Η σφοδρότητα του τρίτου κύματος της πανδημίας αυξάνει την αβεβαιότητα σε σχέση με την αρχή της χρονιάς όταν τα θετικά νέα για τα εμβόλια και η ανθεκτικότητα που επέδειξε η οικονομία στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 -- με δύο συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση μετά την καταβύθιση του 2ου τρίμηνου του 2020 – προοιώνιζαν μια γραμμική πορεία βελτίωσης από τις αρχές του 2021.
Ωστόσο παρά την αβεβαιότητα και τη δικαιολογημένη κόπωση που τη συνοδεύει, είναι αδιαμφισβήτητη η ύπαρξη, αφενός, ισχυρών καταλυτών για ανάκαμψη από το 2ο τρίμηνο και αφετέρου, κινητήριων δυνάμεων που θα τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Οι εκτιμήσεις ότι η ελληνική οικονομία θα εισέλθει από φέτος σε μια διατηρήσιμη τροχιά ισχυρής ανάκαμψης βασίζονται κυρίως στους ακόλουθους παράγοντες που παράλληλα εγκλείουν και σημαντικές προκλήσεις:
• Στο σταθερά επιταχυνόμενο ρυθμό των εμβολιασμών, που τις τελευταίες μέρες υπερβαίνει σταθερά τους 55 χιλιάδες ημερησίως, αντιστοιχώντας σε δυναμική υλοποίησης τουλάχιστον 1,5 εκατομμυρίων εμβολιασμών το μήνα αυξάνοντας την πιθανότητα κάλυψης σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου. Πρόκληση συνιστά η μέγιστη δυνατή ανοσοποίηση του πληθυσμού με ενίσχυση του ποσοστού συμμετοχής σε νεότερες ηλικιακές ομάδες καθώς όσο μένει απροστάτευτο, με δική του επιλογή, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού – ειδικά σε οικονομικά ενεργές ηλικίες -- τόσο θα καθυστερεί η πλήρης άρση των περιορισμών και η ομαλοποίηση της οικονομικής λειτουργίας.
• Στην ισχυρή δημοσιονομική στήριξη που θα υπερβεί πιθανότατα το 8% του ΑΕΠ το 2021 η οποία συνδυάζει παρατεταμένη υποστήριξη στους πλέον πληττόμενους μαζί με στοχευμένα μέτρα που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα και την επιχειρηματικότητα.
Πρόκληση συνιστά ο συνδυασμός της απόσυρσης των έκτακτων μέτρων με παράλληλη εφαρμογή ή μονιμοποίηση δημοσιονομικών παρεμβάσεων τα επόμενα χρόνια που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα (μειωμένη και δικαιότερη φορολογική επιβάρυνση) και οι οποίες θα πρέπει να είναι συμβατές με τον αναγκαίο ισοσκελισμό του πρωτογενούς ισοζυγίου.
• Στο υψηλό επίπεδο επίπεδο αδρανούς ρευστότητας – που αντιστοιχεί σχεδόν στο 40% της αύξησης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά σχεδόν €21 δισ. το 2020 τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά - μέρος της οποίας θα κινητοποιηθεί για να χρηματοδοτήσει δαπάνες που έχουν ανασταλεί προσωρινά. Εδώ η πρόκληση έγκειται στην ταχεία άρση της αβεβαιότητας που θα επιτρέψει σε αυτή τη ρευστότητα να κυκλοφορήσει γρήγορα στην οικονομία μέσω δαπανών και νέων επενδύσεων.
• Στην επανεκκίνηση του τουρισμού ο οποίος ξεκινώντας από πολύ χαμηλή βάση αναμένεται να επανέλθει δυναμικά ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας το 2021.
Η ένταση της βελτίωσης θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα ελέγχου της πανδημίας -- τόσο εγχωρίως αλλά και στις βασικές μας τουριστικές αγορές -- σε συνδυασμό με την έγκαιρη και εναρμονισμένη εφαρμογή πρωτοκόλλων που θα διευκολύνουν τα ταξίδια και θα εμπεδώνουν ένα αίσθημα ασφάλειας.
Θεωρώ ότι αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να αφήσουμε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εικόνα μιας αξιόπιστης επιδημιολογικά χώρας που έχουμε επιτύχει, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται πρόσθετο οικονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα.
• Το τραπεζικό σύστημα επιταχύνει προς την άρση της τροχοπέδης των κόκκινων δανείων και επανεκκινεί από ισχυρή θέση ρευστότητας θέτοντας τις βάσεις για οργανική ισχυροποίηση της κεφαλαιακής του ισχύος.
Καλείται πλέον να επιταχύνει τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας συνεισφέροντας και στην πλήρη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η επιτυχής συνεργασία κράτους και τραπεζών το 2020 που οδήγησε στον υψηλότερο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης την τελευταία 11ετία – έστω και υπό την πίεση εκτάκτων συνθηκών – επιτρέπει την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων για τα επόμενα χρόνια.
• Το διεθνές περιβάλλον αναμένεται να είναι υποστηρικτικό με διατυπωμένη τη βούληση για διατήρηση υποστηρικτικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, για όσο χρειαστεί, και τις εκτιμήσεις για το ρυθμό ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας οικονομίας να αναθεωρούνται ανοδικά.
Ωστόσο το πολύ υψηλό επίπεδο ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, διεθνώς, που αφήνει πίσω της η κρίση και ενδεχόμενες στρεβλώσεις στην αποτίμηση του κινδύνου στις διεθνείς αγορές απαιτούν επαγρύπνηση.
• Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης εισάγει μία νέα εξαιρετικά θετική παράμετρο που δεν υπήρχε στη δύσκολη αναπτυξιακή εξίσωση πριν από ένα χρόνο.
Στην πλήρη του ανάπτυξη, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας -- με την προσδοκώμενη ενεργοποίηση άνω των 50 δις. χρηματοδοτικών πόρων και επενδύσεων -- μπορεί πραγματικά να επενεργήσει καταλυτικά αναστρέφοντας άνω του 50% της αποεπένδυσης που συντελέστηκε την προηγούμενη δεκαετία, δημιουργώντας ποιοτικές θέσεις εργασίας και αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Είναι σημαντικό ότι η διοχέτευση των πόρων επιδιώκεται να γίνει όχι ευκαιριακά αλλά με συγκριμένη στόχευση και να συνοδεύεται από ένα φιλόδοξο πλέγμα μεταρρυθμίσεων ενταγμένων σε μια ευρύτερη στρατηγική που έχει χαραχθεί εκ των έσω.
Αν και οι συνθήκες δεν επιτρέπουν εφησυχασμό -- με σοβαρό ακόμη το ενδεχόμενο απρόβλεπτων και επίμονων οικονομικών και κοινωνικών επιδράσεων από την υγειονομική κρίση οι οποίες θα μπορούσαν να επιμηκύνουν το «τελευταίο μίλι» πριν την έξοδο -- πεποίθηση μου είναι ότι οι θετικοί παράγοντες αργά ή γρήγορα θα επικρατήσουν.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας μοναδικής ευκαιρίας ώστε λέξεις και όροι που έχουν καταστεί κοινότυποι όπως «ανάκαμψη», «επανεκκίνηση», «ανταγωνιστικότητα», «ποιοτικές θέσεις εργασίας»
και δικαιολογημένα αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό και κόπωση από την ελληνική κοινωνία να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο μαραθώνιος τώρα αρχίζει.
Νίκος Σ. Μαγγίνας
Επικεφαλής Οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας
Δ/ντής Οικονομικής Ανάλυσης
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών