
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης κάνει λόγο για βελτιωμένη ανθεκτικότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Στην αναβάθμιση των αξιολογήσεων για τις ελληνικές τράπεζες (Εθνική και Eurobank σε επενδυτική βαθμίδα) προχώρησε η Standard & Poor's, επικαλούμενη τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τους αλλά και την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνοντας όμως πως είναι σε σημείο καμπής.
Ειδικότερα, ο οίκος αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', με το outlook να είναι σταθερό.
Eπίσης, επιβεβαίωσε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Alpha Bank σε 'BB+/B' με σταθερό outlook, ενώ αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Τράπεζας Πειραιώς σε 'BB+/B' από 'BB', με τις προοπτικές να είναι σταθερές.
Τέλος αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της Aegean Baltic Bank σε 'BB' από 'BB-' με την προοπτική να είναι σταθερή.
Τυχόν θετική αναθεώρηση των αξιολογήσεων θα εξαρτηθεί από αντίστοιχη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας (η προοπτική της κρατικής αξιολόγησης είναι επί του παρόντος θετική).
Επιπλέον, θα απαιτηθεί βελτίωση της εγγενούς πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί εάν διατηρήσουνυψηλά επίπεδα κερδοφορίας, σε συνδυασμό με χαμηλότερες ζημίες από πιστωτικούς κινδύνους.
Ωστόσο, «θα μπορούσαμε να υποβαθμίσουμε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών εάν παρατηρήσουμε αύξηση των πιστωτικών κινδύνων λόγω ταχύτερης πιστωτικής επέκτασης.
Αν και είναι απομακρυσμένο ενδεχόμενο προς το παρόν, θα μπορούσαμε επίσης να μειώσουμε την αξιολόγηση εάν μια επιθετική πολιτική διανομής μερισμάτων ή αποδυνάμωση της κερδοφορίας οδηγήσει σε σημαντική μείωση της κεφαλαιακής βάσης» γράφει ο οίκος.
Το σκεπτικό της αναβάθμισης...
Σύμφωνα με τη Standard & Poor’s, το θεσμικό πλαίσιο των ελληνικών τραπεζών είναι πλέον ευθυγραμμισμένo με εκείνο των περισσότερων ομολόγων τους στη ζώνη του ευρώ.
Η σταδιακή χρηματοοικονομική ενίσχυσή τους έχει δώσει στη ρυθμιστική αρχή μεγαλύτερη ευχέρεια να ενεργεί προληπτικά ώστε να αντιμετωπίσει τυχόν εναπομείναντα ζητήματα από την οικονομική κρίση.
Επιπλέον, η κατανομή των ρυθμιστικών και εποπτικών αρμοδιοτήτων με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες, που αντιπροσωπεύουν το 95% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του συστήματος, ενισχύει αυτή την άποψη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συμβάλει στην υλοποίηση πρωτοβουλιών για την επιτάχυνση της εξυγίανσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μετά από μια δεκαετία χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ρυθμιστική αρχή έχει επίσης στηρίξει τις τράπεζες στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Συγκεκριμένα, το σχήμα Ηρακλής αποδείχθηκε επιτυχημένο, βοηθώντας τις τράπεζες να τιτλοποιήσουν και να απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους παλαιά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Αυτό οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των προφίλ κινδύνου, με τον δείκτη NPE του τραπεζικού συστήματος να μειώνεται στο 4,6% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024 από 56,3% στα τέλη του 2016.
Το 2024, οι ελληνικές αρχές συνέδραμαν στην ολοκλήρωση της συγχώνευσης της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, της έκτης και έβδομης μεγαλύτερης τράπεζας αντίστοιχα, με στόχο την αναδιάρθρωση και ενοποίησή τους.
Εφόσον η διαχείριση της νέας τράπεζας είναι επιτυχής, ο δείκτης NPE της αναμένεται να μειωθεί κάτω από 3%, έναντι ποσοστού άνω του 50% στο τέλος του 2023, σηματοδοτώντας το τελικό βήμα στην εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η τάση συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα από το 2012 έχει μειώσει σημαντικά την πολυπλοκότητα του συστήματος ενώ έχει βελτιώσει την αποδοτικότητά του.
«Αντιλαμβανόμαστε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ως σχετικά απλό και διαχειρίσιμο σε αριθμό τραπεζών» σημειώνει ο οίκος και προσθέτει:
«Μετά την κρίση, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες απορρόφησαν σταδιακά τους πιο αδύναμους παίκτες, με τον αριθμό των τραπεζών να μειώνεται σε 13 από 30 το 2012.
Παράλληλα, οι τράπεζες απλοποίησαν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, αποεπενδύοντας από μη κύριες δραστηριότητες και μειώνοντας τη διεθνή τους έκθεση.
Ο λόγος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού προς το ΑΕΠ όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκε από το 238% στο τέλος του 2012 στο 140% στο τέλος του 2023, περιορίζοντας τον κίνδυνο εποπτικών κενών.
Αξιολογούμε επίσης θετικά την ενίσχυση του μακροπροληπτικού ρυθμιστικού πλαισίου από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η κεντρική τράπεζα εφάρμοσε νέα μέτρα για να αποτρέψει τη μελλοντική συσσώρευση ανισορροπιών στην αγορά ακινήτων.
Από τον Ιανουάριο του 2025, οι τράπεζες θα θέτουν όριο στο loan-to-value ratio κατά την εκταμίευση στο 90% για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας και στο 80% για τους υπόλοιπους αγοραστές.
Παράλληλα, θα εφαρμόσουν όριο στο debt service-to-income ratio στο 50% και 40% αντίστοιχα.
Κατά συνέπεια, αναθεωρήσαμε την αξιολόγηση κινδύνου του τραπεζικού κλάδου (industry risk score) για την Ελλάδα σε '5' από '6' και τη συνολική Αξιολόγηση Κινδύνου Χώρας και Τραπεζικού Κλάδου (BICRA) σε '5' από '6', οδηγώντας σε βελτίωση του θεμελιώδους δείκτη (anchor) για τις ελληνικές τράπεζες σε 'bbb-' από 'bb+'.
Μετά την αποκατάσταση της ποιότητας του ενεργητικού και της κερδοφορίας, πιστεύουμε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σημείο καμπής και πλέον επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του ισολογισμού και στη διατήρηση της κερδοφορίας, ενώ παράλληλα περιορίζει τις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το 2024, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των εγχώριων τραπεζών μειώθηκαν περαιτέρω χάρη σε πωλήσεις NPEs, αλλά κυρίως, το σύστημα δεν κατέγραψε σημαντικές νέες εισροές προβληματικών δανείων, επωφελούμενο από τη συνεχιζόμενη θετική οικονομική δυναμική στην Ελλάδα.
Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE των ελληνικών συστημικά σημαντικών τραπεζών (DSIBs) θα κυμανθεί μεταξύ 2,5% και 4,0% στο τέλος του 2024.
Κατά την άποψή μας, η μείωση των εξόδων αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με τα ευρεία περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών, έχει υποστηρίξει την αποκατάσταση της κερδοφορίας τους.
Εκτιμούμε ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) του τραπεζικού συστήματος θα διαμορφωθεί περίπου στο 13,5% στο τέλος του 2024».
Κερδοφορία
Στο μέλλον, η μείωση των επιτοκίων και η συρρίκνωση των περιθωρίων (spread compression) θα ασκήσουν πίεση στις τράπεζες να αναπτύξουν νέες πηγές εσόδων για να προστατεύσουν την κερδοφορία τους.
Στους παράγοντες περιλαμβάνεται σημαντική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης κατά 4%-5% ετησίως το 2025-2026, χάρη στη συνέχιση των μεγάλων κρατικών έργων και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ (Next Generation EU), καθώς και η ενίσχυση των δυνατοτήτων δημιουργίας εσόδων από προμήθειες.
Η ικανότητα των τραπεζών να διατηρήσουν τα λειτουργικά τους κόστη χαμηλά και τις ζημίες από πιστωτικούς κινδύνους υπό έλεγχο, παρά τη θεαματική ανάπτυξη, θα είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους.
Εύλογα η ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν.
Τι ισχύει με τα DTCs
Οι συστημικά σημαντικές τράπεζες (DSIBs) έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επιταχύνουν την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) από το 2025, αξιοποιώντας τη σταθερή κερδοφορία τους.
Αρχικά, τα DTCs είχαν προγραμματιστεί να αποσβεστούν πλήρως έως το 2041, αλλά πλέον οι τράπεζες σχεδιάζουν πρόσθετη ετήσια απόσβεση ύψους €130-€190 εκατ. η καθεμία, ποσό που αντιστοιχεί στο 29% της προβλεπόμενης διανομής μερισμάτων στους μετόχους.
O επιταχυμένος ρυθμός αναμένεται να οδηγήσει σε πιο καθαρή κεφαλαιακή βάση, εξαλείφοντας πλήρως τα DTCs έως το 2032-2034.
Παράλληλα, ο αντίκτυπος στα κεφάλαια των τραπεζών θα είναι διαχειρίσιμος, δεδομένης της πιθανής ανθεκτικότητας της κερδοφορίας τους.
Πλέον, σύμφωνα με τη Standard&Poor’s, εκτιμάται ότι ο δείκτες κεφαλαίου προσαρμοσμένου ως προς τον κίνδυνο (RAC) για τις ελληνικές τράπεζες αποτυπώνουν επαρκώς τους κινδύνους που σχετίζονται με τα DTA και τα DTC.
«Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι τα ελληνικά DTC είναι χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό κεφάλαιο, καθώς οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να τις χρησιμοποιήσουν για να απορροφήσουν πιθανές ζημίες.
Ωστόσο, η πιθανή ανθεκτικότητα της κερδοφορίας των τραπεζών και οι προσπάθειες για επιτάχυνση της απόσβεσης μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το ακόμα υψηλό απόθεμα DTC.
Επιπλέον, η ανάλυση RAC ήδη ενσωματώνει μια πιο συντηρητική προσέγγιση όσον αφορά τα DTC και DTA σε σύγκριση με τη ρυθμιστική προσέγγιση, μέσω υψηλότερων κεφαλαιακών αφαιρέσεων και σταθμίσεων κινδύνου.
Η εκτίμησή μας για χαμηλότερο κίνδυνο στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, καθώς και η πιο θετική μας στάση όσον αφορά το υψηλό μερίδιο των DTCs στις ελληνικές τράπεζες, οδήγησε σε διαφορετικές αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες» σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης.
Εθνική Τράπεζα
Σε ό,τι αφορά την Εθνική Τράπεζα, η S&P σημειώνει πως «Αναβαθμίσαμε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της τράπεζας σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', γεγονός που αντανακλά την άποψή μας για χαμηλότερους κινδύνους στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας κεφαλαίων».
Όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες του κλάδου, η ΕΤΕ έχει ανακοινώσει ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), κάτι που θεωρείται διαχειρίσιμο βάσει της εκτιμώμενης κερδοφορίας και της τρέχουσας κεφαλαιακής της επάρκειας.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις για την ΕΤΕ αντικατοπτρίζουν μια ισχυρή αλλά συγκεντρωμένη θέση εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και μια βελτιωμένη προσαρμοσμένη στον κίνδυνο κερδοφορία, χάρη στα υψηλά περιθώρια (margins) και στο πλεονέκτημα χρηματοδότησης, που αντισταθμίζουν εν μέρει τους ακόμη υψηλούς οικονομικούς κινδύνους που βλέπουμε στην Ελλάδα.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η ΕΤΕ θα διατηρήσει ένα ισχυρό πιστωτικό προφίλ τους επόμενους 12-24 μήνες, επωφελούμενη από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Την ίδια στιγμή αναμένεται ότι ο δείκτης RA θα συνεχίσει να βελτιώνεται, φτάνοντας στο εύρος 9,0%-9,5%, έναντι 7,9% στο τέλος του 2023.
Αυτός ο δείκτης είναι σημαντικά υψηλότερος από εκείνους των ελληνικών ανταγωνιστών της ΕΤΕ, υποστηριζόμενος από ευνοϊκή ποιότητα ενεργητικού και ανθεκτική κερδοφορία.
Επιπλέον, αναμένται περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) κάτω από 3,0% έως το τέλος του 2026, από 3,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, με την κάλυψη (coverage) να παραμένει υψηλή, κοντά στο 86%, που πέτυχε η τράπεζα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024.
Ως εκ τούτου, προβλέπεται ότι το κόστος κινδύνου (cost of risk) θα μειωθεί κοντά στις 50-55 μονάδες βάσης (bps) έως το τέλος του 2026, από 95 bps στις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Αν και αναμένεται σταδιακή μείωση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) από το 16,9% που εκτιμάται για το 2024, προβλέπεται ότι θα παραμείνει ισχυρή, στο 14,3% το 2026.
Στο πλαίσιο της μείωσης των επιτοκίων, το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, η υψηλή αποδοτικότητα (εκτιμούμε ότι ο δείκτης κόστους προς έσοδα (cost-to-income ratio) θα διαμορφωθεί γύρω στο 35% τα επόμενα δύο χρόνια), η αύξηση της χορήγησης νέων δανείων και το πλεονέκτημα χρηματοδότησης θα στηρίξουν τη λειτουργική απόδοση της τράπεζας.
Eurobank
Όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, «αναβαθμίσαμε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της Eurobank σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', αντανακλώντας την άποψή μας για χαμηλότερους κινδύνους στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας κεφαλαίων, που οδήγησε σε καλύτερη αξιολόγηση κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας».
Όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες του κλάδου, η Eurobank ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs). Αυτές αντιπροσώπευαν το 36% των κοινών ιδίων κεφαλαίων Tier 1 (CET1) στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024.
Ο δείκτης αυτός αναμένεται να μειωθεί στο 20% έως το τέλος του 2027 και να εξαλειφθεί πλήρως έως το 2033.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις αντικατοπτρίζουν την ισχυρή θέση της Eurobank στις αγορές της Ελλάδας, Κύπρου και Βουλγαρίας, καθώς και την υγιή κεφαλαιακή της επάρκεια και ποιότητα ενεργητικού. Αυτό εξισορροπεί την πίεση που ασκείται στην κεφαλαιακή της βάση και τους εκτελεστικούς κινδύνους που συνδέονται με τα σχέδια ανάπτυξής της και τις πιθανές εξαγορές.
Επιπλέον, αναβαθμίσαμε την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Eurobank Holdings κατά δύο βαθμίδες, σε 'BB+' από 'BB-'.
Αυτό συμβαίνει επειδή πλέον αξιολογούμε την Eurobank με επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο περιορισμών στη μεταφορά πόρων από την Eurobank προς τη Eurobank Holdings. Παράλληλα, επιβεβαιώσαμε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της Eurobank Holdings σε 'B'.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η Eurobank θα διατηρήσει το πιστωτικό της προφίλ τους επόμενους 12-24 μήνες.
Παρά την αρνητική επίδραση στην κεφαλαιακή της βάση από την εξαγορά της Τράπεζας Κύπρου (Hellenic Bank), την αυξημένη απόδοση προς τους μετόχους και την επιπλέον απόσβεση των DTCs, αναμένουμε ότι ο δείκτης προσαρμοσμένου κινδύνου κεφαλαίου (RAC) θα βελτιωθεί στο εύρος 7,2%-7,7% το 2025-2026.
Αυτό οφείλεται στην εκτίμηση ότι η Eurobank θα συνεχίσει να έχει ισχυρή κερδοφορία, με την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return on average common equity) να διαμορφώνεται στο 15% έως το τέλος του 2026.
Η υποστήριξη θα προέλθει από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, τις συνέργειες από την εξαγορά της Hellenic Bank και τη συγκράτηση των πιστωτικών κινδύνων παρά την έντονη πιστωτική επέκταση.
Alpha Bank
Σε ό,τι αφορά την Alpha Bank, «παρά την άποψή μας για την ύπαρξη μικρότερων κινδύνων στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο και τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων, επιβεβαιώσαμε τις αξιολογήσεις μας 'BB+/B' για την Alpha Bank λόγω της συγκριτικής ανάλυσης αξιολόγησης.
Πιστεύουμε ότι η κερδοφορία, η αποδοτικότητα και οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού της τράπεζας παραμένουν πίσω σε σχέση με τις άλλες ελληνικές τράπεζες.
Παρά την πρόοδο, το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) της Alpha Bank παραμένει ελαφρώς υψηλότερο από αυτό των ελληνικών τραπεζών
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο δείκτης NPE της Alpha Bank βρισκόταν στο 4,6% και το κόστος κινδύνου στο 126 μονάδες βάσης (συμπεριλαμβανομένων εξαιρέσεων που σχετίζονται με πωλήσεις και τιτλοποιήσεις), ενώ η κάλυψη της τράπεζας, στο 41,4%, ήταν επίσης χαμηλότερη από αυτή των εγχώριων τραπεζών.
Οι ακόμα υψηλές επισφάλειες επηρεάζουν την κερδοφορία της τράπεζας, η οποία υστερεί.
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) της Alpha Bank, που εκτιμάται ότι θα φτάσει σχεδόν το 10% μέχρι το τέλος του 2024, είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο 16,5% των υπόλοιπων ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις μας για την Alpha Bank εξισορροπούν την ισχυρή, αλλά εγχώρια συγκεντρωμένη, θέση της τράπεζας στην αγορά, την ενισχυμένη λειτουργική απόδοση και τα επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι, ενώ αναμένεται μια σταδιακή ενίσχυση του χρηματοοικονομικού προφίλ της Alpha Bank τους επόμενους 12 μήνες, λόγω του ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και του ενισχυμένου λειτουργικού προφίλ της τράπεζας, εκτιμάται πως το χάσμα με τις τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας δεν θα κλείσει.
Επίσης, αναμένεται ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) της Alpha Bank θα βελτιωθεί, φτάνοντας το 10,4% το 2026, με το δείκτη κόστους προς έσοδα να σταθεροποιείται γύρω από το 39%, ενώ ο δείκτης ROE για τις ελληνικές τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 14,3%-15,3%.
Ο δείκτης NPE θα μειωθεί στο 3% περίπου και το κόστος κινδύνου θα πέσει κοντά στο 70 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2026, σε σύγκριση με το 2,8% και τις 58 μονάδες βάσης για τις τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας.
Ο δείκτης RAC θα ενισχυθεί, με τον δείκτη να κυμαίνεται γύρω από το 7,3%-7,7% μέχρι το τέλος του 2026, μη απέχοντας πολύ από το κατώτερο όριο του εύρους 7%-10% για μια επαρκή κεφαλαιακή αξιολόγηση.
Αυτό συμβαίνει παρά τα σχέδια της τράπεζας να αυξήσει τις κατανομές μερισμάτων και να επιταχύνει την απόσβεση των DTCs, τα οποία η τράπεζα σκοπεύει να μειώσει στο 24% των κανονιστικών CET1 κεφαλαίων έως το 2027 από το 51% το 2023.
Τράπεζα Πειραιώς
Η S&P αναβάθμισε την Τράπεζα Πειραιώς από 'BB/B' σε 'BB+/B', κάτι που αντικατοπτρίζει την άποψη πως ο κλάδος διατρέχει μικρότερους κινδύνους, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας των κεφαλαίων.
Σύμφωνα με την υπόλοιπη αγορά, η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των DTCs, μειώνοντας το ποσοστό τους από το 78% των CET1 κεφαλαίων το 2023 στο 30% το 2027 και θα τα αποσβέσει πλήρως μέχρι το 2034.
Ο δείκτης RAC της Τράπεζας Πειραιώς θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία, αλλά θα παραμείνει κάτω από το κατώφλι του 7%, φτάνοντας το 6,4%-6,6% τους επόμενους 24 μήνες, σε σύγκριση με το 5,1% στο τέλος του 2023.
Παρά τα χαμηλότερα επιτόκια και τις αυξημένες κατανομές μερισμάτων, θα διατηρήσει καλή κερδοφορία που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να χτίζει κεφάλαιο.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις της Τράπεζας Πειραιώς εξισορροπούν την ισχυρή λειτουργική απόδοση της τράπεζας, την αποδοτικότητα και τη δυνατή θέση της εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με τη συγκεντρωμένη παρουσία της στην αγορά και τη σχετικά αδύναμη κεφαλαιοποίησή της.
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, ο οίκος αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', με το outlook να είναι σταθερό.
Eπίσης, επιβεβαίωσε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Alpha Bank σε 'BB+/B' με σταθερό outlook, ενώ αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Τράπεζας Πειραιώς σε 'BB+/B' από 'BB', με τις προοπτικές να είναι σταθερές.
Τέλος αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της Aegean Baltic Bank σε 'BB' από 'BB-' με την προοπτική να είναι σταθερή.
Τυχόν θετική αναθεώρηση των αξιολογήσεων θα εξαρτηθεί από αντίστοιχη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας (η προοπτική της κρατικής αξιολόγησης είναι επί του παρόντος θετική).
Επιπλέον, θα απαιτηθεί βελτίωση της εγγενούς πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί εάν διατηρήσουνυψηλά επίπεδα κερδοφορίας, σε συνδυασμό με χαμηλότερες ζημίες από πιστωτικούς κινδύνους.
Ωστόσο, «θα μπορούσαμε να υποβαθμίσουμε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών εάν παρατηρήσουμε αύξηση των πιστωτικών κινδύνων λόγω ταχύτερης πιστωτικής επέκτασης.
Αν και είναι απομακρυσμένο ενδεχόμενο προς το παρόν, θα μπορούσαμε επίσης να μειώσουμε την αξιολόγηση εάν μια επιθετική πολιτική διανομής μερισμάτων ή αποδυνάμωση της κερδοφορίας οδηγήσει σε σημαντική μείωση της κεφαλαιακής βάσης» γράφει ο οίκος.
Το σκεπτικό της αναβάθμισης...
Σύμφωνα με τη Standard & Poor’s, το θεσμικό πλαίσιο των ελληνικών τραπεζών είναι πλέον ευθυγραμμισμένo με εκείνο των περισσότερων ομολόγων τους στη ζώνη του ευρώ.
Η σταδιακή χρηματοοικονομική ενίσχυσή τους έχει δώσει στη ρυθμιστική αρχή μεγαλύτερη ευχέρεια να ενεργεί προληπτικά ώστε να αντιμετωπίσει τυχόν εναπομείναντα ζητήματα από την οικονομική κρίση.
Επιπλέον, η κατανομή των ρυθμιστικών και εποπτικών αρμοδιοτήτων με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες, που αντιπροσωπεύουν το 95% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του συστήματος, ενισχύει αυτή την άποψη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συμβάλει στην υλοποίηση πρωτοβουλιών για την επιτάχυνση της εξυγίανσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μετά από μια δεκαετία χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ρυθμιστική αρχή έχει επίσης στηρίξει τις τράπεζες στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Συγκεκριμένα, το σχήμα Ηρακλής αποδείχθηκε επιτυχημένο, βοηθώντας τις τράπεζες να τιτλοποιήσουν και να απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους παλαιά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Αυτό οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των προφίλ κινδύνου, με τον δείκτη NPE του τραπεζικού συστήματος να μειώνεται στο 4,6% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024 από 56,3% στα τέλη του 2016.
Το 2024, οι ελληνικές αρχές συνέδραμαν στην ολοκλήρωση της συγχώνευσης της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, της έκτης και έβδομης μεγαλύτερης τράπεζας αντίστοιχα, με στόχο την αναδιάρθρωση και ενοποίησή τους.
Εφόσον η διαχείριση της νέας τράπεζας είναι επιτυχής, ο δείκτης NPE της αναμένεται να μειωθεί κάτω από 3%, έναντι ποσοστού άνω του 50% στο τέλος του 2023, σηματοδοτώντας το τελικό βήμα στην εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η τάση συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα από το 2012 έχει μειώσει σημαντικά την πολυπλοκότητα του συστήματος ενώ έχει βελτιώσει την αποδοτικότητά του.
«Αντιλαμβανόμαστε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ως σχετικά απλό και διαχειρίσιμο σε αριθμό τραπεζών» σημειώνει ο οίκος και προσθέτει:
«Μετά την κρίση, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες απορρόφησαν σταδιακά τους πιο αδύναμους παίκτες, με τον αριθμό των τραπεζών να μειώνεται σε 13 από 30 το 2012.
Παράλληλα, οι τράπεζες απλοποίησαν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, αποεπενδύοντας από μη κύριες δραστηριότητες και μειώνοντας τη διεθνή τους έκθεση.
Ο λόγος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού προς το ΑΕΠ όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκε από το 238% στο τέλος του 2012 στο 140% στο τέλος του 2023, περιορίζοντας τον κίνδυνο εποπτικών κενών.
Αξιολογούμε επίσης θετικά την ενίσχυση του μακροπροληπτικού ρυθμιστικού πλαισίου από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η κεντρική τράπεζα εφάρμοσε νέα μέτρα για να αποτρέψει τη μελλοντική συσσώρευση ανισορροπιών στην αγορά ακινήτων.
Από τον Ιανουάριο του 2025, οι τράπεζες θα θέτουν όριο στο loan-to-value ratio κατά την εκταμίευση στο 90% για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας και στο 80% για τους υπόλοιπους αγοραστές.
Παράλληλα, θα εφαρμόσουν όριο στο debt service-to-income ratio στο 50% και 40% αντίστοιχα.
Κατά συνέπεια, αναθεωρήσαμε την αξιολόγηση κινδύνου του τραπεζικού κλάδου (industry risk score) για την Ελλάδα σε '5' από '6' και τη συνολική Αξιολόγηση Κινδύνου Χώρας και Τραπεζικού Κλάδου (BICRA) σε '5' από '6', οδηγώντας σε βελτίωση του θεμελιώδους δείκτη (anchor) για τις ελληνικές τράπεζες σε 'bbb-' από 'bb+'.
Μετά την αποκατάσταση της ποιότητας του ενεργητικού και της κερδοφορίας, πιστεύουμε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σημείο καμπής και πλέον επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του ισολογισμού και στη διατήρηση της κερδοφορίας, ενώ παράλληλα περιορίζει τις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το 2024, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των εγχώριων τραπεζών μειώθηκαν περαιτέρω χάρη σε πωλήσεις NPEs, αλλά κυρίως, το σύστημα δεν κατέγραψε σημαντικές νέες εισροές προβληματικών δανείων, επωφελούμενο από τη συνεχιζόμενη θετική οικονομική δυναμική στην Ελλάδα.
Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE των ελληνικών συστημικά σημαντικών τραπεζών (DSIBs) θα κυμανθεί μεταξύ 2,5% και 4,0% στο τέλος του 2024.
Κατά την άποψή μας, η μείωση των εξόδων αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με τα ευρεία περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών, έχει υποστηρίξει την αποκατάσταση της κερδοφορίας τους.
Εκτιμούμε ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) του τραπεζικού συστήματος θα διαμορφωθεί περίπου στο 13,5% στο τέλος του 2024».
Κερδοφορία
Στο μέλλον, η μείωση των επιτοκίων και η συρρίκνωση των περιθωρίων (spread compression) θα ασκήσουν πίεση στις τράπεζες να αναπτύξουν νέες πηγές εσόδων για να προστατεύσουν την κερδοφορία τους.
Στους παράγοντες περιλαμβάνεται σημαντική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης κατά 4%-5% ετησίως το 2025-2026, χάρη στη συνέχιση των μεγάλων κρατικών έργων και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ (Next Generation EU), καθώς και η ενίσχυση των δυνατοτήτων δημιουργίας εσόδων από προμήθειες.
Η ικανότητα των τραπεζών να διατηρήσουν τα λειτουργικά τους κόστη χαμηλά και τις ζημίες από πιστωτικούς κινδύνους υπό έλεγχο, παρά τη θεαματική ανάπτυξη, θα είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους.
Εύλογα η ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν.
Τι ισχύει με τα DTCs
Οι συστημικά σημαντικές τράπεζες (DSIBs) έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επιταχύνουν την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) από το 2025, αξιοποιώντας τη σταθερή κερδοφορία τους.
Αρχικά, τα DTCs είχαν προγραμματιστεί να αποσβεστούν πλήρως έως το 2041, αλλά πλέον οι τράπεζες σχεδιάζουν πρόσθετη ετήσια απόσβεση ύψους €130-€190 εκατ. η καθεμία, ποσό που αντιστοιχεί στο 29% της προβλεπόμενης διανομής μερισμάτων στους μετόχους.
O επιταχυμένος ρυθμός αναμένεται να οδηγήσει σε πιο καθαρή κεφαλαιακή βάση, εξαλείφοντας πλήρως τα DTCs έως το 2032-2034.
Παράλληλα, ο αντίκτυπος στα κεφάλαια των τραπεζών θα είναι διαχειρίσιμος, δεδομένης της πιθανής ανθεκτικότητας της κερδοφορίας τους.
Πλέον, σύμφωνα με τη Standard&Poor’s, εκτιμάται ότι ο δείκτες κεφαλαίου προσαρμοσμένου ως προς τον κίνδυνο (RAC) για τις ελληνικές τράπεζες αποτυπώνουν επαρκώς τους κινδύνους που σχετίζονται με τα DTA και τα DTC.
«Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι τα ελληνικά DTC είναι χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό κεφάλαιο, καθώς οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να τις χρησιμοποιήσουν για να απορροφήσουν πιθανές ζημίες.
Ωστόσο, η πιθανή ανθεκτικότητα της κερδοφορίας των τραπεζών και οι προσπάθειες για επιτάχυνση της απόσβεσης μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το ακόμα υψηλό απόθεμα DTC.
Επιπλέον, η ανάλυση RAC ήδη ενσωματώνει μια πιο συντηρητική προσέγγιση όσον αφορά τα DTC και DTA σε σύγκριση με τη ρυθμιστική προσέγγιση, μέσω υψηλότερων κεφαλαιακών αφαιρέσεων και σταθμίσεων κινδύνου.
Η εκτίμησή μας για χαμηλότερο κίνδυνο στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, καθώς και η πιο θετική μας στάση όσον αφορά το υψηλό μερίδιο των DTCs στις ελληνικές τράπεζες, οδήγησε σε διαφορετικές αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες» σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης.
Εθνική Τράπεζα
Σε ό,τι αφορά την Εθνική Τράπεζα, η S&P σημειώνει πως «Αναβαθμίσαμε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της τράπεζας σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', γεγονός που αντανακλά την άποψή μας για χαμηλότερους κινδύνους στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας κεφαλαίων».
Όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες του κλάδου, η ΕΤΕ έχει ανακοινώσει ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), κάτι που θεωρείται διαχειρίσιμο βάσει της εκτιμώμενης κερδοφορίας και της τρέχουσας κεφαλαιακής της επάρκειας.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις για την ΕΤΕ αντικατοπτρίζουν μια ισχυρή αλλά συγκεντρωμένη θέση εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και μια βελτιωμένη προσαρμοσμένη στον κίνδυνο κερδοφορία, χάρη στα υψηλά περιθώρια (margins) και στο πλεονέκτημα χρηματοδότησης, που αντισταθμίζουν εν μέρει τους ακόμη υψηλούς οικονομικούς κινδύνους που βλέπουμε στην Ελλάδα.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η ΕΤΕ θα διατηρήσει ένα ισχυρό πιστωτικό προφίλ τους επόμενους 12-24 μήνες, επωφελούμενη από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Την ίδια στιγμή αναμένεται ότι ο δείκτης RA θα συνεχίσει να βελτιώνεται, φτάνοντας στο εύρος 9,0%-9,5%, έναντι 7,9% στο τέλος του 2023.
Αυτός ο δείκτης είναι σημαντικά υψηλότερος από εκείνους των ελληνικών ανταγωνιστών της ΕΤΕ, υποστηριζόμενος από ευνοϊκή ποιότητα ενεργητικού και ανθεκτική κερδοφορία.
Επιπλέον, αναμένται περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) κάτω από 3,0% έως το τέλος του 2026, από 3,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, με την κάλυψη (coverage) να παραμένει υψηλή, κοντά στο 86%, που πέτυχε η τράπεζα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024.
Ως εκ τούτου, προβλέπεται ότι το κόστος κινδύνου (cost of risk) θα μειωθεί κοντά στις 50-55 μονάδες βάσης (bps) έως το τέλος του 2026, από 95 bps στις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Αν και αναμένεται σταδιακή μείωση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) από το 16,9% που εκτιμάται για το 2024, προβλέπεται ότι θα παραμείνει ισχυρή, στο 14,3% το 2026.
Στο πλαίσιο της μείωσης των επιτοκίων, το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, η υψηλή αποδοτικότητα (εκτιμούμε ότι ο δείκτης κόστους προς έσοδα (cost-to-income ratio) θα διαμορφωθεί γύρω στο 35% τα επόμενα δύο χρόνια), η αύξηση της χορήγησης νέων δανείων και το πλεονέκτημα χρηματοδότησης θα στηρίξουν τη λειτουργική απόδοση της τράπεζας.
Eurobank
Όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, «αναβαθμίσαμε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της Eurobank σε 'BBB-/A-3' από 'BB+/B', αντανακλώντας την άποψή μας για χαμηλότερους κινδύνους στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας κεφαλαίων, που οδήγησε σε καλύτερη αξιολόγηση κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας».
Όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες του κλάδου, η Eurobank ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs). Αυτές αντιπροσώπευαν το 36% των κοινών ιδίων κεφαλαίων Tier 1 (CET1) στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024.
Ο δείκτης αυτός αναμένεται να μειωθεί στο 20% έως το τέλος του 2027 και να εξαλειφθεί πλήρως έως το 2033.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις αντικατοπτρίζουν την ισχυρή θέση της Eurobank στις αγορές της Ελλάδας, Κύπρου και Βουλγαρίας, καθώς και την υγιή κεφαλαιακή της επάρκεια και ποιότητα ενεργητικού. Αυτό εξισορροπεί την πίεση που ασκείται στην κεφαλαιακή της βάση και τους εκτελεστικούς κινδύνους που συνδέονται με τα σχέδια ανάπτυξής της και τις πιθανές εξαγορές.
Επιπλέον, αναβαθμίσαμε την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Eurobank Holdings κατά δύο βαθμίδες, σε 'BB+' από 'BB-'.
Αυτό συμβαίνει επειδή πλέον αξιολογούμε την Eurobank με επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο περιορισμών στη μεταφορά πόρων από την Eurobank προς τη Eurobank Holdings. Παράλληλα, επιβεβαιώσαμε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της Eurobank Holdings σε 'B'.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η Eurobank θα διατηρήσει το πιστωτικό της προφίλ τους επόμενους 12-24 μήνες.
Παρά την αρνητική επίδραση στην κεφαλαιακή της βάση από την εξαγορά της Τράπεζας Κύπρου (Hellenic Bank), την αυξημένη απόδοση προς τους μετόχους και την επιπλέον απόσβεση των DTCs, αναμένουμε ότι ο δείκτης προσαρμοσμένου κινδύνου κεφαλαίου (RAC) θα βελτιωθεί στο εύρος 7,2%-7,7% το 2025-2026.
Αυτό οφείλεται στην εκτίμηση ότι η Eurobank θα συνεχίσει να έχει ισχυρή κερδοφορία, με την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return on average common equity) να διαμορφώνεται στο 15% έως το τέλος του 2026.
Η υποστήριξη θα προέλθει από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, τις συνέργειες από την εξαγορά της Hellenic Bank και τη συγκράτηση των πιστωτικών κινδύνων παρά την έντονη πιστωτική επέκταση.
Alpha Bank
Σε ό,τι αφορά την Alpha Bank, «παρά την άποψή μας για την ύπαρξη μικρότερων κινδύνων στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο και τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων, επιβεβαιώσαμε τις αξιολογήσεις μας 'BB+/B' για την Alpha Bank λόγω της συγκριτικής ανάλυσης αξιολόγησης.
Πιστεύουμε ότι η κερδοφορία, η αποδοτικότητα και οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού της τράπεζας παραμένουν πίσω σε σχέση με τις άλλες ελληνικές τράπεζες.
Παρά την πρόοδο, το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) της Alpha Bank παραμένει ελαφρώς υψηλότερο από αυτό των ελληνικών τραπεζών
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο δείκτης NPE της Alpha Bank βρισκόταν στο 4,6% και το κόστος κινδύνου στο 126 μονάδες βάσης (συμπεριλαμβανομένων εξαιρέσεων που σχετίζονται με πωλήσεις και τιτλοποιήσεις), ενώ η κάλυψη της τράπεζας, στο 41,4%, ήταν επίσης χαμηλότερη από αυτή των εγχώριων τραπεζών.
Οι ακόμα υψηλές επισφάλειες επηρεάζουν την κερδοφορία της τράπεζας, η οποία υστερεί.
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) της Alpha Bank, που εκτιμάται ότι θα φτάσει σχεδόν το 10% μέχρι το τέλος του 2024, είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο 16,5% των υπόλοιπων ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις μας για την Alpha Bank εξισορροπούν την ισχυρή, αλλά εγχώρια συγκεντρωμένη, θέση της τράπεζας στην αγορά, την ενισχυμένη λειτουργική απόδοση και τα επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα.
Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι, ενώ αναμένεται μια σταδιακή ενίσχυση του χρηματοοικονομικού προφίλ της Alpha Bank τους επόμενους 12 μήνες, λόγω του ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και του ενισχυμένου λειτουργικού προφίλ της τράπεζας, εκτιμάται πως το χάσμα με τις τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας δεν θα κλείσει.
Επίσης, αναμένεται ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) της Alpha Bank θα βελτιωθεί, φτάνοντας το 10,4% το 2026, με το δείκτη κόστους προς έσοδα να σταθεροποιείται γύρω από το 39%, ενώ ο δείκτης ROE για τις ελληνικές τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 14,3%-15,3%.
Ο δείκτης NPE θα μειωθεί στο 3% περίπου και το κόστος κινδύνου θα πέσει κοντά στο 70 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2026, σε σύγκριση με το 2,8% και τις 58 μονάδες βάσης για τις τράπεζες επενδυτικής βαθμίδας.
Ο δείκτης RAC θα ενισχυθεί, με τον δείκτη να κυμαίνεται γύρω από το 7,3%-7,7% μέχρι το τέλος του 2026, μη απέχοντας πολύ από το κατώτερο όριο του εύρους 7%-10% για μια επαρκή κεφαλαιακή αξιολόγηση.
Αυτό συμβαίνει παρά τα σχέδια της τράπεζας να αυξήσει τις κατανομές μερισμάτων και να επιταχύνει την απόσβεση των DTCs, τα οποία η τράπεζα σκοπεύει να μειώσει στο 24% των κανονιστικών CET1 κεφαλαίων έως το 2027 από το 51% το 2023.
Τράπεζα Πειραιώς
Η S&P αναβάθμισε την Τράπεζα Πειραιώς από 'BB/B' σε 'BB+/B', κάτι που αντικατοπτρίζει την άποψη πως ο κλάδος διατρέχει μικρότερους κινδύνους, σε συνδυασμό με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας των κεφαλαίων.
Σύμφωνα με την υπόλοιπη αγορά, η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των DTCs, μειώνοντας το ποσοστό τους από το 78% των CET1 κεφαλαίων το 2023 στο 30% το 2027 και θα τα αποσβέσει πλήρως μέχρι το 2034.
Ο δείκτης RAC της Τράπεζας Πειραιώς θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία, αλλά θα παραμείνει κάτω από το κατώφλι του 7%, φτάνοντας το 6,4%-6,6% τους επόμενους 24 μήνες, σε σύγκριση με το 5,1% στο τέλος του 2023.
Παρά τα χαμηλότερα επιτόκια και τις αυξημένες κατανομές μερισμάτων, θα διατηρήσει καλή κερδοφορία που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να χτίζει κεφάλαιο.
Οι τρέχουσες αξιολογήσεις της Τράπεζας Πειραιώς εξισορροπούν την ισχυρή λειτουργική απόδοση της τράπεζας, την αποδοτικότητα και τη δυνατή θέση της εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με τη συγκεντρωμένη παρουσία της στην αγορά και τη σχετικά αδύναμη κεφαλαιοποίησή της.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών