Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Ανούσια αναβάθμιση από DBRS κατά μία κλίμακα λόγω τραπεζών, στο ΒΒΒ η αξιολόγηση της Ελλάδας - Πλήρης επιβεβαίωση ΒΝ

Ανούσια αναβάθμιση από DBRS κατά μία κλίμακα λόγω τραπεζών, στο ΒΒΒ η αξιολόγηση της Ελλάδας - Πλήρης επιβεβαίωση ΒΝ
«Καμπανάκι» για το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Σχετικά Άρθρα
Σε αναβάθμιση... πολιτικού τύπου για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας προχώρησε η Morningstar DBRS, με τη βαθμολογία να αλλάζει από ΒΒΒ (low) σε ΒΒΒ και τις προοπτικές επαναξιολόγησης (trend) να μεταβάλλονται σε σταθερές (από θετικές) κυρίως λόγω τραπεζών, επιβεβαιώνοντας πλήρως το Banking News (δείτε εδώ).
Η βραχυπρόθεμη πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμίστηκε σε R-2 (high) από R-2 (middle).

Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο αξιολόγησης, η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψη ότι οι κίνδυνοι στο τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει και οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονται.
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος της ΕΕ Επόμενης Γενιάς (NGEU). Αυτό αντανακλά χαμηλότερους κινδύνους, με σημαντική πτώση στον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος πλέον κινείται κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) θα μειωθούν γρηγορότερα από ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τα μερίδιά του σε συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ του κράτους και των τραπεζών», σχολιάζεται στην έκθεση.

Παράλληλα, τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον. Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που είναι προβλέπεται από την κυβέρνηση να πέσει κάτω από το 140% έως το 2027.
«Η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ, θα μπορούσαν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τις άλλες χώρες στη ζώνη του ευρώ.
Η υπεραπόδοση της ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ, πιθανότατα θα συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. (...)
Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που αντιμετωπίζει η οικονομία από το 2020».

Οι κίνδυνοι και οι επόμενες κινήσεις του οίκου αξιολόγησης

Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον υψηλό ακόμη δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί:
(1) περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που υποστηρίζεται από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα·
(2) συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και ως εκ τούτου τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης.

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί:
(1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση
(2) ανατροπή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
(3) σημαντική επιδείνωση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.

Οδηγός της αναβάθμισης οι τράπεζες

Η DBRS αναφέρει ότι έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και του κεφαλαίου, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν.
Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους τόκων, δεν εμπόδισαν τον δείκτη NPLs να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) ήταν στο 3,3% στο τρίτο τρίμηνο του 2024, μειωμένος περισσότερες από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή της το τρίτο τρίμηνο του 2016.
Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλής», ενώ η συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση του δείκτη NPLs του τραπεζικού συστήματος προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (2,0%).

Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση, μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους.
Στο μέλλον, η Morningstar DBRS αναμένει ότι η διαφοροποίηση των εσόδων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί.
Παράλληλα, η μικρότερη σύνδεση μεταξύ του κράτους και των τραπεζών σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των DTC και τους περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, βελτιώνουν το τραπζικό σύστημα.

«Το μεγάλο ενδιαφέρον από ξένους ιδιώτες επενδυτές, χάρη στη βελτίωση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στο ΤΧΣ να εκχωρήσει σχεδόν όλο το χαρτοφυλάκιό του από συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, οι DTC θα μειωθούν στο μηδέν έως το 2034 αντί του αρχικά προγραμματισμένου για το 2041. (...)
Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση της δεκαετίας, αλλά το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει την προστιτότητα στις τιμές στέγασης.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού ή μόχλευσης και η Morningstar DBRS θεωρεί κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως διαχειρίσιμους αυτή τη στιγμή.
Τα νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτατου ορίου στην αναλογία δανείου προς αξία, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025, θα συμβάλουν στη διατήρηση υγιών προτύπων δανεισμού».
Η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων RRF από τις τράπεζες μαζί με τη σημαντική μείωση των NPLS, τοποθετούν σε καλή θέση τις τράπεζες για να παρέχουν περαιτέρω πιστώσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.
Από το Resilience Facility (RRF), η Ελλάδα θα λάβει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν εισπραχθεί 9,6 δισ. ευρώ από την ΕΕ, αλλά μόνο 3,2 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις.

Η δημοσιονομική κατάσταση

Το 2025, η κυβέρνηση προβλέπει υγιές πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%, με την αναμενόμενη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης να αντισταθμίζεται από τα μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και μείωσης της φοροδιαφυγής.
Τα πρόσφατα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής του συστήματος ηλεκτρονικών βιβλίων myData και της υποχρεωτικής ψηφιακής τιμολόγησης, της χρήσης εργαλείων που τροφοδοτούνται με τεχνητή νοημοσύνη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), έχουν βελτιώσει τη φορολογική διαφάνεια και τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης και θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να παραμείνει κατά μέσο όρο στο 2,4% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025 έως 2028.
Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, όπως και η ακρίβεια που θα απαιτούσε μέτρα στήριξης.

«Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της παραοικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013, λόγω της προόδου στην ψηφιοποίηση, με πιθανές περαιτέρω μειώσεις. (...)
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ, αλλά βρίσκεται σε απότομη καθοδική τροχιά.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 πριν μειωθεί σε 154% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανό να σημειωθούν μεσοπρόθεσμα. (...)
Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά από ανταλλαγές. Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, περίπου στα 19 έτη και περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα. Τέλος, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο χρέους του, μετριάζοντας τις επιπτώσεις από την αύξηση του κόστους τόκων», σημειώνει ο οίκος.

Η οικονομική ανάπτυξη

Η οικονομία συνεχίζει να ξεπερνά τη μέση ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ.
Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% το 2023, η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει ανάπτυξη άνω του 2% το 2024 χάρη στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτική κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται στο 2,3% το 2025 και 2,0% το 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

«Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εμπορικού προστατευτισμού που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη.
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ θα έχουν κυρίως έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δεδομένου του μικρού μεριδίου εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ. (...)
Η χώρα παραμένει επίσης ευάλωτη στα ακραία καιρικά φαινόμενα. (...)
Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν τη χώρα στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
Στο μέλλον, αυτά τα τρωτά σημεία είναι πιθανό να υποχωρήσουν, αν και οριακά, με το εμπορικό έλλειμμα σταδιακά να μειώνεται, αλλά παραμένει αυξημένο. (...)
Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι μελλοντικές βελτιώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα εξαρτηθούν επίσης από την αντικατάσταση των εισαγωγών ενέργειας με παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές».

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης