«Μεγάλη ευκαιρία» χαρακτηρίζει για την ελληνική οικονομία τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης η Nichola James, Co-head of Sovereign Ratings του καναδικού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar, προκρίνοντας ταυτόχρονα την τήρηση του μεταμνημονιακού προγράμματος εποπτείας των ευρωπαϊκών θεσμών όσο και τη σημασία της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων μέσω της αντιμετώπισης των διαχρονικών ανεπαρκειών του ελληνικού δημοσίου τομέα.
Την ίδια στιγμή, πιθανή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα προϋποθέτει δύο τινά:
α) Αποτελεσματική διαχείριση της πανδημικής κρίσης και β) επιτυχή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, σύμφωνα με τη Nichola James, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επηρεάζει αρνητικά την αξιολόγηση της Ελλάδας, ενώ πιθανή μείωσή τους θα αποτελέσει, σαφέστατα, credit positive.
H συνέντευξη της Nichola James της DBRS Morningstar στον Νίκο Μπαρτζελιώτη
Η Ελλάδα, κατά γενική παραδοχή, χρειάζεται δημόσιες επενδύσεις και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να επιτύχει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο θα λάβει τόσο επιχορηγήσεις όσο και δάνεια από την ΕΕ.
Μπορεί η οικονομία μας να αντέξει την ανάληψη νέου χρέους;
Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) μπορούν να υποστηρίξουν το κυβερνητικό σχέδιο για επενδύσεις και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αποτελούν δε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα ώστε να ενισχύσει τα θεμελιώδη μεγέθη της, ανακάμπτοντας από την κρίση και εξισορροπώντας τα δημόσια οικονομικά της.
Δεδομένων της στήριξης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των ευνοϊκών επιτοκίων που απολαμβάνει, πόσος δημοσιονομικός χώρος απομένει στην Ελλάδα;
Οι πολιτικές της ΕΚΤ υπήρξαν ιδιαίτερα υποστηρικτικές, καθώς οι ανάγκες χρηματοδότησης αυξήθηκαν σημαντικά μετά το «ξέσπασμα» της COVID-19.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ελλάδα εισήλθε στην τρέχουσα κρίση έχοντας αποκαταστήσει τα δημόσια οικονομικά της και έχοντας μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα, που παρείχαν στην κυβέρνηση επαρκή δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων.
Υπό ποιες προϋποθέσεις θα κατακτούσε η ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα;
Πιθανή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει δύο τινά:
α) Αποτελεσματική διαχείριση της πανδημικής κρίσης σε βαθμό τέτοιον ώστε η οικονομία να επιστρέψει σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
β) Επιτυχή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του προγράμματος της μεταμνημονιακής εποπτείας των ευρωπαϊκών θεσμών, στενή συνεργασία σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές προσπάθειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα και, φυσικά, συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Από την άλλη, όμως, η Ελλάδα θα μπορούσε να υποβαθμιστεί στην περίπτωση που συνεχίζει να έχει επίμονες αρνητικές οικονομικές αποδόσεις, εάν παρουσιάσει οπισθοδρόμηση ή επιβράδυνση σε σχέση με τις απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και εφόσον διαπιστωθεί έλλειψη προσπάθειας σε δημοσιονομικό επίπεδο.
Τέλος, αρνητικά θα μπορούσε να επιδράσει μια νέα αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας αντιμετώπιζε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει σαφή προβλήματα σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝPEs).
Ωστόσο, με τη βοήθεια του προγράμματος «Hρακλής II», αλλά και με τις προσπάθειες που καταβάλλονται από τις διοικήσεις των τραπεζών, ο δείκτης των NPEs αναμένεται να μειωθεί στη ζώνη του 5% με 10%.
Την ίδια στιγμή, ως γνωστόν, το χρέος ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ.
Ποιος από τους δύο παράγοντες επηρεάζει περισσότερο τις αξιολογήσεις σας σε ό,τι έχει να κάνει με την ελληνική οικονομία;
Αναμφίβολα, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επηρεάζει αρνητικά την αξιολόγηση της Ελλάδας.
Πιθανή μείωση των NPEs θα αποτελέσει, σαφέστατα, credit positive.
Ωστόσο, αυτός δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που επηρεάζει τις αξιολογήσεις μας.
Τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για την άμβλυνση των συνεπειών της πανδημικής κρίσης αναμένεται να αυξήσουν το έλλειμμα το 2020.
Επίσης, η επιδείνωση της απόδοσης στον κλάδο των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα του τουρισμού, συνέβαλε τα μέγιστα στη διόγκωση του ελλείμματος στα επίπεδα του -6,7% το 2020.
Η αργή ανάκαμψη του Τουρισμού, αναμφίβολα, θα επηρεάσει δυσμενώς το έλλειμμα και το 2021 – αν και αυτό το αρνητικό γεγονός θα αντισταθμιστεί από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει έλλειμμα της τάξης του 4,5% φέτος.
Οι δε καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, αντικατοπτρίζοντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημοσίου τομέα.
Τέλος, ο δείκτης χρέους αυξήθηκε πέρυσι λόγω των μέτρων αντιμετώπισης του κορωνοϊού και της συρρίκνωσης της οικονομίας (στο 202,4% του ΑΕΠ από 181% το 2019).
Βέβαια, η Ελλάδα ωφελείται από την ευνοϊκή δομή του χρέους της, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περίπου το 80%, με το μεγαλύτερο μέρος του να χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Επιπλέον, το χρέος έχει πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια: Περίπου 20 έτη από τον Δεκέμβριο του 2020.
Όλα τα παραπάνω λαμβάνονται υπόψη στις αξιολογήσεις μας.
Τι πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση για να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις;
Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και η μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των διαχρονικών ανεπαρκειών του δημοσίου τομέα και τη μείωση του υψηλού ρυθμιστικού φορτίου, είναι παράγοντες που θα μπορούσαν να φέρουν επενδύσεις στην Ελλάδα.
Νίκος Φ. Μπαρτζελιώτης
www.bankingnews.gr
DBRS Morningstar στο BN: Ευκαιρία για την Ελλάδα το Ταμείο Ανάκαμψης - Τηρήστε το μεταμνημονιακό πρόγραμμα
Συνέντευξη της Nichola James, Co-head of Sovereign Ratings της DBRS Morningstar, στο Bankingnews
Σχόλια αναγνωστών