Η γερμανική κυβέρνηση ελπίζει να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού της συστήματος με ένα νέο κεφαλαιακό απόθεμα ύψους έως 200 δισ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να επενδύεται στις παγκόσμιες αγορές και να αποδίδει 10 δισ. ευρώ ετησίως από το 2036
H γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε την Τρίτη (5 Μαρτίου) σχέδια για να διατηρήσει το επίπεδο των δημόσιων συντάξεων σταθερό έως το 2040, συνδέοντας την «κανονική σύνταξη» με το 48% των σημερινών μισθών λόγω γήρανσης του πληθυσμού.
Επτά από τα 46 εκατομμύρια εργαζόμενους που είναι σήμερα αναμένεται να αποχωρήσουν από το εργατικό δυναμικό έως το 2035, καθώς η γενιά των «baby boomers» που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και του 60 σταδιακά συνταξιοδοτείται.
Με το εν λόγω σχέδιο, η κυβέρνηση επιδιώκει να υλοποιήσει μία από τις βασικές υποσχέσεις του καγκελάριου Olaf Scholz (SPD/S&D) στην προεκλογική του εκστρατεία το 2021, παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας.
«Για μένα, οι περικοπές των συντάξεων αποκλείονται», δήλωσε ο Scholz σε βιντεοσκοπημένη δήλωση που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, προσθέτοντας ότι «πρόκειται για ζήτημα αξιοπρέπειας και σεβασμού».
«Γι’ αυτό σταθεροποιούμε το επίπεδο των συντάξεων μακροπρόθεσμα, προβλέποντας ότι οι συντάξεις δεν πρέπει να πέσουν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο», δήλωσε ο Scholz, ενώ απέκλεισε επίσης την περαιτέρω αύξηση του νόμιμου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, το οποίο σήμερα είναι στα 66 έτη και πρόκειται να αυξηθεί στα 67 έως το 2031.
Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση σκοπεύει να δημιουργήσει ένα νέο ταμείο που θα επενδύει στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, το οποίο θα χρηματοδοτείται από πρόσθετο δημόσιο χρέος καθώς και από τη μεταβίβαση μετοχών που κατέχει σήμερα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε ιδιωτικές εταιρείες στο νέο ταμείο.
Το ταμείο, το οποίο ξεκινά φέτος μέσω μιας πρώτης πληρωμής ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, θα πρέπει να αυξηθεί σε 200 δισεκατομμύρια ευρώ «μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030», δήλωσε την Τρίτη στους δημοσιογράφους ο υπουργός Οικονομικών Christian Lindner (FDP/Renew).
Αξιοποιώντας τα χαμηλά επιτόκια που πρέπει να πληρώνει η κυβέρνηση για το δημόσιο χρέος της και επενδύοντας σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις που αποφέρουν θετική απόδοση, η κυβέρνηση ελπίζει να διανέμει 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το ταμείο προς το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα από το 2036.
Αυτό αναμένεται να συμβάλει στη μείωση της αύξησης των συνταξιοδοτικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, οι οποίες μάλιστα αναμένεται έτσι κι αλλιώς να αυξηθούν από 18,6% των μισθών που είναι τα σημερινά επίπεδα σε 22,3% το 2035 λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Στενότητα των δημόσιων προϋπολογισμών
Ήδη σήμερα, το ένα τέταρτο των δαπανών του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος χρηματοδοτείται από εισφορές του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν.
«Ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός στηρίζει σήμερα το σύστημα υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης με πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως», δήλωσε ο Λίντνερ, τονίζοντας ότι «η δημογραφική αλλαγή θα επιδεινώσει περαιτέρω αυτό το βάρος τις επόμενες δεκαετίες».
Σε αντίθεση με τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του νέου κεφαλαιακού αποθέματος, οι ετήσιες πληρωμές στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζονται επίσης στο αυστηρό «φρένο χρέους» της Γερμανίας, το οποίο επιτρέπει μόνο ετήσιο διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ, προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο.
Καθώς η Γερμανία παλεύει επίσης με τις επιπτώσεις της απόφασης του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας που οδήγησε στην ακύρωση 60 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο για το κλίμα, ο προϋπολογισμός του 2025 είναι πιθανό να συναντήσει ένα χρηματοδοτικό κενό έως και 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με περικοπές χρηματοδότησης ή αυξήσεις φόρων, ανέφερε η Handelsblatt.
Το δημοσιονομικό κενό θα μπορούσε να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα, όταν θα εξαντληθεί το 2027 το πρόσθετο χρέος των 100 δισ. ευρώ που αναλήφθηκε για στρατιωτικές δαπάνες προς υποστήριξη της Ουκρανίας, αλλά η Γερμανία στοχεύει να δαπανά συνεχώς το 2% για την άμυνα, ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ.
Το επίπεδο των συντάξεων εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό, οι κεφαλαιαγορές πολύ επικίνδυνες, προειδοποιεί η ομάδα πρόνοιας
Η ένωση πρόνοιας Der Paritätische, που εκπροσωπεί κοινωνικές εγκαταστάσεις σε όλη τη χώρα, προειδοποίησε ότι το επίπεδο σύνταξης του 48% είναι ακόμη πολύ χαμηλό για να αποτρέψει τη φτώχεια των ηλικιωμένων.
«Κατά την άποψή μας, το επίπεδο της σύνταξης θα πρέπει να καθοριστεί πολύ υψηλότερα, στο 53%», δήλωσε στο Euractiv ο Joachim Rock, επικεφαλής κοινωνικών και ευρωπαϊκών υποθέσεων της ένωσης, προσθέτοντας ότι «αυτό θα επέτρεπε ένα λογικά επαρκές βιοτικό επίπεδο».
Η ένωση επέκρινε την απόφαση της κυβέρνησης να καταφύγει στις κεφαλαιαγορές, υποστηρίζοντας ότι αυτό «δεν είναι χωρίς ρίσκο».
«Αυτό υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εισφορών από τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Αλλά οι κεφαλαιαγορές είναι ασταθείς, υπάρχουν διακυμάνσεις στις αποδόσεις, οπότε δεν είναι βέβαιο, ειδικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», εξήγησε ο Rock.
«Το να αναλαμβάνουμε πρώτα χρέος, το οποίο άλλωστε πρέπει επίσης να αναχρηματοδοτείται και να κερδίζει τόκους, και στη συνέχεια να ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε σημαντικά περισσότερα χρήματα από τις κεφαλαιαγορές μακροπρόθεσμα είναι, κατά την άποψή μας, μια απατηλή ελπίδα», πρόσθεσε.
www.bankingnews.gr
Επτά από τα 46 εκατομμύρια εργαζόμενους που είναι σήμερα αναμένεται να αποχωρήσουν από το εργατικό δυναμικό έως το 2035, καθώς η γενιά των «baby boomers» που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και του 60 σταδιακά συνταξιοδοτείται.
Με το εν λόγω σχέδιο, η κυβέρνηση επιδιώκει να υλοποιήσει μία από τις βασικές υποσχέσεις του καγκελάριου Olaf Scholz (SPD/S&D) στην προεκλογική του εκστρατεία το 2021, παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας.
«Για μένα, οι περικοπές των συντάξεων αποκλείονται», δήλωσε ο Scholz σε βιντεοσκοπημένη δήλωση που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, προσθέτοντας ότι «πρόκειται για ζήτημα αξιοπρέπειας και σεβασμού».
«Γι’ αυτό σταθεροποιούμε το επίπεδο των συντάξεων μακροπρόθεσμα, προβλέποντας ότι οι συντάξεις δεν πρέπει να πέσουν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο», δήλωσε ο Scholz, ενώ απέκλεισε επίσης την περαιτέρω αύξηση του νόμιμου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, το οποίο σήμερα είναι στα 66 έτη και πρόκειται να αυξηθεί στα 67 έως το 2031.
Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση σκοπεύει να δημιουργήσει ένα νέο ταμείο που θα επενδύει στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, το οποίο θα χρηματοδοτείται από πρόσθετο δημόσιο χρέος καθώς και από τη μεταβίβαση μετοχών που κατέχει σήμερα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε ιδιωτικές εταιρείες στο νέο ταμείο.
Το ταμείο, το οποίο ξεκινά φέτος μέσω μιας πρώτης πληρωμής ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, θα πρέπει να αυξηθεί σε 200 δισεκατομμύρια ευρώ «μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030», δήλωσε την Τρίτη στους δημοσιογράφους ο υπουργός Οικονομικών Christian Lindner (FDP/Renew).
Αξιοποιώντας τα χαμηλά επιτόκια που πρέπει να πληρώνει η κυβέρνηση για το δημόσιο χρέος της και επενδύοντας σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις που αποφέρουν θετική απόδοση, η κυβέρνηση ελπίζει να διανέμει 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το ταμείο προς το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα από το 2036.
Αυτό αναμένεται να συμβάλει στη μείωση της αύξησης των συνταξιοδοτικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, οι οποίες μάλιστα αναμένεται έτσι κι αλλιώς να αυξηθούν από 18,6% των μισθών που είναι τα σημερινά επίπεδα σε 22,3% το 2035 λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Στενότητα των δημόσιων προϋπολογισμών
Ήδη σήμερα, το ένα τέταρτο των δαπανών του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος χρηματοδοτείται από εισφορές του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν.
«Ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός στηρίζει σήμερα το σύστημα υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης με πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως», δήλωσε ο Λίντνερ, τονίζοντας ότι «η δημογραφική αλλαγή θα επιδεινώσει περαιτέρω αυτό το βάρος τις επόμενες δεκαετίες».
Σε αντίθεση με τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του νέου κεφαλαιακού αποθέματος, οι ετήσιες πληρωμές στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζονται επίσης στο αυστηρό «φρένο χρέους» της Γερμανίας, το οποίο επιτρέπει μόνο ετήσιο διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ, προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο.
Καθώς η Γερμανία παλεύει επίσης με τις επιπτώσεις της απόφασης του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας που οδήγησε στην ακύρωση 60 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο για το κλίμα, ο προϋπολογισμός του 2025 είναι πιθανό να συναντήσει ένα χρηματοδοτικό κενό έως και 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με περικοπές χρηματοδότησης ή αυξήσεις φόρων, ανέφερε η Handelsblatt.
Το δημοσιονομικό κενό θα μπορούσε να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα, όταν θα εξαντληθεί το 2027 το πρόσθετο χρέος των 100 δισ. ευρώ που αναλήφθηκε για στρατιωτικές δαπάνες προς υποστήριξη της Ουκρανίας, αλλά η Γερμανία στοχεύει να δαπανά συνεχώς το 2% για την άμυνα, ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ.
Το επίπεδο των συντάξεων εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό, οι κεφαλαιαγορές πολύ επικίνδυνες, προειδοποιεί η ομάδα πρόνοιας
Η ένωση πρόνοιας Der Paritätische, που εκπροσωπεί κοινωνικές εγκαταστάσεις σε όλη τη χώρα, προειδοποίησε ότι το επίπεδο σύνταξης του 48% είναι ακόμη πολύ χαμηλό για να αποτρέψει τη φτώχεια των ηλικιωμένων.
«Κατά την άποψή μας, το επίπεδο της σύνταξης θα πρέπει να καθοριστεί πολύ υψηλότερα, στο 53%», δήλωσε στο Euractiv ο Joachim Rock, επικεφαλής κοινωνικών και ευρωπαϊκών υποθέσεων της ένωσης, προσθέτοντας ότι «αυτό θα επέτρεπε ένα λογικά επαρκές βιοτικό επίπεδο».
Η ένωση επέκρινε την απόφαση της κυβέρνησης να καταφύγει στις κεφαλαιαγορές, υποστηρίζοντας ότι αυτό «δεν είναι χωρίς ρίσκο».
«Αυτό υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εισφορών από τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Αλλά οι κεφαλαιαγορές είναι ασταθείς, υπάρχουν διακυμάνσεις στις αποδόσεις, οπότε δεν είναι βέβαιο, ειδικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», εξήγησε ο Rock.
«Το να αναλαμβάνουμε πρώτα χρέος, το οποίο άλλωστε πρέπει επίσης να αναχρηματοδοτείται και να κερδίζει τόκους, και στη συνέχεια να ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε σημαντικά περισσότερα χρήματα από τις κεφαλαιαγορές μακροπρόθεσμα είναι, κατά την άποψή μας, μια απατηλή ελπίδα», πρόσθεσε.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών