανονική εταιρεία, αυτό βεβαίως θα μπορούσε να σημαίνει αφερεγγυότητα.
Εκπρόσωπος της Bundesbank αρνήθηκε να απαντήσει σε αίτημα του Bloomberg για σχολιασμό.

Κεφαλαιακές ενέσεις με τα χρήματα των φορολογουμένων

Αλλά και άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης θα γράψουν μεγάλες ζημιές το 2023, όχι όμως τόσο μεγάλες ώστε να εξαφανίσουν τα κεφάλαιά τους.
Ο Gros ότι οι ζημιές της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας θα φτάσουν τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ, της Ιταλίας τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ και της Ολλανδίας τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εάν τα επιτόκια παραμείνουν ψηλά και το 2024, οι κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας και της Ολλανδίας ενδεχομένως θα κινδυνεύσουν επίσης να χάσουν όλα τους τα κεφάλαια.
Τον Σεπτέμβριο, ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Klaas Knot προειδοποίησε την κυβέρνησή του για «συνολικές απώλειες που θα είναι σημαντικές» τα επόμενα χρόνια.
«Σε μια ακραία περίπτωση, θα απαιτηθεί μια κεφαλαιακή ενέση με τα χρήματα των φορολογουμένων», είπε.

Υπό απειλή η defacto ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών

Ο Jerome Haegeli, επικεφαλής οικονομολόγος της Swiss Re  και πρώην στέλεχος της SNB, πρόσθεσε ότι οι ζημιές είναι πιθανό να υποβάλουν τις κεντρικές τράπεζες και τα προγράμματά τους για την φτηνό εύκολο χρήμα σε στενότερο πολιτικό και δημόσιο έλεγχο.
«Ο συνδυασμός του υψηλού πληθωρισμού - για τον οποίο ορισμένοι θεωρούν ότι έχει προκύψει ως αποτέλεσμα της ποσοτικής χαλάρωσης - και οποιεσδήποτε κεφαλαικές ενέσεις προς τις κεντρικής τράπεζες από τα χρήματα των φορολογουμένων που απαιτούνται για την αντιστροφή των αρνητικών κεφαλαιακών τους θέσεων μπορεί να θεωρηθεί ως ένας υπερφόρος για τις οικονομίες», είπε.
«Μαζί με τις κεντρικές τράπεζες που δεν παρέχουν πλέον απροσδόκητα κέρδη θα έχουμε αύξηση του δημόσιου ελλείματος», είπε.
Στη χειρότερη περίπτωση, η ανάγκη για κεφαλαιακές ενέσεις στις κεντρικές τράπεζες μπορεί να σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις «θα επιβάλλουν ακόμη υψηλότερους φόρους».
Ο διπλός αντίκτυπος θα θέσει σε κίνδυνο το «σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο των κεντρικών τραπεζών, που είναι η de facto ανεξαρτησία τους», κατέληξε ο Haegeli.

Πώς προκύπτουν οι ζημιές

Οι απώλειες προκύπτουν επειδή η ΕΚΤ δημιούργησε ρευστότητα αγοράζοντας 5 τρισεκατομμύρια ευρώ σε κρατικά ομόλογα για να στηρίξει τις εθνικές οικονομίες και να σταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές εν μέσω της πανδημίας.
Ένα μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων επιστράφηκε ως καταθέσεις.
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες πληρώνουν τους τόκους με το επιτόκιο της ΕΚΤ, τώρα 2,5%.
Τα αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία είναι ομόλογα σταθερού τοκομεριδίου που πληρώνουν μόλις 0,5% κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τον Gros.

Η εξαίρεση της Τράπεζας της Ελλάδος

Αν και οι νομισματικές αποφάσεις λαμβάνονται από την ΕΚΤ, οι πράξεις διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο.
Η Bundesbank πλήττεται περισσότερο επειδή τα γερμανικά κρατικά ομόλογα θεωρούνταν ασφαλές λιμάνι, με χαμηλές ή και αρνητικές αποδόσεις.
Επίσης, σύμφωνα με το Bloomberg, η Τράπεζα της Ελλάδος, της οποίας οι αγορές ήταν πολύ μικρότερες και τα ομόλογά της έχουν υψηλότερη απόδοση είναι πιθανό να παραμείνει κερδοφόρα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης