Καθώς ο κόσμος εισέρχεται στις τελευταίες εβδομάδες του 2025, το διεθνές περιβάλλον διαφέρει ριζικά από αυτό του 2024.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, οι συγκρούσεις παγκοσμίως έχουν αυξηθεί σε επίπεδα που θυμίζουν την αναταραχή στη Μέση Ανατολή στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η αντιπαράθεση Ισραήλ–Ιράν, οι συγκρούσεις Ταϊλάνδης - Καμπόντια και πιο πρόσφατα η κρίση ΗΠΑ - Βενεζουέλας - μαζί με τις προηγούμενες κρίσεις όπως ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας που ξεκίνησε το 2022 και η παρατεταμένη αναταραχή στη Myanmar—σχηματίζουν ένα παγκόσμιο σκηνικό όπου η γεωστρατηγική σταθερότητα αποδομείται ταχύτατα.
Οι διαδοχικές αυτές εστίες έντασης λειτουργούν ως «αποσπαστήρες» της διεθνούς προσοχής, απομακρύνοντας τα βλέμματα από την Ταϊβάν—ένα σημείο εξαιρετικής ευαισθησίας για την Κίνα.
Η Κίνα κινείται στο παρασκήνιο
Μετά τη νίκη του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές του 2024, ο Xi Jinping δήλωσε στις 31 Δεκεμβρίου 2024: «Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την πορεία της Κίνας προς την επανένωση με την Ταϊβάν». Η δήλωση αυτή δεν ήταν μια στιγμιαία τοποθέτηση αλλά αντανάκλαση μιας πάγιας στάσης. Ο Xi είχε επανειλημμένα επισημάνει στον Joe Biden ότι η Ταϊβάν αποτελεί ένα «γεμάτο όπλο» τοποθετημένο από τις ΗΠΑ δίπλα στην Κίνα—όπως η Σοβιετική Ένωση τοποθέτησε πυραύλους στην Κούβα κατά την κρίση του Κόλπου των Χοίρων.
Για το Πεκίνο, η απορρόφηση της Ταϊβάν θεωρείται ζωτικής σημασίας για την εθνική του ασφάλεια.
Παράλληλα, διεθνή μέσα ενημέρωσης εντόπισαν μεγάλης κλίμακας συγκέντρωση όπλων και στρατιωτικών δυνάμεων στην επαρχία Fujian, μόλις 130 χιλιόμετρα από την Ταϊβάν. Πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος Russia–Ukraine το 2022, το Πεκίνο είχε ήδη αρχίσει να βελτιώνει υποδομές και να αποθηκεύει σύγχρονα οπλικά συστήματα για μελλοντικές κρίσεις.
Κάθε κράτος που προετοιμάζει σημαντική στρατιωτική επιχείρηση χρειάζεται χρόνια επενδύσεων σε εφοδιαστικές αλυσίδες, οχυρώσεις και παραγωγή οπλισμού. Από το 2022, ενώ ο κόσμος ήταν απορροφημένος από πολλαπλές κρίσεις, η Κίνα είχε επαρκή χρόνο να ενισχύσει τις δυνατότητές της για μια πιθανή κίνηση κατά της Ταϊβάν.
Με τις ΗΠΑ να μην μπορούν να διαμοιράσουν απεριόριστες δυνάμεις σε κάθε σύγκρουση των συμμάχων τους, η συσσώρευση διεθνών εντάσεων από το 2022 και μετά αντικειμενικά διευκολύνει την Κίνα να προσεγγίσει τον βασικό της στόχο: την Ταϊβάν.
Οι κινήσεις των ΗΠΑ
Σύμφωνα με το Modern Diplomacy, παρά τη σταδιακή αποδυνάμωση του αμερικανικού διεθνούς ρόλου από τις αρχές του 21ου αιώνα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν μια σχετικά ισχυρή ηγετική θέση. Αξιωματούχοι και από τις δύο τελευταίες κυβερνήσεις θεωρούν πιθανό το ενδεχόμενο Κίνα να επιχειρήσει εισβολή στην Ταϊβάν έως το 2027.
Ο Joe Biden, παρότι αρχικά υποστήριζε τη μείωση των εντάσεων με την Κίνα, άσκησε μέγιστη πίεση στο Πεκίνο, προκαλώντας έκπληξη σε πολλούς ειδικούς.
Το 2024, η δημιουργία του τριμερούς σχήματος ΗΠΑ - Ιαπωνίας - Φιλιππίνες επιβεβαίωσε την αυξανόμενη ανησυχία των στρατηγικών σχεδιαστών για τις κινήσεις της Κίνας. Το σχήμα αυτό σχηματίζει ένα «τόξο» που περιορίζει τον κινεζικό επεκτατισμό και ενισχύει το οικοσύστημα συμμάχων των ΗΠΑ στην Ινδο-Ειρηνική.
Μετά την εκλογή Trump, η συνεργασία με την Ταϊβάν ενισχύθηκε περαιτέρω. Παρότι επέβαλε δασμούς και στην Ταϊβάν, η κίνηση αυτή λειτούργησε ως τρόπος ανάδειξης της γεωπολιτικής σημασίας της. Η αύξηση της επένδυσης της TSMC στις ΗΠΑ στα 165 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάρτιο του 2025 αποτελεί σαφή ένδειξη ενισχυμένης στήριξης προς την Ταϊβάν, έστω και έμμεσης.
Η βομβιστική επίθεση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της ισραηλινής επιχείρησης Operation Rising Lion τον Ιούνιο 2025 αποτέλεσε μήνυμα προς την Κίνα: οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να εμπλακούν στρατιωτικά όταν θεωρούν ότι απειλούνται τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Η επαναφορά της ονομασίας «Department of War» υποδήλωσε επίσης μια πιο επιθετική στάση προς πιθανές απειλές.
Πόσο πιθανή είναι μια σύγκρουση
Πλήθος αναλυτών εξετάζει το ενδεχόμενο μιας κινεζικής επιχείρησης κατά της Ταϊβάν.
Μια τέτοια σύγκρουση θα προκαλούσε ισχυρούς κραδασμούς στο παγκόσμιο σύστημα.
Σε περίπτωση κινεζικής επιτυχίας, το Πεκίνο θα αντιμετώπιζε εκτεταμένες κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Επιπλέον, χώρες του αμερικανικού «hub-and-spoke» συστήματος θα μπορούσαν να παρέμβουν ενεργά.
Η Ιαπωνία, υπό τη νέα πρωθυπουργό Sanae Takaichi, έκανε την πιο αυστηρή δήλωση: σε περίπτωση επίθεσης στην Ταϊβάν, η ίδια η Ιαπωνία «θα επηρεαστεί άμεσα», ενώ το ζήτημα άπτεται της «επιβίωσης» της χώρας. Η Ιαπωνία έχει πλέον ερμηνεύσει το σύνταγμά της με τρόπο που επιτρέπει την ανάπτυξη στρατευμάτων στο εξωτερικό για την υποστήριξη συμμάχων.
Σύμφωνα με έκθεση της RAND, οι χώρες που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση της Ταϊβάν μαζί με τις ΗΠΑ είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και η Ιαπωνία εντός 3–6 μηνών, δηλαδή κατά το πρώτο εξάμηνο του 2026.
Η πρόβλεψη αυτή ευθυγραμμίζεται με δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων αλλά και με τις μακροχρόνιες τοποθετήσεις του Xi Jinping περί «επανασύνδεσης έως το 2027».
Παρά το μικρό της μέγεθος, η Ταϊβάν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον ανταγωνισμό ΗΠΑ–Κίνας. Στο περιβάλλον των πολλαπλών παγκόσμιων συγκρούσεων, η Ταϊβάν μοιάζει με την «τελική πράξη» μιας αλληλουχίας κρίσεων.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναμένεται να εντείνουν την παρουσία τους στο νησί με διάφορους τρόπους, προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλεια ενός εταίρου που βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας τεχνολογίας και ασφάλειας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών