
Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είναι διαλυμένο και δεν υπάρχει Σχέδιο Β...
Ο Christian Scharpf, δήμαρχος της πόλης Ingolstadt, της δεύτερης πλουσιότερης στη Γερμανία, αναζητά τρόπους να εξοικονομήσει κοντά στα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Η αυτοκινητοβιομηχανία Audi, με έδρα κοντά στον ποταμό Δούναβη, συνεισέφερε περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στα ταμεία της πόλης μέσω του μητρικού ομίλου της, Volkswagen.
Ωστόσο, αυτές οι εισροές έχουν σταματήσει εδώ και πάνω από έναν χρόνο.
Τον Νοέμβριο, η Audi ανέφερε μείωση 91% στα λειτουργικά της κέρδη για το τρίμηνο που έληξε τον Σεπτέμβριο, ενώ έχει προχωρήσει σε χιλιάδες απολύσεις.
Οι δραστηριότητές της στην Κίνα, όπου η κορυφαία γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία συνήθιζε να πραγματοποιεί μεγάλο μέρος από τις πωλήσεις της και ακόμα μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη της, συρρικνώθηκαν κατά 25% τους εννέα μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2024, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι Κινέζοι κατασκευαστές, τους οποίους κάποτε οι Δυτικοί περιγελούσαν και χαρακτήριζαν πρωτόγονους, έχουν μετατραπεί σε ισχυρούς ανταγωνιστές, αποσπώντας μερίδια αγοράς τόσο εντός όσο και εκτός Κίνας.
Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στη Χώρα του Δράκου και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από εκεί έχουν υπονομεύσει τη γερμανική βιομηχανία.
Σε συνδυασμό με την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και την απειλή νέων δασμών στο εμπόριο, οι προοπτικές είναι ζοφερές.
Μοιραία οι Γερμανοί κατασκευαστές και οι προμηθευτές τους ανακοίνωσαν δεκάδες χιλιάδες απολύσεις.
Η γερμανική μεταποίηση, η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, συρρικνώνεται σταθερά εδώ και επτά χρόνια, ενώ η γερμανική οικονομία, συνολικά, έχει συρρικνωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, καταγράφοντας, σύμφωνα με τη γερμανική ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία, τη δεύτερη συνεχόμενη ετήσια ύφεση από το 1951.
Το ΑΕΠ έχει παραμείνει σχεδόν στάσιμο από το 2019, πριν από την πανδημία Covid-19 - η μεγαλύτερη περίοδος στασιμότητας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναμένουν ότι θα στασιμότητα θα συνεχιστεί και φέτος.
Η Αμερική, που πρόσφατα λειτουργούσε ως βαλβίδα αποσυμφόρησης, πιθανότατα δεν θα προσφέρει λύση: Ο Πρόεδρος Trump απειλεί να διαταράξει το παγκόσμιο εμπόριο με μια σειρά δασμών που θα αυξήσουν τα εμπόδια στην αγορά των ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας.
Για τους Γερμανούς, που θα εκλέξουν νέο κοινοβούλιο τον επόμενο μήνα, αυτή η περίοδος είναι τόσο τρομακτική όσο αυτή των μέσων της δεκαετίας του 2000, όταν η ανεργία έφτασε στο 12% - ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.
Εκείνη την εποχή, το Βερολίνο προχώρησε σε αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο σύστημα πρόνοιας, που ενθάρρυναν την απασχόληση, ενώ περιόρισε το κόστος των επιχειρήσεων και ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, ανοίγοντας τον δρόμο για δύο δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης.
Οι οικονομολόγοι λένε ότι η τρέχουσα κρίση είναι χειρότερη, επειδή θέτει υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια του εξαγωγικού οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας.
Στην προηγούμενη ύφεση, η κινεζική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό περίπου 10% ή και περισσότερο ετησίως, απορροφώντας προϊόντα και τροφοδοτώντας το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία.
Σήμερα, αναπτύσσεται με τον μισό ρυθμό, ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου οι παγκόσμιες εμπορικές ροές έχουν σταματήσει.
Χωρίς αγορές εξαγωγών με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, το γερμανικό μοντέλο «είναι νεκρό», λέει ο Jacob Kierkegaard, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, λίγοι πολιτικοί επικεντρώνονται στις μεγάλες αλλαγές που, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, απαιτούνται.
Οι Γερμανοί «δεν θέλουν να κοιτάξουν το πρόβλημα κατάματα.
Πιστεύουν ακόμη ότι είναι μια παροδική δυσκολία, που μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως συνήθως, σταδιακά» λέει ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας. «Δεν νομίζω ότι αυτό θα αρκέσει».
Η χώρα, με 83 εκατομμύρια κατοίκους, εξελίχθηκε στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο κατασκευάζοντας και εξάγοντας προϊόντα μηχανικής -αυτοκίνητα, ρομπότ, τρένα, μηχανήματα εργοστασίων- που άλλοι ήθελαν να αγοράσουν.
Τώρα, ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στα προϊόντα «Made in Germany» και η Γερμανία δεν έχει Σχέδιο Β.
«Κακομαθημένοι για πολλά χρόνια»
Μέχρι πρόσφατα, οι επιπτώσεις από αυτήν τη βραδεία οικονομική κρίση περιορίζονταν σε άρθρα εφημερίδων και δημοσιεύσεις οικονομικών στοιχείων, με ελάχιστο αντίκτυπο στις ζωές των ψηφοφόρων. Φέτος, η κρίση έγινε πολιτικό ζήτημα.
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η οικονομία είναι η μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, ξεπερνώντας τη μετανάστευση, την ασφάλεια και την κλιματική αλλαγή.
Η απερχόμενη κυβέρνηση του καγκελαρίου Scholz είναι η πιο αντιδημοφιλής από το 1949.
Οι περισσότεροι πολιτικοί επικεντρώνονται στο πώς να τροποποιήσουν και να βελτιώσουν το υφιστάμενο εξαγωγικό, βιομηχανικό οικονομικό μοντέλο.
Νέες ιδέες για την ενίσχυση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, την αύξηση του εμπορίου εντός Ευρώπης ή το άνοιγμα σε ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς, όπως η τεχνολογία ή οι υπηρεσίες, είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Ο Scholz, του οποίου ο κυβερνητικός συνασπισμός κατέρρευσε τον Νοέμβριο λόγω εντάσεων για την οικονομική πολιτική, έχει πιέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να υπογράψει νέες εμπορικές συμφωνίες.
Ο κεντροδεξιός Friedrich Merz, ο οποίος είναι τώρα το φαβορί για να διαδεχθεί τον Scholz, επιθυμεί χαμηλότερους φόρους και λιγότερους κανονισμούς για τους κατασκευαστές.
«Δεν βλέπω καμία σοβαρή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη ενός νέου οικονομικού μοντέλου» δήλωσε ο Jens Zydekum, οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Düsseldorf.
«Βραχυπρόθεσμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το πώς να αντιμετωπιστεί τακτικά η κατάσταση, π.χ.: “Αν ο Trump επιβάλει δασμούς, τότε θα πάμε να κατασκευάσουμε αυτοκίνητα εκεί”».
Η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία έχει μειωθεί κατά 15% από το 2018, ενώ ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον βιομηχανικό τομέα έχει μειωθεί κατά 3%.
Οι κατασκευαστές στη μεταλλουργική και ηλεκτρολογική βιομηχανία της Γερμανίας, που επιβαρύνονται από το κόστος, θα μπορούσαν να απολύσουν έως και 300.000 εργαζομένους μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, δήλωσε ο Stefan Wolf, πρόεδρος ενός λόμπι του κλάδου.
«Η αποβιομηχάνιση είναι σε πλήρη εξέλιξη» είπε ο Wolf, προσθέτοντας ότι επενδυτικά κεφάλαια πάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ έφυγαν από τη Γερμανία από το 2021.
Το εμπόριο αγαθών είναι πιο κρίσιμο για την οικονομία της Γερμανίας απ’ ό,τι είναι το πετρέλαιο για το Τέξας ή η τεχνολογία για την Καλιφόρνια - μια υπερβολική εξάρτηση που είναι αποτέλεσμα δεκαετιών κυβερνητικής πολιτικής που στήριζε τη βιομηχανία εξαγωγών, ενώ δημιουργούσε εμπόδια για επενδύσεις σε νέους τομείς, όπως η πληροφορική ή οι υποδομές της χώρας.
Οι εξαγωγές υποστηρίζουν περίπου μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας στη Γερμανία.
Περισσότερα από τα δύο τρίτα των αυτοκινήτων που παράγονται στη Γερμανία εξάγονται.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ της Γερμανίας διπλασιάστηκε, φτάνοντας το 43% του ΑΕΠ - τέσσερις φορές το μερίδιο στις ΗΠΑ και διπλάσιο από αυτό της Κίνας.
Τώρα που η καρδιά της γερμανικής οικονομίας -ο εκτεταμένος τομέας αυτοκινήτων- αντιμετωπίζει δυσκολίες, ο πόνος εξαπλώνεται.
Στο Schweinfurt, μια πρώην αμερικανική στρατιωτική πόλη βόρεια του Ingolstadt, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία Schaeffler έκαναν απεργία στα τέλη του περασμένου έτους για να διαμαρτυρηθούν για σχέδια περικοπής έως και 700 θέσεων εργασίας.
Η ZF Friedrichshafen, άλλη μια προμηθευτική εταιρεία, συμφώνησε τον Νοέμβριο να μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων κατά 7% για να σώσει θέσεις εργασίας, ενώ ξεκίνησε να μειώνει 14.000 θέσεις σε όλη τη χώρα.
Το συνδικάτο IG Metall έχει προειδοποιήσει για χιλιάδες απολύσεις στην κεντρική βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας.
Για να καλύψει το έλλειμμα στο Ingolstadt, ο Scharpf, ο δήμαρχος, αύξησε τα τέλη για τα μουσεία, τους χώρους στάθμευσης και τα λεωφορεία, και διέταξε το κούρεμα των δημόσιων γκαζόν να γίνεται λιγότερο συχνά.
Επίσης, εξετάζει την αύξηση των φόρων ακινήτων και περαιτέρω περικοπές δαπανών.
«Δεν μπορείς απλώς να αντικαταστήσεις μια εταιρεία με 40.000 υπαλλήλους» είπε ο Scharpf.
Η εταιρεία είναι παντού στην πόλη: Χορηγεί την τοπική ομάδα χόκεϊ, το ποδοσφαιρικό στάδιο και πολλά πολιτιστικά γεγονότα.
Η άνθηση της Audi
Καμία άλλη πόλη στη Βαυαρία δεν αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα όσο το Ingolstadtτις τελευταίες δεκαετίες, τροφοδοτούμενη από τη βιομηχανία αυτοκινήτων.
Ο πληθυσμός της αυξήθηκε περίπου κατά 50% από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Η πόλη δημιούργησε περιφερειακό δικαστήριο, κεντρική αστυνομική διεύθυνση, συνεδριακό κέντρο και ένα μεγάλο πανεπιστήμιο.
Σήμερα, σχεδόν οι μισές θέσεις εργασίας στο Ingolstadt είναι στη βιομηχανία αυτοκινήτων.
Πολλές από τις υπόλοιπες θέσεις παρέχουν υπηρεσίες στους εργαζομένους της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Λιγότερο από το 2% των εργαζομένων της πόλης απασχολείται στον τομέα της πληροφορικής.
«Πριν από δέκα χρόνια, λεγόταν ότι το Ingolstadt έπρεπε να μειώσει την εξάρτησή του από την Audi» είπε ο Stefan Koenig, πρώην αρχισυντάκτης εφημερίδας, που είναι υποψήφιος δήμαρχος στις τοπικές εκλογές του επόμενου μήνα.
Από τότε, έχει γίνει ελάχιστη πρόοδος, δήλωσε ο Koenig.
Η άνθηση της Audi ξεκίνησε πραγματικά τη δεκαετία του 1980 με την εισαγωγή του Quattro, ενός δημοφιλούς αυτοκινήτου.
Η εταιρεία υιοθέτησε το σλόγκαν Vorsprung durch Technik («Προβάδισμα μέσω της Τεχνολογίας»).
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εν μέσω οικονομικών αναταραχών μετά την ενοποίηση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι πολιτικοί αναζωογόνησαν το εξαγωγικό μοντέλο μειώνοντας φόρους και χαλαρώνοντας τις πολιτικές μισθών, μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, καθιστώντας τις γερμανικές εταιρείες πιο ανταγωνιστικές στο κόστος παραγωγής.
Η χώρα έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στον κόσμο από το 2003 έως το 2008, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Έκτοτε, διαδοχικές κρίσεις έβαλαν εμπόδια στη γερμανική εξαγωγική μηχανή.
Η πολιτική αντίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης έφερε τον μερκαντιλιστή Πρόεδρο Trump στην εξουσία το 2016.
Η πανδημία διέκοψε τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κινεζική επιθετικότητα στη Νότια Σινική Θάλασσα και η επίθεση της Hamas στο Ισραήλ επηρέασαν το διεθνές εμπόριο.
Στην Κίνα, μια κρίσιμη αγορά εξαγωγών της Γερμανίας, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί.
Και οι κινεζικές εταιρείες, φορτωμένες από τη ρευστότητα που παρέχουν οι κρατικές επιδοτήσεις, παράγουν περισσότερα από όσα μπορεί να απορροφήσει η εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τις εξαγωγές, που με τη σειρά τους πιέζουν τις γερμανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Το κόστος ενέργειας αποτελεί ένα ακόμη πρόβλημα. Η διακοπή των παραδόσεων φυσικού αερίου από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το κλείσιμο των τελευταίων πυρηνικών εργοστασίων και η ακριβή μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν εκτοξεύσει το κόστος στη Γερμανία σε επίπεδα 10 φορές υψηλότερα από αυτά στο Τέξας, σύμφωνα με τον Peter Huntsman, πρόεδρο και CEO της Huntsman Corp., μιας χημικής εταιρείας με έδρα το Τέξας και έσοδα 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που προμηθεύει αυτοκινητοβιομηχανίες στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της Audi.
Στο Ingolstadt, οι ενεργοβόροι κατασκευαστές πλήττονται σοβαρά.
Η MT Technologies, μια τοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1869, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης τον Νοέμβριο.
Ο Franz Schabmüller, CEO της Framos Holding, άλλης προμηθευτικής εταιρείας αυτοκινήτων με περίπου 1.200 εργαζομένους, είπε ότι είχε συνηθίσει σε ετήσια αύξηση εσόδων 10%-15% τη δεκαετία του 2010.
Πρόσφατα, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί και φέτος μπορεί να σταματήσει, καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες που προμηθεύει, όπως οι Audi, Volkswagen και Daimler, πωλούν λιγότερα αυτοκίνητα.
Η δεύτερη διακυβέρνηση Trump, είπε, προσθέτει αβεβαιότητες απειλώντας τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με δασμούς.
«Η ορατότητα είναι χαμηλότερη από ποτέ», δήλωσε ο Schabmüller.
Υστερούσες επενδύσεις
Επιχειρηματικά στελέχη αναφέρουν ότι η Γερμανία χάνει επενδύσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για νέες βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την Allianz, πάνω από το ένα τρίτο των βιομηχανικών επιχειρήσεων στη Γερμανία μειώνουν τις επενδύσεις σε βασικές διαδικασίες λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Τα δύο τρίτα δηλώνουν ότι η ανταγωνιστικότητά τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Η χώρα υστερεί σε τομείς όπως το λογισμικό και η τεχνητή νοημοσύνη.
Οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη ανήλθαν στο 3,1% του ΑΕΠ το 2022, σε σύγκριση με 3,6% στις ΗΠΑ και 5,2% στη Νότια Κορέα.
Δεκαετίες κρατικής υποεπένδυσης έχουν αφήσει τη Γερμανία με υποβαθμισμένες υποδομές και έναν στρατό που είναι σκιά του παρελθόντος του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Τον Μάιο, το IW, ένα οικονομικό ινστιτούτο που συνδέεται με τον επιχειρηματικό κόσμο, και το IMK, ένα think tank που ανήκει σε συνδικάτα, εκτίμησαν ότι η Γερμανία θα χρειαστεί 600 δισ. ευρώ επενδύσεων τα επόμενα 10 χρόνια για να καλύψει το επενδυτικό κενό, να εκσυγχρονίσει το εκπαιδευτικό της σύστημα, να διορθώσει τα δίκτυα μεταφορών, να αναβαθμίσει το δίκτυο ενέργειας και να ψηφιοποιήσει τη δημόσια διοίκηση.
Η Γερμανία χρειάζεται επίσης δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως μόνο για να διατηρήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ ή περισσότερο - μία από τις υποχρεώσεις της ως μέλος του ΝΑΤΟ.
Ο Trump έχει απαιτήσει από τη χώρα να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Οι Γερμανοί καταναλωτές, εν τω μεταξύ, είναι από τους πιο φορολογούμενους στον κόσμο.
Πέρυσι, ένας Γερμανός εργαζόμενος χωρίς παιδιά πλήρωνε κατά μέσο όρο το 47,9% του μικτού μισθού του σε φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Παράλληλα, οι Γερμανοί αποταμιεύουν το 20% του εισοδήματός τους από το δεύτερο τρίμηνο του 2024, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες πάνω από πριν την πανδημία.
«Αυτό είναι πρόβλημα, επειδή κάθε αύξηση της αποταμίευσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα αφαιρεί 25 δισ. ευρώ ζήτησης από την οικονομία», δήλωσε ο Rolf Birkle, επικεφαλής του τμήματος καταναλωτικού κλίματος στο Ινστιτούτο Αποφάσεων Αγοράς της Νυρεμβέργης, που συντάσσει τον βασικό δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Γερμανίας.
Μεγάλο μέρος αυτών των αποταμιεύσεων παραμένει σε τραπεζικούς λογαριασμούς και, με τα κατάλληλα κίνητρα, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για παραγωγικές επενδύσεις.
Ένα άλλο εμπόδιο είναι οι συνταγματικοί περιορισμοί στις κρατικές δαπάνες και το δημόσιο χρέος, που θα πρέπει να ξεπεραστούν μέσω του κοινοβουλίου.
Η τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία αγνοεί σε μεγάλο βαθμό αυτές τις ιδέες.
Μη δημοφιλή μέτρα, όπως περικοπές στο κοινωνικό κράτος που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν κεφάλαια για επείγουσες επενδύσεις, δεν συζητούνται σχεδόν καθόλου.
Αντίθετα, οι περισσότεροι πολιτικοί υπερασπίζονται το status quo.
«Νομίζω ότι η κορυφαία προτεραιότητα για τη Γερμανία και την Ευρώπη είναι να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ανοιχτά τα εμπορικά κανάλια», δήλωσε ο Janik Biri, οικονομολόγος και βουλευτής του κεντροδεξιού CDU του Merz.
«Θα χάσουμε μερίδιο αγοράς στην Κίνα, αλλά η αγορά εξακολουθεί να αναπτύσσεται, οπότε δεν θα την απέκλεια», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι η ισχυρή ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα μπορούσε να αντισταθμίσει τους δασμούς του Trump.
Ακόμα και τα νεοεμφανιζόμενα αντισυστημικά κόμματα που ευδοκίμησαν αμφισβητώντας παλαιές συναινέσεις παραμένουν προσκολλημένα στις παραδοσιακές οικονομικές πολιτικές.
«Αν ρωτάτε για το σχέδιο Β, η άποψή μου είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο σχέδιο Α» δήλωσε ο Viața-Eric Holm, βουλευτής και ειδικός οικονομικών της δεξιάς AfD, η οποία αναμένεται να αναδειχθεί ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο επόμενο γερμανικό κοινοβούλιο.
«Το επιχειρηματικό μας μοντέλο λειτούργησε πολύ καλά, όταν είχαμε χαμηλότερο ενεργειακό κόστος» είπε ο Holm.
Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση αυτού του κόστους και στην περικοπή των περιβαλλοντικών κανονισμών για τις επιχειρήσεις, πρόσθεσε.
Στο Ingolstadt, ο δήμαρχος άνοιξε το 2023 ένα τεχνολογικό πάρκο 150 στρεμμάτων νότια της πόλης, στον χώρο ενός πρώην διυλιστηρίου, ελπίζοντας να δημιουργήσει μια βαυαρική Silicon Valley.
Μοναδικοί σημαντικοί ενοικιαστές του πάρκου μέχρι στιγμής; Η Audi και η Cariad, ο προβληματικός βραχίονας λογισμικού της Volkswagen.
Το δημοτικό συμβούλιο δήλωσε τον Δεκέμβριο ότι δεν θα προσπαθήσει πλέον να προωθήσει νεοφυείς επιχειρήσεις σε ένα επιχειρηματικό κέντρο που διαθέτει, αλλά αντ’ αυτού θα επικεντρωθεί στην ενοικίαση του χώρου.
Απέδωσε την απόφαση στις οικονομικές πιέσεις που δέχεται η πόλη. Οι δημοτικές αρχές βρίσκονται σε συνομιλίες με μια κινεζική μηχανική εταιρεία για να δημιουργήσει την έδρα της στη Γερμανία στο Ingolstadt και επιδιώκουν να προσελκύσουν περισσότερες κινεζικές επιχειρήσεις, δήλωσε ο δήμαρχος.
Στο Schweinfurt, την πόλη στα βόρεια, τοπικοί αξιωματούχοι εργάζονται για να προσελκύσουν την XPeng, έναν Κινέζο κατασκευαστή ηλεκτρικών οχημάτων, να κατασκευάσει εργοστάσιο στον χώρο μιας πρώην στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ.
«Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να αντικαταστήσουμε τη βιομηχανία αυτοκινήτων... Θα παραμείνει ο μεγαλύτερος οικονομικός τομέας εδώ», δήλωσε ο Christian Lezel, πρώην δήμαρχος του Ingolstadt.
www.bankingnews.gr
Η αυτοκινητοβιομηχανία Audi, με έδρα κοντά στον ποταμό Δούναβη, συνεισέφερε περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στα ταμεία της πόλης μέσω του μητρικού ομίλου της, Volkswagen.
Ωστόσο, αυτές οι εισροές έχουν σταματήσει εδώ και πάνω από έναν χρόνο.
Τον Νοέμβριο, η Audi ανέφερε μείωση 91% στα λειτουργικά της κέρδη για το τρίμηνο που έληξε τον Σεπτέμβριο, ενώ έχει προχωρήσει σε χιλιάδες απολύσεις.
Οι δραστηριότητές της στην Κίνα, όπου η κορυφαία γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία συνήθιζε να πραγματοποιεί μεγάλο μέρος από τις πωλήσεις της και ακόμα μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη της, συρρικνώθηκαν κατά 25% τους εννέα μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2024, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι Κινέζοι κατασκευαστές, τους οποίους κάποτε οι Δυτικοί περιγελούσαν και χαρακτήριζαν πρωτόγονους, έχουν μετατραπεί σε ισχυρούς ανταγωνιστές, αποσπώντας μερίδια αγοράς τόσο εντός όσο και εκτός Κίνας.
Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στη Χώρα του Δράκου και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από εκεί έχουν υπονομεύσει τη γερμανική βιομηχανία.
Σε συνδυασμό με την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και την απειλή νέων δασμών στο εμπόριο, οι προοπτικές είναι ζοφερές.
Μοιραία οι Γερμανοί κατασκευαστές και οι προμηθευτές τους ανακοίνωσαν δεκάδες χιλιάδες απολύσεις.
Η γερμανική μεταποίηση, η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, συρρικνώνεται σταθερά εδώ και επτά χρόνια, ενώ η γερμανική οικονομία, συνολικά, έχει συρρικνωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, καταγράφοντας, σύμφωνα με τη γερμανική ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία, τη δεύτερη συνεχόμενη ετήσια ύφεση από το 1951.
Το ΑΕΠ έχει παραμείνει σχεδόν στάσιμο από το 2019, πριν από την πανδημία Covid-19 - η μεγαλύτερη περίοδος στασιμότητας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναμένουν ότι θα στασιμότητα θα συνεχιστεί και φέτος.
Η Αμερική, που πρόσφατα λειτουργούσε ως βαλβίδα αποσυμφόρησης, πιθανότατα δεν θα προσφέρει λύση: Ο Πρόεδρος Trump απειλεί να διαταράξει το παγκόσμιο εμπόριο με μια σειρά δασμών που θα αυξήσουν τα εμπόδια στην αγορά των ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας.
Για τους Γερμανούς, που θα εκλέξουν νέο κοινοβούλιο τον επόμενο μήνα, αυτή η περίοδος είναι τόσο τρομακτική όσο αυτή των μέσων της δεκαετίας του 2000, όταν η ανεργία έφτασε στο 12% - ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.
Εκείνη την εποχή, το Βερολίνο προχώρησε σε αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο σύστημα πρόνοιας, που ενθάρρυναν την απασχόληση, ενώ περιόρισε το κόστος των επιχειρήσεων και ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, ανοίγοντας τον δρόμο για δύο δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης.
Οι οικονομολόγοι λένε ότι η τρέχουσα κρίση είναι χειρότερη, επειδή θέτει υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια του εξαγωγικού οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας.
Στην προηγούμενη ύφεση, η κινεζική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό περίπου 10% ή και περισσότερο ετησίως, απορροφώντας προϊόντα και τροφοδοτώντας το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία.
Σήμερα, αναπτύσσεται με τον μισό ρυθμό, ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου οι παγκόσμιες εμπορικές ροές έχουν σταματήσει.
Χωρίς αγορές εξαγωγών με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, το γερμανικό μοντέλο «είναι νεκρό», λέει ο Jacob Kierkegaard, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, λίγοι πολιτικοί επικεντρώνονται στις μεγάλες αλλαγές που, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, απαιτούνται.
Οι Γερμανοί «δεν θέλουν να κοιτάξουν το πρόβλημα κατάματα.
Πιστεύουν ακόμη ότι είναι μια παροδική δυσκολία, που μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως συνήθως, σταδιακά» λέει ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας. «Δεν νομίζω ότι αυτό θα αρκέσει».
Η χώρα, με 83 εκατομμύρια κατοίκους, εξελίχθηκε στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο κατασκευάζοντας και εξάγοντας προϊόντα μηχανικής -αυτοκίνητα, ρομπότ, τρένα, μηχανήματα εργοστασίων- που άλλοι ήθελαν να αγοράσουν.
Τώρα, ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στα προϊόντα «Made in Germany» και η Γερμανία δεν έχει Σχέδιο Β.
«Κακομαθημένοι για πολλά χρόνια»
Μέχρι πρόσφατα, οι επιπτώσεις από αυτήν τη βραδεία οικονομική κρίση περιορίζονταν σε άρθρα εφημερίδων και δημοσιεύσεις οικονομικών στοιχείων, με ελάχιστο αντίκτυπο στις ζωές των ψηφοφόρων. Φέτος, η κρίση έγινε πολιτικό ζήτημα.
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η οικονομία είναι η μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, ξεπερνώντας τη μετανάστευση, την ασφάλεια και την κλιματική αλλαγή.
Η απερχόμενη κυβέρνηση του καγκελαρίου Scholz είναι η πιο αντιδημοφιλής από το 1949.
Οι περισσότεροι πολιτικοί επικεντρώνονται στο πώς να τροποποιήσουν και να βελτιώσουν το υφιστάμενο εξαγωγικό, βιομηχανικό οικονομικό μοντέλο.
Νέες ιδέες για την ενίσχυση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, την αύξηση του εμπορίου εντός Ευρώπης ή το άνοιγμα σε ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς, όπως η τεχνολογία ή οι υπηρεσίες, είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Ο Scholz, του οποίου ο κυβερνητικός συνασπισμός κατέρρευσε τον Νοέμβριο λόγω εντάσεων για την οικονομική πολιτική, έχει πιέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να υπογράψει νέες εμπορικές συμφωνίες.
Ο κεντροδεξιός Friedrich Merz, ο οποίος είναι τώρα το φαβορί για να διαδεχθεί τον Scholz, επιθυμεί χαμηλότερους φόρους και λιγότερους κανονισμούς για τους κατασκευαστές.
«Δεν βλέπω καμία σοβαρή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη ενός νέου οικονομικού μοντέλου» δήλωσε ο Jens Zydekum, οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Düsseldorf.
«Βραχυπρόθεσμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το πώς να αντιμετωπιστεί τακτικά η κατάσταση, π.χ.: “Αν ο Trump επιβάλει δασμούς, τότε θα πάμε να κατασκευάσουμε αυτοκίνητα εκεί”».
Η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία έχει μειωθεί κατά 15% από το 2018, ενώ ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον βιομηχανικό τομέα έχει μειωθεί κατά 3%.
Οι κατασκευαστές στη μεταλλουργική και ηλεκτρολογική βιομηχανία της Γερμανίας, που επιβαρύνονται από το κόστος, θα μπορούσαν να απολύσουν έως και 300.000 εργαζομένους μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, δήλωσε ο Stefan Wolf, πρόεδρος ενός λόμπι του κλάδου.
«Η αποβιομηχάνιση είναι σε πλήρη εξέλιξη» είπε ο Wolf, προσθέτοντας ότι επενδυτικά κεφάλαια πάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ έφυγαν από τη Γερμανία από το 2021.
Το εμπόριο αγαθών είναι πιο κρίσιμο για την οικονομία της Γερμανίας απ’ ό,τι είναι το πετρέλαιο για το Τέξας ή η τεχνολογία για την Καλιφόρνια - μια υπερβολική εξάρτηση που είναι αποτέλεσμα δεκαετιών κυβερνητικής πολιτικής που στήριζε τη βιομηχανία εξαγωγών, ενώ δημιουργούσε εμπόδια για επενδύσεις σε νέους τομείς, όπως η πληροφορική ή οι υποδομές της χώρας.
Οι εξαγωγές υποστηρίζουν περίπου μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας στη Γερμανία.
Περισσότερα από τα δύο τρίτα των αυτοκινήτων που παράγονται στη Γερμανία εξάγονται.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ της Γερμανίας διπλασιάστηκε, φτάνοντας το 43% του ΑΕΠ - τέσσερις φορές το μερίδιο στις ΗΠΑ και διπλάσιο από αυτό της Κίνας.
Τώρα που η καρδιά της γερμανικής οικονομίας -ο εκτεταμένος τομέας αυτοκινήτων- αντιμετωπίζει δυσκολίες, ο πόνος εξαπλώνεται.
Στο Schweinfurt, μια πρώην αμερικανική στρατιωτική πόλη βόρεια του Ingolstadt, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία Schaeffler έκαναν απεργία στα τέλη του περασμένου έτους για να διαμαρτυρηθούν για σχέδια περικοπής έως και 700 θέσεων εργασίας.
Η ZF Friedrichshafen, άλλη μια προμηθευτική εταιρεία, συμφώνησε τον Νοέμβριο να μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων κατά 7% για να σώσει θέσεις εργασίας, ενώ ξεκίνησε να μειώνει 14.000 θέσεις σε όλη τη χώρα.
Το συνδικάτο IG Metall έχει προειδοποιήσει για χιλιάδες απολύσεις στην κεντρική βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας.
Για να καλύψει το έλλειμμα στο Ingolstadt, ο Scharpf, ο δήμαρχος, αύξησε τα τέλη για τα μουσεία, τους χώρους στάθμευσης και τα λεωφορεία, και διέταξε το κούρεμα των δημόσιων γκαζόν να γίνεται λιγότερο συχνά.
Επίσης, εξετάζει την αύξηση των φόρων ακινήτων και περαιτέρω περικοπές δαπανών.
«Δεν μπορείς απλώς να αντικαταστήσεις μια εταιρεία με 40.000 υπαλλήλους» είπε ο Scharpf.
Η εταιρεία είναι παντού στην πόλη: Χορηγεί την τοπική ομάδα χόκεϊ, το ποδοσφαιρικό στάδιο και πολλά πολιτιστικά γεγονότα.
Η άνθηση της Audi
Καμία άλλη πόλη στη Βαυαρία δεν αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα όσο το Ingolstadtτις τελευταίες δεκαετίες, τροφοδοτούμενη από τη βιομηχανία αυτοκινήτων.
Ο πληθυσμός της αυξήθηκε περίπου κατά 50% από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Η πόλη δημιούργησε περιφερειακό δικαστήριο, κεντρική αστυνομική διεύθυνση, συνεδριακό κέντρο και ένα μεγάλο πανεπιστήμιο.
Σήμερα, σχεδόν οι μισές θέσεις εργασίας στο Ingolstadt είναι στη βιομηχανία αυτοκινήτων.
Πολλές από τις υπόλοιπες θέσεις παρέχουν υπηρεσίες στους εργαζομένους της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Λιγότερο από το 2% των εργαζομένων της πόλης απασχολείται στον τομέα της πληροφορικής.
«Πριν από δέκα χρόνια, λεγόταν ότι το Ingolstadt έπρεπε να μειώσει την εξάρτησή του από την Audi» είπε ο Stefan Koenig, πρώην αρχισυντάκτης εφημερίδας, που είναι υποψήφιος δήμαρχος στις τοπικές εκλογές του επόμενου μήνα.
Από τότε, έχει γίνει ελάχιστη πρόοδος, δήλωσε ο Koenig.
Η άνθηση της Audi ξεκίνησε πραγματικά τη δεκαετία του 1980 με την εισαγωγή του Quattro, ενός δημοφιλούς αυτοκινήτου.
Η εταιρεία υιοθέτησε το σλόγκαν Vorsprung durch Technik («Προβάδισμα μέσω της Τεχνολογίας»).
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εν μέσω οικονομικών αναταραχών μετά την ενοποίηση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι πολιτικοί αναζωογόνησαν το εξαγωγικό μοντέλο μειώνοντας φόρους και χαλαρώνοντας τις πολιτικές μισθών, μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, καθιστώντας τις γερμανικές εταιρείες πιο ανταγωνιστικές στο κόστος παραγωγής.
Η χώρα έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στον κόσμο από το 2003 έως το 2008, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Έκτοτε, διαδοχικές κρίσεις έβαλαν εμπόδια στη γερμανική εξαγωγική μηχανή.
Η πολιτική αντίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης έφερε τον μερκαντιλιστή Πρόεδρο Trump στην εξουσία το 2016.
Η πανδημία διέκοψε τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κινεζική επιθετικότητα στη Νότια Σινική Θάλασσα και η επίθεση της Hamas στο Ισραήλ επηρέασαν το διεθνές εμπόριο.
Στην Κίνα, μια κρίσιμη αγορά εξαγωγών της Γερμανίας, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί.
Και οι κινεζικές εταιρείες, φορτωμένες από τη ρευστότητα που παρέχουν οι κρατικές επιδοτήσεις, παράγουν περισσότερα από όσα μπορεί να απορροφήσει η εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τις εξαγωγές, που με τη σειρά τους πιέζουν τις γερμανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Το κόστος ενέργειας αποτελεί ένα ακόμη πρόβλημα. Η διακοπή των παραδόσεων φυσικού αερίου από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το κλείσιμο των τελευταίων πυρηνικών εργοστασίων και η ακριβή μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν εκτοξεύσει το κόστος στη Γερμανία σε επίπεδα 10 φορές υψηλότερα από αυτά στο Τέξας, σύμφωνα με τον Peter Huntsman, πρόεδρο και CEO της Huntsman Corp., μιας χημικής εταιρείας με έδρα το Τέξας και έσοδα 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που προμηθεύει αυτοκινητοβιομηχανίες στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της Audi.
Στο Ingolstadt, οι ενεργοβόροι κατασκευαστές πλήττονται σοβαρά.
Η MT Technologies, μια τοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1869, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης τον Νοέμβριο.
Ο Franz Schabmüller, CEO της Framos Holding, άλλης προμηθευτικής εταιρείας αυτοκινήτων με περίπου 1.200 εργαζομένους, είπε ότι είχε συνηθίσει σε ετήσια αύξηση εσόδων 10%-15% τη δεκαετία του 2010.
Πρόσφατα, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί και φέτος μπορεί να σταματήσει, καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες που προμηθεύει, όπως οι Audi, Volkswagen και Daimler, πωλούν λιγότερα αυτοκίνητα.
Η δεύτερη διακυβέρνηση Trump, είπε, προσθέτει αβεβαιότητες απειλώντας τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με δασμούς.
«Η ορατότητα είναι χαμηλότερη από ποτέ», δήλωσε ο Schabmüller.
Υστερούσες επενδύσεις
Επιχειρηματικά στελέχη αναφέρουν ότι η Γερμανία χάνει επενδύσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για νέες βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την Allianz, πάνω από το ένα τρίτο των βιομηχανικών επιχειρήσεων στη Γερμανία μειώνουν τις επενδύσεις σε βασικές διαδικασίες λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Τα δύο τρίτα δηλώνουν ότι η ανταγωνιστικότητά τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Η χώρα υστερεί σε τομείς όπως το λογισμικό και η τεχνητή νοημοσύνη.
Οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη ανήλθαν στο 3,1% του ΑΕΠ το 2022, σε σύγκριση με 3,6% στις ΗΠΑ και 5,2% στη Νότια Κορέα.
Δεκαετίες κρατικής υποεπένδυσης έχουν αφήσει τη Γερμανία με υποβαθμισμένες υποδομές και έναν στρατό που είναι σκιά του παρελθόντος του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Τον Μάιο, το IW, ένα οικονομικό ινστιτούτο που συνδέεται με τον επιχειρηματικό κόσμο, και το IMK, ένα think tank που ανήκει σε συνδικάτα, εκτίμησαν ότι η Γερμανία θα χρειαστεί 600 δισ. ευρώ επενδύσεων τα επόμενα 10 χρόνια για να καλύψει το επενδυτικό κενό, να εκσυγχρονίσει το εκπαιδευτικό της σύστημα, να διορθώσει τα δίκτυα μεταφορών, να αναβαθμίσει το δίκτυο ενέργειας και να ψηφιοποιήσει τη δημόσια διοίκηση.
Η Γερμανία χρειάζεται επίσης δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως μόνο για να διατηρήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ ή περισσότερο - μία από τις υποχρεώσεις της ως μέλος του ΝΑΤΟ.
Ο Trump έχει απαιτήσει από τη χώρα να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Οι Γερμανοί καταναλωτές, εν τω μεταξύ, είναι από τους πιο φορολογούμενους στον κόσμο.
Πέρυσι, ένας Γερμανός εργαζόμενος χωρίς παιδιά πλήρωνε κατά μέσο όρο το 47,9% του μικτού μισθού του σε φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Παράλληλα, οι Γερμανοί αποταμιεύουν το 20% του εισοδήματός τους από το δεύτερο τρίμηνο του 2024, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες πάνω από πριν την πανδημία.
«Αυτό είναι πρόβλημα, επειδή κάθε αύξηση της αποταμίευσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα αφαιρεί 25 δισ. ευρώ ζήτησης από την οικονομία», δήλωσε ο Rolf Birkle, επικεφαλής του τμήματος καταναλωτικού κλίματος στο Ινστιτούτο Αποφάσεων Αγοράς της Νυρεμβέργης, που συντάσσει τον βασικό δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Γερμανίας.
Μεγάλο μέρος αυτών των αποταμιεύσεων παραμένει σε τραπεζικούς λογαριασμούς και, με τα κατάλληλα κίνητρα, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για παραγωγικές επενδύσεις.
Ένα άλλο εμπόδιο είναι οι συνταγματικοί περιορισμοί στις κρατικές δαπάνες και το δημόσιο χρέος, που θα πρέπει να ξεπεραστούν μέσω του κοινοβουλίου.
Η τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία αγνοεί σε μεγάλο βαθμό αυτές τις ιδέες.
Μη δημοφιλή μέτρα, όπως περικοπές στο κοινωνικό κράτος που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν κεφάλαια για επείγουσες επενδύσεις, δεν συζητούνται σχεδόν καθόλου.
Αντίθετα, οι περισσότεροι πολιτικοί υπερασπίζονται το status quo.
«Νομίζω ότι η κορυφαία προτεραιότητα για τη Γερμανία και την Ευρώπη είναι να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ανοιχτά τα εμπορικά κανάλια», δήλωσε ο Janik Biri, οικονομολόγος και βουλευτής του κεντροδεξιού CDU του Merz.
«Θα χάσουμε μερίδιο αγοράς στην Κίνα, αλλά η αγορά εξακολουθεί να αναπτύσσεται, οπότε δεν θα την απέκλεια», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι η ισχυρή ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα μπορούσε να αντισταθμίσει τους δασμούς του Trump.
Ακόμα και τα νεοεμφανιζόμενα αντισυστημικά κόμματα που ευδοκίμησαν αμφισβητώντας παλαιές συναινέσεις παραμένουν προσκολλημένα στις παραδοσιακές οικονομικές πολιτικές.
«Αν ρωτάτε για το σχέδιο Β, η άποψή μου είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο σχέδιο Α» δήλωσε ο Viața-Eric Holm, βουλευτής και ειδικός οικονομικών της δεξιάς AfD, η οποία αναμένεται να αναδειχθεί ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο επόμενο γερμανικό κοινοβούλιο.
«Το επιχειρηματικό μας μοντέλο λειτούργησε πολύ καλά, όταν είχαμε χαμηλότερο ενεργειακό κόστος» είπε ο Holm.
Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση αυτού του κόστους και στην περικοπή των περιβαλλοντικών κανονισμών για τις επιχειρήσεις, πρόσθεσε.
Στο Ingolstadt, ο δήμαρχος άνοιξε το 2023 ένα τεχνολογικό πάρκο 150 στρεμμάτων νότια της πόλης, στον χώρο ενός πρώην διυλιστηρίου, ελπίζοντας να δημιουργήσει μια βαυαρική Silicon Valley.
Μοναδικοί σημαντικοί ενοικιαστές του πάρκου μέχρι στιγμής; Η Audi και η Cariad, ο προβληματικός βραχίονας λογισμικού της Volkswagen.
Το δημοτικό συμβούλιο δήλωσε τον Δεκέμβριο ότι δεν θα προσπαθήσει πλέον να προωθήσει νεοφυείς επιχειρήσεις σε ένα επιχειρηματικό κέντρο που διαθέτει, αλλά αντ’ αυτού θα επικεντρωθεί στην ενοικίαση του χώρου.
Απέδωσε την απόφαση στις οικονομικές πιέσεις που δέχεται η πόλη. Οι δημοτικές αρχές βρίσκονται σε συνομιλίες με μια κινεζική μηχανική εταιρεία για να δημιουργήσει την έδρα της στη Γερμανία στο Ingolstadt και επιδιώκουν να προσελκύσουν περισσότερες κινεζικές επιχειρήσεις, δήλωσε ο δήμαρχος.
Στο Schweinfurt, την πόλη στα βόρεια, τοπικοί αξιωματούχοι εργάζονται για να προσελκύσουν την XPeng, έναν Κινέζο κατασκευαστή ηλεκτρικών οχημάτων, να κατασκευάσει εργοστάσιο στον χώρο μιας πρώην στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ.
«Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να αντικαταστήσουμε τη βιομηχανία αυτοκινήτων... Θα παραμείνει ο μεγαλύτερος οικονομικός τομέας εδώ», δήλωσε ο Christian Lezel, πρώην δήμαρχος του Ingolstadt.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών