Τελευταία Νέα
Υγεία & Χρηστικά Νέα

Δυσανεξία στη λακτόζη

tags :
Δυσανεξία στη λακτόζη
H δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή ή/και έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου
Γράφουν οι:
Διονυσία Βουτσά, Κλινική Διαιτολόγος, Τμήμα Διαιτολογίας ΥΓΕΙΑ
Πολυξένη Μυλωνάκη-Κουτκιά, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Διευθύντρια Τμήματος Διαιτολογίας ΥΓΕΙΑ


H δυσανεξία (ή δυσαπορρόφηση) στη λακτόζη αφορά την κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο αδυνατεί να μεταβολίσει τη λακτόζη.
Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (υδατάνθρακας) που συναντάμε στο γάλα και στα προϊόντα του γάλακτος σε διάφορα ποσοστά.
Αυτή η αδυναμία οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή ή/και έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου.
Αν τα επίπεδα λακτάσης είναι χαμηλά έως ανύπαρκτα, η λακτόζη δεν διασπάται και οδηγείται αυτούσια στο παχύ έντερο.
Εκεί τα βακτήρια του παχέος εντέρου τη μετατρέπουν σε λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, με ταυτόχρονη παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα, υδρογόνου και μεθανίου).
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη αντιμετωπίζουν διάφορα δυσάρεστα συμπτώματα εξαιτίας της παραγωγής των παραπάνω αερίων, όπως ναυτία, δυσπεψία, φούσκωμα στο στομάχι, κοιλιακό πόνο ή κολικούς, αποβολή αερίων, ακόμη και διάρροια, μετά από κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων.
Τα επίπεδα λακτάσης που παράγονται στον οργανισμό τους σχετίζονται με τη σοβαρότητα και την ένταση των παραπάνω συμπτωμάτων.
Φαίνεται ότι τα περισσότερα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να ανεχθούν έως 6 γρ. λακτόζη.
Η σταδιακή αύξηση της προσλαμβανόμενης λακτόζης για περίπου τρεις μήνες μπορεί τελικά να οδηγήσει σε ανοχή 12 γρ. λακτόζης την ημέρα.
Για την αποφυγή των συμπτωμάτων συστήνεται τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη να αποφεύγουν την κατανάλωση προϊόντων με λακτόζη. Συγκεκριμένα, τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λακτόζη έχει το πλήρες γάλα (αγελαδινό ή κατσικίσιο), ενώ με τη μείωση των λιπαρών του γάλακτος αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λακτόζη.
Από τα προϊόντα γάλακτος που έχουν υποστεί ζύμωση, τα τυριά έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λακτόζη και άρα γίνονται καλύτερα ανεκτά.
Ωστόσο έχει σημασία η ωρίμανση του κάθε τυριού, καθώς με τη διαδικασία της ωρίμανσης η λακτόζη μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ, το οποίο δεν προκαλεί συμπτώματα. Αντίστοιχα το γιαούρτι, ως προϊόν ζύμωσης, συνήθως γίνεται καλύτερα ανεκτό από άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη.
Τέλος το κεφίρ, ένα γαλακτοκομικό προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από ζυμομύκητες (κόκκοι κεφίρ) του γάλακτος, λόγω της ζύμωσης της λακτόζης μπορεί να καταναλωθεί από άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη χωρίς τον φόβο των ενοχλητικών συμπτωμάτων. Επιπλέον, το κεφίρ, καθώς αποτελεί ένα φυσικό προβιοτικό προϊόν, ανακουφίζει από τα συμπτώματα της δυσανεξίας, βελτιώνει την απορρόφηση ασβεστίου και συμβάλλει στην καλή λειτουργία του πεπτικού.
Άλλα προϊόντα γάλακτος, όπως η κρέμα γάλακτος, η σαντιγί και το παγωτό, καθώς και παρασκευάσματα που τα περιέχουν συστήνεται να αποφεύγονται.
Προσοχή, ωστόσο, χρειάζεται στα προϊόντα του εμπορίου στα οποία χρησιμοποιούνται ως συστατικά ο ορός γάλακτος, η καζεΐνη, η λακταλβουμίνη και το γάλα σε σκόνη, γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η προσεκτική ανάγνωση των ετικετών στα τρόφιμα.
Τρόφιμα που δυνητικά αποτελούν πηγές λακτόζης είναι τα αρτοπαρασκευάσματα, όπως κέικ, ψωμί, μπισκότα, κουλουράκια, ντόνατς, βάφλες, τηγανίτες, κρέπες κ.ά., αλλά και τα: βούτυρο, βουτυρόγαλα, σοκολάτα, κρέμα γάλακτος, σούπες με βάση γάλα ή κρέμα γάλακτος, διάφορα επιδόρπια, όπως κρέμα καραμελέ, μους, σουφλέ σοκολάτας κ.ά., υποκατάστατα αυγών, ενεργειακά ποτά, μπάρες δημητριακών, χοτ ντογκ, στιγμιαία ποτά, πίτσα, επεξεργασμένα κρέατα, σος για σαλάτες, λουκάνικα, καρυκεύματα κ.ά.
Ένα άτομο με δυσανεξία στη λακτόζη έχει πλέον πολλές εναλλακτικές επιλογές, ώστε να μη στερηθεί τα θρεπτικά συστατικά του γάλακτος, όπως το ασβέστιο.
Εναλλακτικές επιλογές στην καθημερινή διατροφή αποτελούν το γάλα χωρίς λακτόζη, διάφορα φυτικά γάλατα, όπως σόγιας, αμυγδάλου, βρόμης, φουντουκιού, καρύδας, ρυζιού, σησαμιού κ.ά., και ροφήματα όπως το κεφίρ και το αριάνι.
Τέλος, εναλλακτικές πηγές ασβεστίου αποτελούν τα μικρά ψάρια που καταναλώνονται με τα κόκαλα (π.χ. γαύρος ή σαρδέλες), το μπρόκολο, τα αμύγδαλα, το σπανάκι, το τόφου, τα σύκα και τα φασόλια.

Image

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης