Tι λένε στην DW ο ερευνητικός δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης και ο διασώστης (;) Ιάσονας Αποστολόπουλος για τις επαναπροωθήσεις, το σκάνδαλο Predator και την ανεξαρτησία των ΜΜΕ την Ελλάδα;
Πριν από δέκα χρόνια αν ήθελε κανείς να μιλήσει για την εικόνα της Ελλάδας στη Γερμανία, τα θέματα ήταν συγκεκριμένα: οικονομική κρίση, μνημόνια, κόκκινα δάνεια, υπέρογκες περικοπές, φτώχεια. Σήμερα τα μνημόνια ανήκουν στο παρελθόν. Το ενδιαφέρον του γερμανικού Τύπου και ευρύτερα του δημόσιου διαλόγου έχει μετατοπιστεί σε άλλα θέματα: κατάσταση στα σύνορα με την Τουρκία, επαναναπροωθήσεις και βία σε βάρος μεταναστών από κρατικά όργανα, παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων, ελευθερία του Τύπου, κράτος δικαίου.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επί των ελληνικών ζητημάτων για να παρατηρήσει ότι οι αναφορές είναι σχεδόν καθημερινές διότι τα θέματα αυτά αφορούν ευρύτερα την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Τα μεγάλο ερώτημα που τίθεται στην πλειονότητα των ρεπορτάζ είναι το εξής: Προς τα πού οδεύει η Ελλάδα του 2023;
Πόσο ικανοποιημένοι πρέπει να είναι Έλληνες και Ευρωπαίοι για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθεροτυπίας στη χώρα;
Τα ερωτήματα αυτά βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο και μιας εκδήλωσης στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ του Βερολίνου με τίτλο: «Η ορμπανοποίηση της Ελλάδας- Ο αυταρχισμός του Μητσοτάκη» με τη συμμετοχή Ελλήνων ειδικών και Γερμανών βουλευτών.
Στο περιθώριο της εκδήλωσης, η DW συνομίλησε με τον ερευνητικό δημοσιογράφο Σταύρο Μαλιχούδη, από τα πρώτα θύματα του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator και τον διασώστη (;) Ιάσονα Αποστολόπουλο, ο οποίος έχει διακριθεί για την ανθρωπιστική δράση του στη Μεσόγειο αλλά έχει επίσης βρεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
«Η λέξη pushback δεν αρκεί για να περιγράψει τι συμβαίνει στα σύνορα»
Ρωτήσαμε αρχικά τον Ιάσονα Αποστολόπουλο να μας περιγράψει απλά τι βλέπουν διασώστες στα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα.
Τελικά γίνονται ή δεν γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις;
Η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης όπως έχει διατυπωθεί πολλές φορές από τα αρμόδια υπουργεία και τον Έλληνα πρωθυπουργό είναι κατηγορηματικά αρνητική. «Παρατηρούμε από τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο και μετά, μια ραγδαία όξυνση της συνοριακής βίας. Η λέξη pushback δεν είναι αρκετή για τα περιγράψει αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα ελληνικά σύνορα. Είναι pushback κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα είναι κρατικές απαγωγές και εξαφανίσεις» απαντά ο Ιάσονας Αποστολόπουλος συνεχίζοντας: «Άνθρωποι φτάνουν μόνοι στα ελληνικά νησιά. Κρύβονται μέσα στα βουνά, τα δάση. Όταν τους βρουν οι ελληνικές αρχές δεν τους καταγράφουν, αφαιρούν τα προσωπικά αντικείμενά τους, φωνάζουν τα σκάφη του λιμενικού, τους πάνε στα ανοιχτά, τους φορτώνουν σε πλωτές σχεδίες και τους παρατάνε στο πέλαγος χωρίς μηχανή, χωρίς πηδάλιο, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, με την προοπτική το κύμα να τους σπρώξει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται pushback. Δεν το έχουμε δει ούτε στην Ιταλία του Σαλβίνι. Είναι μια καινοτομία Μητσοτάκη», αναφέρει στην DW.
Όπως παρατηρεί αυτές οι «εγκληματικές ενέργειες» περνούν απαρατήρητες στην Ελλάδα διότι υπάρχει ένα «ασφυκτικό» πλαίσιο ελέγχου: «Τα περισσότερα κανάλια και ραδιόφωνα ελέγχονται από την κυβέρνηση και όποιος ή όποια μιλάει για τα pushback και τα συνοριακά εγκλήματα στοχοποιείται ως εχθρός της πατρίδας, προδότης, ανθέλληνας. Ό,τι δεν συμφωνεί με το κυβερνητικό αφήγημα, βαφτίζεται τουρκική προπαγάνδα.
Λένε 'αν μιλάς για τα pushback, αυτά τα λέει ο Ερντογάν’.
Δεν τα λέει όμως μόνο ο Ερντογάν, τα λέει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Deutsche Welle, o Guardian, το BBC, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ακόμη και η Frontex με την έκθεση Olaf (…) Προσπαθούν να φιμώσουν όποιον και όποια μιλάει για τη συνοριακή βία γιατί δεν θέλουν μάρτυρες στα σύνορα της Ευρώπης. Πρόκειται για πολύ βαριά εγκλήματα που δεν παραγράφονται και ουσιαστικά προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους».
Όσο για το κατά πόσο μηνυτήριες αναφορές φτάνουν στη δικαιοσύνη, ο Ιάσονας Αποστολόπουλος σημειώνει: «Έχουν γίνει εκατοντάδες μηνύσεις για pushback. Μόνο η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ έχει καταγράψει 540 pushback με 17.000 ανθρώπους επαναπροωθημένους μέσα σε ενάμιση χρόνο. Συντριπτικά στοιχεία που οδήγησαν και στην παραίτηση του επικεφαλής της Frontex. Περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με αυτές τις υποθέσεις», κάνοντας ειδική μνεία στην υπόθεση του Φαρμακονησίου, στην οποία Ελλάδα καταδικάστηκε τελικά από το ΕΔΔΑ.Πριν λίγες ημέρες δικαιώθηκε από το ΕΔΔΑ και μια έγκυος πρόσφυγας από τη Σάμο.«Δεν μπορούν πια να κρυφτούν. Δεκάδες υποθέσεις έχουν πάει στο ΕΔΔΑ, το θέμα είναι ευρέως γνωστό και κάποια στιγμή θα έρθουν οι καταδίκες», αναφέρει ο διασώστης.
Μπορούν «εξαρτώμενα» ΜΜΕ να κάνουν ανεξάρτητη δημοσιογραφία;
Ένα ρεπορτάζ για ένα 12χρονο προσφυγόπουλο που διέμενε στην Κω, ζωγραφιά του οποίου είχε δημοσιεύσει η γαλλική εφημερίδα Le Monde,στάθηκε αφορμή για να τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ με το Predator για «ύποπτη» δημοσιογραφική έρευνα ο ρεπόρτερ Σταύρος Μαλιχούδης, που συνεργάζεται με ερευνητικά δίκτυα και ξένα μέσα. Ο ίδιος, όπως ανέφερε στην DW, βλέπει μια ευρύτερη, συστηματική στοχοποίηση του Τύπου στην Ελλάδα. «Ξεκίνησε με την περιβοήτη 'λίστα Πέτσα' και γενικότερα την προνομιακή μεταχείριση μέσων φιλικών προς στην κυβέρνηση. Αυτό πλέον έχει αποδειχθεί. ΜΜΕ με πολύ μικρότερη κυκλοφορία πήραν πολλαπλάσια χρήματα από ΜΜΕ με πολλαπλάσια κυκλοφορία, με κομματικό πρόσημο. Σε ένα δεύτερο πεδίο, βλέπουμε τη στοχοποίηση αυτή και στις προσωπικές επιθέσεις σε βάρος δημοσιογράφων που ασκούν κριτική. Αυτοί μπορεί να είναι από ‘ξένοι πράκτορες’ έως υποχείρια ξένων επενδύσεων και συμφερόντων. Δεν υπάρχει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι δημοσιογράφοι να μπορούν να παράγουν δημοσιογραφία για το δημόσιο συμφέρον».
Γιατί όμως μαθαίνουμε πλέον κυρίως από διεθνή μέσα τις εξελίξεις στο θέμα των παρακολουθήσεων; «Τα μαθαίνουμε κι από μικρά ελληνικά μέσα. Μικρά ελληνικά μέσα έβγαλαν το σκάνδαλο» απαντά ο Σταύρος Μαλίχούδης σημειώνοντας: «Νομίζω ότι για πολύ μεγάλο διάστημα ρόλο έπαιζαν οι υπάρχουσες εξαρτήσεις με την κυβέρνηση. Όταν είδαμε πχ. ότι παρακολουθείται ο Βαγγέλης Μαρινάκης, είδαμε μια στροφή των μέσων που ανήκουν στον όμιλό του, τα οποίο έκαναν ερευνητική δουλειά πάνω σε αυτό το ζήτημα. Υπήρχε πάντως η εξάρτηση με το Μαξίμου, όπως φάνηκε από την περίπτωση Δημητριάδη. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ‘αυτά συμβαίνουν’. Έγινε μια προσπάθεια να μείνει χαμηλά η υπόθεση. Πλέον έχει φτάσει σε ένα σημείο, όπου πια δεν μπορεί να μείνει χαμηλά, λόγω του διεθνούς ενδιαφέροντος και της πολύ σημαντικής δουλειάς που έχει γίνει.»
Όσο για τη δύσκολη και επισφαλή θέση νέων δημοσιογράφων στην Ελλάδα, ο Σταύρος Μαλιχούδης παρατηρεί: «Οι συνάδελφοι στα παραδοσιακά μέσα καλούνται να δώσουν κάποιους αγώνες. Θεωρώ ότι έχουμε εξαιρετικούς δημοσιογράφους, δεν τίθεται θέμα ποιότητας δημοσιογράφων, απλά καλούνται να αντιπαλέψουν κάποιες καταστάσεις, κάποια ζητήματα που δεν καλύπτονται, κάποια θέματα που κόβονται ή τα δίνουν σε άλλα μέσα». Ο Σταύρος Μαλιχούδης εκτιμά, τέλος, ότι η λύση που τελικά επιλέγουν ολοένα περισσότεροι νέοι δημοσιογράφοι είναι μία: όποιοι μπορούν, δουλεύουν σε ξένα ΜΜΕ ώστε να καλύψουν εκεί τα θέματα που δεν μπορούν να καλύψουν στα ελληνικά μέσα.
www.bankingnews.gr
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επί των ελληνικών ζητημάτων για να παρατηρήσει ότι οι αναφορές είναι σχεδόν καθημερινές διότι τα θέματα αυτά αφορούν ευρύτερα την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Τα μεγάλο ερώτημα που τίθεται στην πλειονότητα των ρεπορτάζ είναι το εξής: Προς τα πού οδεύει η Ελλάδα του 2023;
Πόσο ικανοποιημένοι πρέπει να είναι Έλληνες και Ευρωπαίοι για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθεροτυπίας στη χώρα;
Τα ερωτήματα αυτά βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο και μιας εκδήλωσης στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ του Βερολίνου με τίτλο: «Η ορμπανοποίηση της Ελλάδας- Ο αυταρχισμός του Μητσοτάκη» με τη συμμετοχή Ελλήνων ειδικών και Γερμανών βουλευτών.
Στο περιθώριο της εκδήλωσης, η DW συνομίλησε με τον ερευνητικό δημοσιογράφο Σταύρο Μαλιχούδη, από τα πρώτα θύματα του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator και τον διασώστη (;) Ιάσονα Αποστολόπουλο, ο οποίος έχει διακριθεί για την ανθρωπιστική δράση του στη Μεσόγειο αλλά έχει επίσης βρεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
«Η λέξη pushback δεν αρκεί για να περιγράψει τι συμβαίνει στα σύνορα»
Ρωτήσαμε αρχικά τον Ιάσονα Αποστολόπουλο να μας περιγράψει απλά τι βλέπουν διασώστες στα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα.
Τελικά γίνονται ή δεν γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις;
Η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης όπως έχει διατυπωθεί πολλές φορές από τα αρμόδια υπουργεία και τον Έλληνα πρωθυπουργό είναι κατηγορηματικά αρνητική. «Παρατηρούμε από τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο και μετά, μια ραγδαία όξυνση της συνοριακής βίας. Η λέξη pushback δεν είναι αρκετή για τα περιγράψει αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα ελληνικά σύνορα. Είναι pushback κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα είναι κρατικές απαγωγές και εξαφανίσεις» απαντά ο Ιάσονας Αποστολόπουλος συνεχίζοντας: «Άνθρωποι φτάνουν μόνοι στα ελληνικά νησιά. Κρύβονται μέσα στα βουνά, τα δάση. Όταν τους βρουν οι ελληνικές αρχές δεν τους καταγράφουν, αφαιρούν τα προσωπικά αντικείμενά τους, φωνάζουν τα σκάφη του λιμενικού, τους πάνε στα ανοιχτά, τους φορτώνουν σε πλωτές σχεδίες και τους παρατάνε στο πέλαγος χωρίς μηχανή, χωρίς πηδάλιο, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, με την προοπτική το κύμα να τους σπρώξει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται pushback. Δεν το έχουμε δει ούτε στην Ιταλία του Σαλβίνι. Είναι μια καινοτομία Μητσοτάκη», αναφέρει στην DW.
Όπως παρατηρεί αυτές οι «εγκληματικές ενέργειες» περνούν απαρατήρητες στην Ελλάδα διότι υπάρχει ένα «ασφυκτικό» πλαίσιο ελέγχου: «Τα περισσότερα κανάλια και ραδιόφωνα ελέγχονται από την κυβέρνηση και όποιος ή όποια μιλάει για τα pushback και τα συνοριακά εγκλήματα στοχοποιείται ως εχθρός της πατρίδας, προδότης, ανθέλληνας. Ό,τι δεν συμφωνεί με το κυβερνητικό αφήγημα, βαφτίζεται τουρκική προπαγάνδα.
Λένε 'αν μιλάς για τα pushback, αυτά τα λέει ο Ερντογάν’.
Δεν τα λέει όμως μόνο ο Ερντογάν, τα λέει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Deutsche Welle, o Guardian, το BBC, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ακόμη και η Frontex με την έκθεση Olaf (…) Προσπαθούν να φιμώσουν όποιον και όποια μιλάει για τη συνοριακή βία γιατί δεν θέλουν μάρτυρες στα σύνορα της Ευρώπης. Πρόκειται για πολύ βαριά εγκλήματα που δεν παραγράφονται και ουσιαστικά προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους».
Όσο για το κατά πόσο μηνυτήριες αναφορές φτάνουν στη δικαιοσύνη, ο Ιάσονας Αποστολόπουλος σημειώνει: «Έχουν γίνει εκατοντάδες μηνύσεις για pushback. Μόνο η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ έχει καταγράψει 540 pushback με 17.000 ανθρώπους επαναπροωθημένους μέσα σε ενάμιση χρόνο. Συντριπτικά στοιχεία που οδήγησαν και στην παραίτηση του επικεφαλής της Frontex. Περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με αυτές τις υποθέσεις», κάνοντας ειδική μνεία στην υπόθεση του Φαρμακονησίου, στην οποία Ελλάδα καταδικάστηκε τελικά από το ΕΔΔΑ.Πριν λίγες ημέρες δικαιώθηκε από το ΕΔΔΑ και μια έγκυος πρόσφυγας από τη Σάμο.«Δεν μπορούν πια να κρυφτούν. Δεκάδες υποθέσεις έχουν πάει στο ΕΔΔΑ, το θέμα είναι ευρέως γνωστό και κάποια στιγμή θα έρθουν οι καταδίκες», αναφέρει ο διασώστης.
Μπορούν «εξαρτώμενα» ΜΜΕ να κάνουν ανεξάρτητη δημοσιογραφία;
Ένα ρεπορτάζ για ένα 12χρονο προσφυγόπουλο που διέμενε στην Κω, ζωγραφιά του οποίου είχε δημοσιεύσει η γαλλική εφημερίδα Le Monde,στάθηκε αφορμή για να τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ με το Predator για «ύποπτη» δημοσιογραφική έρευνα ο ρεπόρτερ Σταύρος Μαλιχούδης, που συνεργάζεται με ερευνητικά δίκτυα και ξένα μέσα. Ο ίδιος, όπως ανέφερε στην DW, βλέπει μια ευρύτερη, συστηματική στοχοποίηση του Τύπου στην Ελλάδα. «Ξεκίνησε με την περιβοήτη 'λίστα Πέτσα' και γενικότερα την προνομιακή μεταχείριση μέσων φιλικών προς στην κυβέρνηση. Αυτό πλέον έχει αποδειχθεί. ΜΜΕ με πολύ μικρότερη κυκλοφορία πήραν πολλαπλάσια χρήματα από ΜΜΕ με πολλαπλάσια κυκλοφορία, με κομματικό πρόσημο. Σε ένα δεύτερο πεδίο, βλέπουμε τη στοχοποίηση αυτή και στις προσωπικές επιθέσεις σε βάρος δημοσιογράφων που ασκούν κριτική. Αυτοί μπορεί να είναι από ‘ξένοι πράκτορες’ έως υποχείρια ξένων επενδύσεων και συμφερόντων. Δεν υπάρχει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι δημοσιογράφοι να μπορούν να παράγουν δημοσιογραφία για το δημόσιο συμφέρον».
Γιατί όμως μαθαίνουμε πλέον κυρίως από διεθνή μέσα τις εξελίξεις στο θέμα των παρακολουθήσεων; «Τα μαθαίνουμε κι από μικρά ελληνικά μέσα. Μικρά ελληνικά μέσα έβγαλαν το σκάνδαλο» απαντά ο Σταύρος Μαλίχούδης σημειώνοντας: «Νομίζω ότι για πολύ μεγάλο διάστημα ρόλο έπαιζαν οι υπάρχουσες εξαρτήσεις με την κυβέρνηση. Όταν είδαμε πχ. ότι παρακολουθείται ο Βαγγέλης Μαρινάκης, είδαμε μια στροφή των μέσων που ανήκουν στον όμιλό του, τα οποίο έκαναν ερευνητική δουλειά πάνω σε αυτό το ζήτημα. Υπήρχε πάντως η εξάρτηση με το Μαξίμου, όπως φάνηκε από την περίπτωση Δημητριάδη. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ‘αυτά συμβαίνουν’. Έγινε μια προσπάθεια να μείνει χαμηλά η υπόθεση. Πλέον έχει φτάσει σε ένα σημείο, όπου πια δεν μπορεί να μείνει χαμηλά, λόγω του διεθνούς ενδιαφέροντος και της πολύ σημαντικής δουλειάς που έχει γίνει.»
Όσο για τη δύσκολη και επισφαλή θέση νέων δημοσιογράφων στην Ελλάδα, ο Σταύρος Μαλιχούδης παρατηρεί: «Οι συνάδελφοι στα παραδοσιακά μέσα καλούνται να δώσουν κάποιους αγώνες. Θεωρώ ότι έχουμε εξαιρετικούς δημοσιογράφους, δεν τίθεται θέμα ποιότητας δημοσιογράφων, απλά καλούνται να αντιπαλέψουν κάποιες καταστάσεις, κάποια ζητήματα που δεν καλύπτονται, κάποια θέματα που κόβονται ή τα δίνουν σε άλλα μέσα». Ο Σταύρος Μαλιχούδης εκτιμά, τέλος, ότι η λύση που τελικά επιλέγουν ολοένα περισσότεροι νέοι δημοσιογράφοι είναι μία: όποιοι μπορούν, δουλεύουν σε ξένα ΜΜΕ ώστε να καλύψουν εκεί τα θέματα που δεν μπορούν να καλύψουν στα ελληνικά μέσα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών