Τα φορολογικά συστήματα που έχουν σχεδιαστεί γύρω από το εισόδημα και την κατανάλωση δυσκολεύονται να συλλάβουν τον πλούτο, ενώ οι δισεκατομμυριούχοι είναι εξαιρετικά ευέλικτοι
Όταν το περιοδικό Forbes δημοσίευσε το 1987 για πρώτη φορά τη λίστα με τους δισεκατομμυριούχους, περιλάμβανε μόλις 140 ονόματα.
Η έκδοση του 2025 περιλάμβανε περισσότερους από 3.000 ανθρώπους, με συνολική περιουσία ύψους 16 τρισ. δολαρίων.
Ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η άνοδος της Κίνας και τρεις δεκαετίες πληθωρισμού, πρόκειται για μια εντυπωσιακή αύξηση τόσο σε αριθμούς όσο και σε αξίες• η καθαρή περιουσία του Elon Musk, ο οποίος ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο τον Απρίλιο του 2025, εκτιμήθηκε στα 342 δισ. δολάρια — έναντι 295 δισ. δολαρίων για ολόκληρη την τάξη του 1987.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μέση περιουσία του κορυφαίου 0,0001% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά μέσο όρο 7,1% ετησίως μεταξύ 1987 και 2024, σε σύγκριση με 3,2% για τον μέσο ενήλικα, σύμφωνα με τον Gabriel Zucman, καθηγητή Οικονομικών στο Paris School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ.
«Η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι να γίνει κάτι με τους υπερ-πλούσιους», λέει ο Zucman.
«Όχι μόνο είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον πλανήτη, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι κι αυτοί που πληρώνουν τους λιγότερους φόρους», προσθέτει.
Όμως, όταν πρόκειται για τη φορολόγηση των πλουσίων, η επίτευξη του στόχου «να μαδηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα φτερά με τον λιγότερο θόρυβο», σύμφωνα με την αναλογία του Jean-Baptiste Colbert για το μάδημα της χήνας, αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη.
Οι φόροι εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, μαζί με τους φόρους κατανάλωσης, τείνουν να αποτελούν τις κύριες πηγές εσόδων στις ανεπτυγμένες χώρες.
Ωστόσο, δεν αγγίζουν τον κεφαλαιακό πλούτο των υπερ-πλουσίων, που συχνά είναι συγκεντρωμένος σε ακίνητα, επενδύσεις ή μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων.
Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή υψηλότερων φόρων στο κεφάλαιο σε έναν σχετικά μικρό αριθμό πολύ πλούσιων ατόμων συχνά οδηγεί σε αλλαγές στη συμπεριφορά τους, οι οποίες περιορίζουν ή ακόμη και μειώνουν τα έσοδα που τελικά συγκεντρώνονται.
Η αύξηση της φορολογίας στους μετρίως πλούσιους, που αποτελούν μια πολύ μεγαλύτερη και λιγότερο ευκίνητη ομάδα, συνήθως έχει συνέπειες στις κάλπες.
Η ιστορία των φόρων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου οι μισές χώρες του ΟΟΣΑ επέβαλαν έναν ετήσιο φόρο καθαρής περιουσίας στους πλουσιότερους κατοίκους τους.
Σήμερα, στην Ευρώπη μόνο η Ισπανία, η Νορβηγία και η Ελβετία διατηρούν φόρους επί της συνολικής καθαρής περιουσίας των ατόμων — και συγκεντρώνουν σχετικά μικρά ποσά.
«Δεδομένου ότι οι πλούσιοι είναι εξαιρετικά ευέλικτοι και δεν είναι δεμένοι με τη χώρα που δημιούργησε τον πλούτο τους, μπορούν να μετακινηθούν — και το κάνουν» λέει ο Pascal Saint-Amance, πρώην επικεφαλής φορολογίας στον ΟΟΣΑ.
«Υποψιάζομαι ότι αν ρωτούσατε τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους: “Πού είστε πιο αφοσιωμένοι: στη χώρα σας ή στα χρήματά σας;”, οι περισσότεροι θα έλεγαν: “Η αφοσίωσή μου είναι στα χρήματά μου”».
Ακόμη και οι χώρες που διατηρούν φόρους περιουσίας εξετάζουν το μέλλον τους.
Το ζήτημα αποτέλεσε σημείο αιχμής στην πρόσφατη εκλογική εκστρατεία της Νορβηγίας, με το κεντροδεξιό κόμμα της χώρας να δεσμεύεται ότι θα τον καταργήσει.
Η Ελβετία, που εδώ και χρόνια αποτελεί τόπο κατοικίας επιλογής για τους υπερ-πλούσιους, έχει θορυβήσει μερικούς από τους εύπορους κατοίκους της με τις συζητήσεις για έναν νέο φόρο κληρονομιάς.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο οι κυβερνήσεις των Εργατικών όσο και των Συντηρητικών έχουν αποδομήσει το καθεστώς «μη κατοίκου» (non-domiciled) που ίσχυε επί αιώνες, με αποτέλεσμα μερικές ηχηρές αποχωρήσεις, αν και τα πρώιμα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν ακόμη επιβεβαιώσει τους φόβους για μια μαζική έξοδο των non-dom.
Παράδεισοι
Ενώ κάποιες ανεπτυγμένες χώρες αναζητούν τρόπους να αντλήσουν περισσότερα φορολογικά έσοδα από τους εύπορους, άλλες στρώνουν το «κόκκινο χαλί».
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιταλία έχουν δει εισροή πλουσίων, ενώ στις ΗΠΑ, όπου οι φόροι στον πλούτο είναι ήδη σχετικά χαμηλοί, ο πρόεδρος Donald Trump ξεκίνησε ένα πρόγραμμα «χρυσής βίζας» ύψους 5 εκατ. δολαρίων.
«Η παροχή ελκυστικού φορολογικού συστήματος για τους πλουσίους γίνεται είδος εμπορεύματος για τις κυβερνήσεις» δηλώνει ο Saint-Amans, αντιπαραβάλλοντας την «κούρσα προς τα κάτω για την προσέλκυση των πλουσίων» με τις προσπάθειες του ΟΟΣΑ να μετριάσει τον διεθνή ανταγωνισμό στους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές.
Η τάση αυτή ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας μιας «αποσυνδεδεμένης ελίτ», προειδοποιεί, προσθέτοντας ότι οι δημοκρατίες με ανοιχτά σύνορα και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου είναι «πιο ευάλωτες» στον νομαδισμό υψηλού επιπέδου που προκύπτει, σε σύγκριση με πιο κατασταλτικά κράτη.
Ο León Fernando Del Canto, Ισπανός δικηγόρος με έδρα το Λονδίνο, έγραψε πρόσφατα στο Tax Journal ότι για τις περισσότερες δημοκρατικές κυβερνήσεις η επιλογή μεταξύ της φορολόγησης της ιδιωτικής περιουσίας και των περικοπών στις βασικές υπηρεσίες «δεν αποτελεί πλέον μόνο οικονομικό δίλημμα — είναι πολιτικός και ηθικός λογαριασμός».
«Η ιδέα ότι τα δίχτυα ασφαλείας για άτομα με αναπηρία ή ηλικιωμένους πρέπει να θυσιαστούν, ενώ τεράστιες αφορολόγητες περιουσίες παραμένουν άθικτες, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί».
Όταν οι πολιτικοί μιλούν για «φορολόγηση των πλουσίων» ή για το ότι οι εύποροι πρέπει να «πληρώσουν το δίκαιο μερίδιό τους», σπάνια διευκρινίζουν το συγκεκριμένο επίπεδο πλούτου που έχουν στο μυαλό τους.
Το ευρύ κοινό τείνει επίσης να θεωρεί ότι «οι πλούσιοι» είναι πάντα κάποιοι άλλοι, ποτέ οι ίδιοι.
Αξιόπιστα στοιχεία για τον πλούτο είναι δύσκολο να βρεθούν, κάτι που δυσχεραίνει τα υπουργεία Οικονομικών και τους συμβούλους τους να εκπονήσουν την απαιτούμενη ανάλυση κόστους-οφέλους για τη χάραξη ορθής πολιτικής.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δισεκατομμυριούχους και στους απλούς εκατομμυριούχους, οι οποίες, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στον τρόπο που οι κυβερνήσεις προσεγγίζουν το ζήτημα της φορολόγησής τους.
Όπως σημειώνει ένας αναλυτής: «Εξαρτάται αν μιλάμε για δισεκατομμυριούχους — ή για πολλούς ανθρώπους που είδαν την αξία των σπιτιών τους να αυξάνεται πολύ και που έχουν πιο μεγάλες συντάξεις σε σχέση με προηγούμενες ή επόμενες γενιές».
Τεχνικά μπορεί να είναι ευκολότερο να φορολογηθεί αυτή η ομάδα, καθώς τείνει να έχει περισσότερους δεσμούς με τη χώρα και είναι λιγότερο πιθανό να μετακινηθεί.
Αλλά «πολιτικά είναι πιο δύσκολο να στοχοποιηθεί αυτή η μεγαλύτερη ομάδα μεσοαστών baby boomers», προσθέτει ο αναλυτής.
«Είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί όλοι είναι υπέρ της προοδευτικής φορολογίας, αλλά ένα από τα προβλήματα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια», λέει ο John Barnett του Chartered Institute of Taxation.
«Σε ποιο σημείο το τελικό άχυρο σπάει την πλάτη της καμήλας;»

Αν και οι υπερ-πλούσιοι είναι πολιτικά ευκολότεροι στόχοι, έχουν τα περισσότερα κίνητρα να αποφύγουν τους φόρους, καθώς και πρόσβαση στους καλύτερους δικηγόρους και λογιστές.
Είναι επίσης εξαιρετικά ευέλικτοι• ο μεγιστάνας του χάλυβα Lakshmi Mittal, ο δισεκατομμυριούχος του τσιμέντου Nassef Sawiris και οι έμποροι τέχνης Iwan και Manuela Wirth συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που εγκατέλειψαν το Ηνωμένο Βασίλειο ή δήλωσαν πρόθεση να το κάνουν μετά τις αλλαγές στο καθεστώς non-dom.
Οι επικριτές των φόρων προειδοποιούν ότι μαζί με αυτούς μπορεί να φύγουν και οι δαπάνες και η φιλανθρωπία τους.
Οι φόροι εισοδήματος δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στη φορολόγηση αυτής της ομάδας, σύμφωνα με τον Zucman
Βάσει έρευνας που ηγήθηκε, βασισμένης σε φορολογικές δηλώσεις που κατατέθηκαν στην αμερικανική IRS, διαπίστωσε ότι οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί είχαν συνολικό πραγματικό φορολογικό συντελεστή 23,8% του εισοδήματος την περίοδο 2018–2020.
Αντίθετα, ο συντελεστής για τον ευρύτερο πληθυσμό των ΗΠΑ ήταν 30%, φθάνοντας έως 45% για τους εργαζόμενους με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Για την αντιμετώπιση αυτού, ο Zucman έχει υποστηρίξει έναν παγκόσμιο φόρο 2% ετησίως σε όσους διαθέτουν συνολική περιουσία άνω του 1 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων όπως ακίνητα, μετοχές και μεγάλες εταιρικές συμμετοχές.
«Δεν μπορείς να σκεφτείς πιο στοχευμένο μέτρο για να αυξήσεις τη φορολόγησή τους», λέει, προσθέτοντας ότι η πρόοδος στη φορολογική διαφάνεια, το τέλος του τραπεζικού απορρήτου και η ανταλλαγή οικονομικών πληροφοριών μεταξύ φορολογικών αρχών σημαίνουν ότι πλέον είναι πιο δύσκολο για τους πλούσιους να κρύψουν περιουσίες.
Η ιδέα συζητήθηκε στη G20 πέρυσι, αλλά δεν έλαβε την υποστήριξη όλων των μελών.
Ο Zucman ηγείται τώρα μιας καμπάνιας για να υιοθετηθεί η πρότασή του στη Γαλλία.
Η Norma Cohen, πρώην δημοσιογράφος των FT και νυν επίτιμη ερευνήτρια στο Queen Mary University του Λονδίνου, επισημαίνει ότι ιστορικά, οι φόροι επί της περιουσίας ήταν οι βασικές πηγές εσόδων για πολλές κυβερνήσεις.
Οι φόροι εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν «φαινόμενο του μέσου έως ύστερου 20ού αιώνα», στενά συνδεδεμένο με την εμφάνιση του κράτους πρόνοιας.
«Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν δεν υπήρχαν φορολογούμενοι εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο», λέει.
«Η Βρετανία φορολογούσε άλλα πράγματα: κληρονομιές, γη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιβολή δασμών».
Αλλά οι φορολογικοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στη φορολόγηση με βάση την περιουσία στη σύγχρονη εποχή είναι γεμάτη δυσκολίες: η διοίκηση και η επιβολή είναι απαιτητικές, ενώ ο ορισμός και η αποτίμηση του πλούτου —ιδίως περιουσιακών στοιχείων που δεν διαπραγματεύονται σε δημόσιες αγορές— δημιουργούν πρακτικά προβλήματα.
Ο David Sturrock, αναπληρωτής διευθυντής στο Institute for Fiscal Studies, προειδοποιεί ότι η φορολόγηση του πλούτου «θα αποθαρρύνει τη συσσώρευση περιουσίας» και αντιστρατεύεται τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να πείσουν περισσότερους πολίτες να αποταμιεύσουν και να επενδύσουν για το μέλλον.
«Αυτό που θέλεις να κάνεις είναι να αυξήσεις τα έσοδα με τρόπο που να μην στρεβλώνει και να μην αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα», προσθέτει.
Μία επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος με τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό είναι ο φόρος εξόδου.
Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία συγκαταλέγονται στις 14 χώρες του ΟΟΣΑ που φορολογούν τις μη πραγματοποιηθείσες υπεραξίες για όσους αλλάζουν φορολογική κατοικία, ενώ οι ΗΠΑ φορολογούν όσους εγκαταλείπουν την υπηκοότητα.
«Η φορολογική μετανάστευση συμβαίνει λιγότερο από όσο πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά συμβαίνει», λέει ο Arun Advani, διευθυντής του CenTax, δεξαμενής σκέψης με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick.
Αλλά, προσθέτει: «Είναι πολιτική επιλογή να τους αφήνεις να μεταναστεύουν χωρίς φόρους».
Έγγραφο εργασίας του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση κεφαλαίου φέτος συμφώνησε ότι οι φόροι εξόδου μπορούν να περιορίσουν τη διαρροή εσόδων και να αποθαρρύνουν τη μετανάστευση με κίνητρο τη φορολογία, αν και πρόσθεσε ότι αυτοί οι στόχοι πρέπει να ισορροπούν με άλλους σκοπούς πολιτικής, «όπως η προσέλκυση και η διατήρηση ταλέντων και επιχειρηματιών».
Μια χώρα πιο εξοικειωμένη στο να ισορροπεί τις ανάγκες του πληθυσμού της με εκείνες των περιπλανώμενων πλουσίων είναι η Ελβετία, η οποία εφαρμόζει το σύστημα forfait ή κατ’ αποκοπή φόρου για εύπορους ξένους που θέλουν να ζήσουν εκεί.
Οι πλούσιοι ξένοι μπορούν να επιλέξουν αυτήν τη βάση φορολόγησης, η οποία περιλαμβάνει εξατομικευμένες συμφωνίες με τις τοπικές αρχές σχετικά με το συνολικό ποσό φόρου που θα πληρώσουν για το εισόδημα και την περιουσία τους.
Για όσους δεν είναι επιλέξιμοι, όλες οι αρχές επιβάλλουν φόρο καθαρής περιουσίας βάσει του ισοζυγίου παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων μείον χρέη, με συντελεστές που κυμαίνονται από 0,1% έως 1%.
Οι χρήστες του συστήματος forfait δεν επιτρέπεται να εργάζονται στην Ελβετία, επομένως αυτό ταιριάζει περισσότερο σε όσους έχουν ήδη συσσωρεύσει περιουσίες, παρά σε ενεργούς επιχειρηματίες.
Οι φόροι στον πλούτο αποφέρουν εδώ περισσότερα από ό,τι σε άλλες χώρες, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 5% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Η Lisa Cornwell, επικεφαλής του τμήματος private client και family office της PwC στην Ελβετία, λέει ότι η χώρα «δεν είναι η φθηνότερη» για πλούσιους ξένους που θέλουν να μετακομίσουν, αλλά προσφέρει άλλα πλεονεκτήματα.
«Η Ελβετία είναι ιδιωτική, διακριτική», προσθέτει. «Μπορεί να πληρώσεις περισσότερα, αλλά υπάρχει ποικιλία πόλεων, είναι ασφαλής, καθαρή και όμορφη».
Το χρέος της χώρας είναι επίσης χαμηλό σε σχέση με το ΑΕΠ και οι πολίτες της απολαμβάνουν αξιοζήλευτο βιοτικό επίπεδο.
Ωστόσο, ακόμη και εδώ υπάρχει πίεση για μεταρρυθμίσεις.
Τον Νοέμβριο, η Ελβετία θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για την εισαγωγή ενός ομοσπονδιακού φόρου σε κληρονομιές και δωρεές άνω των 50 εκατ. ελβετικών φράγκων (63 εκατ. δολ.) επιπλέον των υφιστάμενων καντονικών φόρων.
Ο φόρος δεν θα περιλαμβάνει εξαίρεση για συζύγους ή άμεσους απογόνους.
Η πρόταση κατατέθηκε από ακροαριστερό κόμμα, αλλά φορολογικοί σύμβουλοι και δικηγόροι στη χώρα των Άλπεων προειδοποιούν ότι κάποιοι εύποροι ήδη φεύγουν σε απάντηση.
Άλλες χώρες, όπως τα ΗΑΕ και η Ιταλία, είναι πρόθυμες να τους υποδεχθούν.
Τα πρώτα δεν έχουν καθόλου προσωπικούς φόρους, ενώ η δεύτερη επιβάλλει ετήσιο πάγιο φόρο 200.000 ευρώ σε όσους επιδιώκουν φορολογική κατοικία στην Ιταλία.
Τέτοιες πρακτικές «δημιουργούν κάθε είδους προβλήματα και μεγάλα ζητήματα δικαιοσύνης», λέει ο Zucman, καθηγητής στην Paris School of Economics.
«Γιατί να επιτρέπεται σε ξένους δισεκατομμυριούχους να πληρώνουν λιγότερα, ενώ επωφελούνται από τις υποδομές και την πρόσβαση στις αγορές;»
Η Emma Chamberlain, Βρετανίδα φορολογική δικηγόρος που συμβουλεύει πλούσιες διεθνείς οικογένειες, λέει ότι «υπάρχει μια αίσθηση αγανάκτησης απέναντι στους πλούσιους» και μια δημοφιλής αντίληψη «ότι πρέπει απλώς να τους απομυζήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε».
Μεταρρύθμιση
Δεδομένης του αμφιλεγόμενου ζητήματος της φορολόγησης των πλουσίων, πολλοί ειδικοί θέλουν μεταρρύθμιση των υφιστάμενων επιβαρύνσεων σε περιουσιακά στοιχεία, δωρεές και κληρονομιές, καθώς και στα κεφαλαιακά κέρδη, πριν από την άμεση εφαρμογή νέων.
«Χρειαζόμαστε φόρο στον μεγάλο πλούτο; Η απάντησή μου είναι όχι, δεν χρειαζόμαστε» δήλωσε πρόσφατα σε ιστολόγιό του ο Richard Murphy, καθηγητής λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.
«Μια αλλαγή όχι μόνο θα χρειαστεί χρόνος για να εφαρμοστεί, αλλά θα υπάρξει και μια μακρά καμπύλη μάθησης μέχρι να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά».
Πρόσθεσε ότι θα ήταν πολύ ταχύτερο και ευκολότερο «να αλλάξουν οι συντελεστές, τα αφορολόγητα όρια και οι απαλλαγές στον πλούτο και τα κέρδη που ήδη δηλώνονται» στις βρετανικές φορολογικές αρχές.
Η Chamberlain σημειώνει ότι η αύξηση των συντελεστών ή η εύρεση νέων αντικειμένων φορολόγησης τείνει να οδηγεί σε «πολλή φοροαποφυγή», η οποία περιορίζει τα έσοδα που συγκεντρώνονται.
«Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο αν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούσε να υιοθετήσει ένα πιο θετικό αφήγημα... και απλώς να αποκλείσει πράγματα όπως ένας φόρος στον πλούτο, ένας φόρος εξόδου και περισσότερες αλλαγές στη φορολογία κληρονομιών», προσθέτει.
«Ο ελβετικός φόρος στον πλούτο λειτουργεί επειδή προβλέπει χαμηλούς συντελεστές».
Ωστόσο, για τις ευρωπαϊκές χώρες ειδικότερα, που αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δαπάνες υγείας και πρόνοιας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, το ζήτημα του ποιον και πώς θα φορολογήσουν δύσκολα θα εξαφανιστεί, όσο περίπλοκοι κι αν είναι οι μηχανισμοί.
Ο Cohen, από το Queen Mary University, προειδοποιεί ότι μέχρι το 2050, «το ποσοστό του πληθυσμού [του Ηνωμένου Βασιλείου] ηλικίας άνω των 65 ετών θα είναι περίπου 25%».
Με λιγότερους εργαζομένους να στηρίζουν περισσότερους συνταξιούχους, «χρειάζεται να βρούμε κάτι άλλο πέρα από τον φόρο εισοδήματος, αποκλειστικά λόγω της δημογραφικής αλλαγής».
Ο Daniel Bunn, πρόεδρος του Tax Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης στις ΗΠΑ, αναφέρει ότι «οι κυβερνήσεις έχουν χρόνο να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα, πιθανότατα μέσω [μειώσεων στις] δαπάνες — αν και οι κυβερνήσεις δεν απολαμβάνουν να το κάνουν αυτό».
Ο Stuart Adam, ανώτερος οικονομολόγος στο IFS, σημειώνει: «Αν καταφέρναμε να αυξήσουμε λίγο την οικονομική ανάπτυξη, αυτό θα έκανε τη ζωή πολύ πιο εύκολη [για τις κυβερνήσεις], καθώς η έλλειψη ανάπτυξης και η γήρανση του πληθυσμού καθιστούν τα πράγματα δυσκολότερα».
Ωστόσο, τα τεράστια περιουσιακά στοιχεία των πλουσίων παραμένουν ένας δελεαστικός στόχος, και ο Saint-Amans σχολιάζει ότι οι τάξεις των υπερ-πλουσίων είναι υψηλές ακόμη και σε ιστορικά επίπεδα.
«Οι άνθρωποι που θα κοιτάζουν πίσω σε αυτή την εποχή σε 100 χρόνια θα πουν: “Αυτοί οι άνθρωποι ήταν τρελοί, άφησαν έναν αριθμό ατόμων να γίνουν εξαιρετικά πλούσιοι, κατέχοντας όχι δισεκατομμύρια αλλά εκατοντάδες δισεκατομμύρια”», λέει. «Μερικοί άνθρωποι κατέχουν τον κόσμο και αυτό είναι λάθος.
Τροφοδοτεί τον λαϊκισμό, ο οποίος απλώς θα ενισχύσει την κατάσταση».
www.bankingnews.gr
Η έκδοση του 2025 περιλάμβανε περισσότερους από 3.000 ανθρώπους, με συνολική περιουσία ύψους 16 τρισ. δολαρίων.
Ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η άνοδος της Κίνας και τρεις δεκαετίες πληθωρισμού, πρόκειται για μια εντυπωσιακή αύξηση τόσο σε αριθμούς όσο και σε αξίες• η καθαρή περιουσία του Elon Musk, ο οποίος ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο τον Απρίλιο του 2025, εκτιμήθηκε στα 342 δισ. δολάρια — έναντι 295 δισ. δολαρίων για ολόκληρη την τάξη του 1987.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μέση περιουσία του κορυφαίου 0,0001% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά μέσο όρο 7,1% ετησίως μεταξύ 1987 και 2024, σε σύγκριση με 3,2% για τον μέσο ενήλικα, σύμφωνα με τον Gabriel Zucman, καθηγητή Οικονομικών στο Paris School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ.
«Η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι να γίνει κάτι με τους υπερ-πλούσιους», λέει ο Zucman.
«Όχι μόνο είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον πλανήτη, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι κι αυτοί που πληρώνουν τους λιγότερους φόρους», προσθέτει.
Όμως, όταν πρόκειται για τη φορολόγηση των πλουσίων, η επίτευξη του στόχου «να μαδηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα φτερά με τον λιγότερο θόρυβο», σύμφωνα με την αναλογία του Jean-Baptiste Colbert για το μάδημα της χήνας, αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη.
Οι φόροι εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, μαζί με τους φόρους κατανάλωσης, τείνουν να αποτελούν τις κύριες πηγές εσόδων στις ανεπτυγμένες χώρες.
Ωστόσο, δεν αγγίζουν τον κεφαλαιακό πλούτο των υπερ-πλουσίων, που συχνά είναι συγκεντρωμένος σε ακίνητα, επενδύσεις ή μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων.
Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή υψηλότερων φόρων στο κεφάλαιο σε έναν σχετικά μικρό αριθμό πολύ πλούσιων ατόμων συχνά οδηγεί σε αλλαγές στη συμπεριφορά τους, οι οποίες περιορίζουν ή ακόμη και μειώνουν τα έσοδα που τελικά συγκεντρώνονται.
Η αύξηση της φορολογίας στους μετρίως πλούσιους, που αποτελούν μια πολύ μεγαλύτερη και λιγότερο ευκίνητη ομάδα, συνήθως έχει συνέπειες στις κάλπες.
Η ιστορία των φόρων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου οι μισές χώρες του ΟΟΣΑ επέβαλαν έναν ετήσιο φόρο καθαρής περιουσίας στους πλουσιότερους κατοίκους τους.
Σήμερα, στην Ευρώπη μόνο η Ισπανία, η Νορβηγία και η Ελβετία διατηρούν φόρους επί της συνολικής καθαρής περιουσίας των ατόμων — και συγκεντρώνουν σχετικά μικρά ποσά.
«Δεδομένου ότι οι πλούσιοι είναι εξαιρετικά ευέλικτοι και δεν είναι δεμένοι με τη χώρα που δημιούργησε τον πλούτο τους, μπορούν να μετακινηθούν — και το κάνουν» λέει ο Pascal Saint-Amance, πρώην επικεφαλής φορολογίας στον ΟΟΣΑ.
«Υποψιάζομαι ότι αν ρωτούσατε τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους: “Πού είστε πιο αφοσιωμένοι: στη χώρα σας ή στα χρήματά σας;”, οι περισσότεροι θα έλεγαν: “Η αφοσίωσή μου είναι στα χρήματά μου”».
Ακόμη και οι χώρες που διατηρούν φόρους περιουσίας εξετάζουν το μέλλον τους.
Το ζήτημα αποτέλεσε σημείο αιχμής στην πρόσφατη εκλογική εκστρατεία της Νορβηγίας, με το κεντροδεξιό κόμμα της χώρας να δεσμεύεται ότι θα τον καταργήσει.
Η Ελβετία, που εδώ και χρόνια αποτελεί τόπο κατοικίας επιλογής για τους υπερ-πλούσιους, έχει θορυβήσει μερικούς από τους εύπορους κατοίκους της με τις συζητήσεις για έναν νέο φόρο κληρονομιάς.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο οι κυβερνήσεις των Εργατικών όσο και των Συντηρητικών έχουν αποδομήσει το καθεστώς «μη κατοίκου» (non-domiciled) που ίσχυε επί αιώνες, με αποτέλεσμα μερικές ηχηρές αποχωρήσεις, αν και τα πρώιμα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν ακόμη επιβεβαιώσει τους φόβους για μια μαζική έξοδο των non-dom.
Παράδεισοι
Ενώ κάποιες ανεπτυγμένες χώρες αναζητούν τρόπους να αντλήσουν περισσότερα φορολογικά έσοδα από τους εύπορους, άλλες στρώνουν το «κόκκινο χαλί».
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιταλία έχουν δει εισροή πλουσίων, ενώ στις ΗΠΑ, όπου οι φόροι στον πλούτο είναι ήδη σχετικά χαμηλοί, ο πρόεδρος Donald Trump ξεκίνησε ένα πρόγραμμα «χρυσής βίζας» ύψους 5 εκατ. δολαρίων.
«Η παροχή ελκυστικού φορολογικού συστήματος για τους πλουσίους γίνεται είδος εμπορεύματος για τις κυβερνήσεις» δηλώνει ο Saint-Amans, αντιπαραβάλλοντας την «κούρσα προς τα κάτω για την προσέλκυση των πλουσίων» με τις προσπάθειες του ΟΟΣΑ να μετριάσει τον διεθνή ανταγωνισμό στους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές.
Η τάση αυτή ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας μιας «αποσυνδεδεμένης ελίτ», προειδοποιεί, προσθέτοντας ότι οι δημοκρατίες με ανοιχτά σύνορα και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου είναι «πιο ευάλωτες» στον νομαδισμό υψηλού επιπέδου που προκύπτει, σε σύγκριση με πιο κατασταλτικά κράτη.
Ο León Fernando Del Canto, Ισπανός δικηγόρος με έδρα το Λονδίνο, έγραψε πρόσφατα στο Tax Journal ότι για τις περισσότερες δημοκρατικές κυβερνήσεις η επιλογή μεταξύ της φορολόγησης της ιδιωτικής περιουσίας και των περικοπών στις βασικές υπηρεσίες «δεν αποτελεί πλέον μόνο οικονομικό δίλημμα — είναι πολιτικός και ηθικός λογαριασμός».
«Η ιδέα ότι τα δίχτυα ασφαλείας για άτομα με αναπηρία ή ηλικιωμένους πρέπει να θυσιαστούν, ενώ τεράστιες αφορολόγητες περιουσίες παραμένουν άθικτες, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί».
Όταν οι πολιτικοί μιλούν για «φορολόγηση των πλουσίων» ή για το ότι οι εύποροι πρέπει να «πληρώσουν το δίκαιο μερίδιό τους», σπάνια διευκρινίζουν το συγκεκριμένο επίπεδο πλούτου που έχουν στο μυαλό τους.
Το ευρύ κοινό τείνει επίσης να θεωρεί ότι «οι πλούσιοι» είναι πάντα κάποιοι άλλοι, ποτέ οι ίδιοι.
Αξιόπιστα στοιχεία για τον πλούτο είναι δύσκολο να βρεθούν, κάτι που δυσχεραίνει τα υπουργεία Οικονομικών και τους συμβούλους τους να εκπονήσουν την απαιτούμενη ανάλυση κόστους-οφέλους για τη χάραξη ορθής πολιτικής.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δισεκατομμυριούχους και στους απλούς εκατομμυριούχους, οι οποίες, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στον τρόπο που οι κυβερνήσεις προσεγγίζουν το ζήτημα της φορολόγησής τους.
Όπως σημειώνει ένας αναλυτής: «Εξαρτάται αν μιλάμε για δισεκατομμυριούχους — ή για πολλούς ανθρώπους που είδαν την αξία των σπιτιών τους να αυξάνεται πολύ και που έχουν πιο μεγάλες συντάξεις σε σχέση με προηγούμενες ή επόμενες γενιές».
Τεχνικά μπορεί να είναι ευκολότερο να φορολογηθεί αυτή η ομάδα, καθώς τείνει να έχει περισσότερους δεσμούς με τη χώρα και είναι λιγότερο πιθανό να μετακινηθεί.
Αλλά «πολιτικά είναι πιο δύσκολο να στοχοποιηθεί αυτή η μεγαλύτερη ομάδα μεσοαστών baby boomers», προσθέτει ο αναλυτής.
«Είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί όλοι είναι υπέρ της προοδευτικής φορολογίας, αλλά ένα από τα προβλήματα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια», λέει ο John Barnett του Chartered Institute of Taxation.
«Σε ποιο σημείο το τελικό άχυρο σπάει την πλάτη της καμήλας;»

Αν και οι υπερ-πλούσιοι είναι πολιτικά ευκολότεροι στόχοι, έχουν τα περισσότερα κίνητρα να αποφύγουν τους φόρους, καθώς και πρόσβαση στους καλύτερους δικηγόρους και λογιστές.
Είναι επίσης εξαιρετικά ευέλικτοι• ο μεγιστάνας του χάλυβα Lakshmi Mittal, ο δισεκατομμυριούχος του τσιμέντου Nassef Sawiris και οι έμποροι τέχνης Iwan και Manuela Wirth συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που εγκατέλειψαν το Ηνωμένο Βασίλειο ή δήλωσαν πρόθεση να το κάνουν μετά τις αλλαγές στο καθεστώς non-dom.
Οι επικριτές των φόρων προειδοποιούν ότι μαζί με αυτούς μπορεί να φύγουν και οι δαπάνες και η φιλανθρωπία τους.
Οι φόροι εισοδήματος δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στη φορολόγηση αυτής της ομάδας, σύμφωνα με τον Zucman
Βάσει έρευνας που ηγήθηκε, βασισμένης σε φορολογικές δηλώσεις που κατατέθηκαν στην αμερικανική IRS, διαπίστωσε ότι οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί είχαν συνολικό πραγματικό φορολογικό συντελεστή 23,8% του εισοδήματος την περίοδο 2018–2020.
Αντίθετα, ο συντελεστής για τον ευρύτερο πληθυσμό των ΗΠΑ ήταν 30%, φθάνοντας έως 45% για τους εργαζόμενους με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Για την αντιμετώπιση αυτού, ο Zucman έχει υποστηρίξει έναν παγκόσμιο φόρο 2% ετησίως σε όσους διαθέτουν συνολική περιουσία άνω του 1 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων όπως ακίνητα, μετοχές και μεγάλες εταιρικές συμμετοχές.
«Δεν μπορείς να σκεφτείς πιο στοχευμένο μέτρο για να αυξήσεις τη φορολόγησή τους», λέει, προσθέτοντας ότι η πρόοδος στη φορολογική διαφάνεια, το τέλος του τραπεζικού απορρήτου και η ανταλλαγή οικονομικών πληροφοριών μεταξύ φορολογικών αρχών σημαίνουν ότι πλέον είναι πιο δύσκολο για τους πλούσιους να κρύψουν περιουσίες.
Η ιδέα συζητήθηκε στη G20 πέρυσι, αλλά δεν έλαβε την υποστήριξη όλων των μελών.
Ο Zucman ηγείται τώρα μιας καμπάνιας για να υιοθετηθεί η πρότασή του στη Γαλλία.
Η Norma Cohen, πρώην δημοσιογράφος των FT και νυν επίτιμη ερευνήτρια στο Queen Mary University του Λονδίνου, επισημαίνει ότι ιστορικά, οι φόροι επί της περιουσίας ήταν οι βασικές πηγές εσόδων για πολλές κυβερνήσεις.
Οι φόροι εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν «φαινόμενο του μέσου έως ύστερου 20ού αιώνα», στενά συνδεδεμένο με την εμφάνιση του κράτους πρόνοιας.
«Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν δεν υπήρχαν φορολογούμενοι εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο», λέει.
«Η Βρετανία φορολογούσε άλλα πράγματα: κληρονομιές, γη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιβολή δασμών».
Αλλά οι φορολογικοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στη φορολόγηση με βάση την περιουσία στη σύγχρονη εποχή είναι γεμάτη δυσκολίες: η διοίκηση και η επιβολή είναι απαιτητικές, ενώ ο ορισμός και η αποτίμηση του πλούτου —ιδίως περιουσιακών στοιχείων που δεν διαπραγματεύονται σε δημόσιες αγορές— δημιουργούν πρακτικά προβλήματα.
Ο David Sturrock, αναπληρωτής διευθυντής στο Institute for Fiscal Studies, προειδοποιεί ότι η φορολόγηση του πλούτου «θα αποθαρρύνει τη συσσώρευση περιουσίας» και αντιστρατεύεται τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να πείσουν περισσότερους πολίτες να αποταμιεύσουν και να επενδύσουν για το μέλλον.
«Αυτό που θέλεις να κάνεις είναι να αυξήσεις τα έσοδα με τρόπο που να μην στρεβλώνει και να μην αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα», προσθέτει.
Μία επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος με τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό είναι ο φόρος εξόδου.
Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία συγκαταλέγονται στις 14 χώρες του ΟΟΣΑ που φορολογούν τις μη πραγματοποιηθείσες υπεραξίες για όσους αλλάζουν φορολογική κατοικία, ενώ οι ΗΠΑ φορολογούν όσους εγκαταλείπουν την υπηκοότητα.
«Η φορολογική μετανάστευση συμβαίνει λιγότερο από όσο πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά συμβαίνει», λέει ο Arun Advani, διευθυντής του CenTax, δεξαμενής σκέψης με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick.
Αλλά, προσθέτει: «Είναι πολιτική επιλογή να τους αφήνεις να μεταναστεύουν χωρίς φόρους».
Έγγραφο εργασίας του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση κεφαλαίου φέτος συμφώνησε ότι οι φόροι εξόδου μπορούν να περιορίσουν τη διαρροή εσόδων και να αποθαρρύνουν τη μετανάστευση με κίνητρο τη φορολογία, αν και πρόσθεσε ότι αυτοί οι στόχοι πρέπει να ισορροπούν με άλλους σκοπούς πολιτικής, «όπως η προσέλκυση και η διατήρηση ταλέντων και επιχειρηματιών».
Μια χώρα πιο εξοικειωμένη στο να ισορροπεί τις ανάγκες του πληθυσμού της με εκείνες των περιπλανώμενων πλουσίων είναι η Ελβετία, η οποία εφαρμόζει το σύστημα forfait ή κατ’ αποκοπή φόρου για εύπορους ξένους που θέλουν να ζήσουν εκεί.
Οι πλούσιοι ξένοι μπορούν να επιλέξουν αυτήν τη βάση φορολόγησης, η οποία περιλαμβάνει εξατομικευμένες συμφωνίες με τις τοπικές αρχές σχετικά με το συνολικό ποσό φόρου που θα πληρώσουν για το εισόδημα και την περιουσία τους.
Για όσους δεν είναι επιλέξιμοι, όλες οι αρχές επιβάλλουν φόρο καθαρής περιουσίας βάσει του ισοζυγίου παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων μείον χρέη, με συντελεστές που κυμαίνονται από 0,1% έως 1%.
Οι χρήστες του συστήματος forfait δεν επιτρέπεται να εργάζονται στην Ελβετία, επομένως αυτό ταιριάζει περισσότερο σε όσους έχουν ήδη συσσωρεύσει περιουσίες, παρά σε ενεργούς επιχειρηματίες.
Οι φόροι στον πλούτο αποφέρουν εδώ περισσότερα από ό,τι σε άλλες χώρες, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 5% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Η Lisa Cornwell, επικεφαλής του τμήματος private client και family office της PwC στην Ελβετία, λέει ότι η χώρα «δεν είναι η φθηνότερη» για πλούσιους ξένους που θέλουν να μετακομίσουν, αλλά προσφέρει άλλα πλεονεκτήματα.
«Η Ελβετία είναι ιδιωτική, διακριτική», προσθέτει. «Μπορεί να πληρώσεις περισσότερα, αλλά υπάρχει ποικιλία πόλεων, είναι ασφαλής, καθαρή και όμορφη».
Το χρέος της χώρας είναι επίσης χαμηλό σε σχέση με το ΑΕΠ και οι πολίτες της απολαμβάνουν αξιοζήλευτο βιοτικό επίπεδο.
Ωστόσο, ακόμη και εδώ υπάρχει πίεση για μεταρρυθμίσεις.
Τον Νοέμβριο, η Ελβετία θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για την εισαγωγή ενός ομοσπονδιακού φόρου σε κληρονομιές και δωρεές άνω των 50 εκατ. ελβετικών φράγκων (63 εκατ. δολ.) επιπλέον των υφιστάμενων καντονικών φόρων.
Ο φόρος δεν θα περιλαμβάνει εξαίρεση για συζύγους ή άμεσους απογόνους.
Η πρόταση κατατέθηκε από ακροαριστερό κόμμα, αλλά φορολογικοί σύμβουλοι και δικηγόροι στη χώρα των Άλπεων προειδοποιούν ότι κάποιοι εύποροι ήδη φεύγουν σε απάντηση.
Άλλες χώρες, όπως τα ΗΑΕ και η Ιταλία, είναι πρόθυμες να τους υποδεχθούν.
Τα πρώτα δεν έχουν καθόλου προσωπικούς φόρους, ενώ η δεύτερη επιβάλλει ετήσιο πάγιο φόρο 200.000 ευρώ σε όσους επιδιώκουν φορολογική κατοικία στην Ιταλία.
Τέτοιες πρακτικές «δημιουργούν κάθε είδους προβλήματα και μεγάλα ζητήματα δικαιοσύνης», λέει ο Zucman, καθηγητής στην Paris School of Economics.
«Γιατί να επιτρέπεται σε ξένους δισεκατομμυριούχους να πληρώνουν λιγότερα, ενώ επωφελούνται από τις υποδομές και την πρόσβαση στις αγορές;»
Η Emma Chamberlain, Βρετανίδα φορολογική δικηγόρος που συμβουλεύει πλούσιες διεθνείς οικογένειες, λέει ότι «υπάρχει μια αίσθηση αγανάκτησης απέναντι στους πλούσιους» και μια δημοφιλής αντίληψη «ότι πρέπει απλώς να τους απομυζήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε».
Μεταρρύθμιση
Δεδομένης του αμφιλεγόμενου ζητήματος της φορολόγησης των πλουσίων, πολλοί ειδικοί θέλουν μεταρρύθμιση των υφιστάμενων επιβαρύνσεων σε περιουσιακά στοιχεία, δωρεές και κληρονομιές, καθώς και στα κεφαλαιακά κέρδη, πριν από την άμεση εφαρμογή νέων.
«Χρειαζόμαστε φόρο στον μεγάλο πλούτο; Η απάντησή μου είναι όχι, δεν χρειαζόμαστε» δήλωσε πρόσφατα σε ιστολόγιό του ο Richard Murphy, καθηγητής λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.
«Μια αλλαγή όχι μόνο θα χρειαστεί χρόνος για να εφαρμοστεί, αλλά θα υπάρξει και μια μακρά καμπύλη μάθησης μέχρι να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά».
Πρόσθεσε ότι θα ήταν πολύ ταχύτερο και ευκολότερο «να αλλάξουν οι συντελεστές, τα αφορολόγητα όρια και οι απαλλαγές στον πλούτο και τα κέρδη που ήδη δηλώνονται» στις βρετανικές φορολογικές αρχές.
Η Chamberlain σημειώνει ότι η αύξηση των συντελεστών ή η εύρεση νέων αντικειμένων φορολόγησης τείνει να οδηγεί σε «πολλή φοροαποφυγή», η οποία περιορίζει τα έσοδα που συγκεντρώνονται.
«Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο αν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούσε να υιοθετήσει ένα πιο θετικό αφήγημα... και απλώς να αποκλείσει πράγματα όπως ένας φόρος στον πλούτο, ένας φόρος εξόδου και περισσότερες αλλαγές στη φορολογία κληρονομιών», προσθέτει.
«Ο ελβετικός φόρος στον πλούτο λειτουργεί επειδή προβλέπει χαμηλούς συντελεστές».
Ωστόσο, για τις ευρωπαϊκές χώρες ειδικότερα, που αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δαπάνες υγείας και πρόνοιας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, το ζήτημα του ποιον και πώς θα φορολογήσουν δύσκολα θα εξαφανιστεί, όσο περίπλοκοι κι αν είναι οι μηχανισμοί.
Ο Cohen, από το Queen Mary University, προειδοποιεί ότι μέχρι το 2050, «το ποσοστό του πληθυσμού [του Ηνωμένου Βασιλείου] ηλικίας άνω των 65 ετών θα είναι περίπου 25%».
Με λιγότερους εργαζομένους να στηρίζουν περισσότερους συνταξιούχους, «χρειάζεται να βρούμε κάτι άλλο πέρα από τον φόρο εισοδήματος, αποκλειστικά λόγω της δημογραφικής αλλαγής».
Ο Daniel Bunn, πρόεδρος του Tax Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης στις ΗΠΑ, αναφέρει ότι «οι κυβερνήσεις έχουν χρόνο να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα, πιθανότατα μέσω [μειώσεων στις] δαπάνες — αν και οι κυβερνήσεις δεν απολαμβάνουν να το κάνουν αυτό».
Ο Stuart Adam, ανώτερος οικονομολόγος στο IFS, σημειώνει: «Αν καταφέρναμε να αυξήσουμε λίγο την οικονομική ανάπτυξη, αυτό θα έκανε τη ζωή πολύ πιο εύκολη [για τις κυβερνήσεις], καθώς η έλλειψη ανάπτυξης και η γήρανση του πληθυσμού καθιστούν τα πράγματα δυσκολότερα».
Ωστόσο, τα τεράστια περιουσιακά στοιχεία των πλουσίων παραμένουν ένας δελεαστικός στόχος, και ο Saint-Amans σχολιάζει ότι οι τάξεις των υπερ-πλουσίων είναι υψηλές ακόμη και σε ιστορικά επίπεδα.
«Οι άνθρωποι που θα κοιτάζουν πίσω σε αυτή την εποχή σε 100 χρόνια θα πουν: “Αυτοί οι άνθρωποι ήταν τρελοί, άφησαν έναν αριθμό ατόμων να γίνουν εξαιρετικά πλούσιοι, κατέχοντας όχι δισεκατομμύρια αλλά εκατοντάδες δισεκατομμύρια”», λέει. «Μερικοί άνθρωποι κατέχουν τον κόσμο και αυτό είναι λάθος.
Τροφοδοτεί τον λαϊκισμό, ο οποίος απλώς θα ενισχύσει την κατάσταση».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών