Προστίθεται δε ότι «η ενάγουσα δεν είχε τις αναγκαίες γνώσεις ούτε τέτοια επενδυτική εμπειρία, ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επένδυσης χωρίς ειδική συμβουλή και να καταλήγει εάν αυτή είναι πράγματι η καταλληλότερη για την ίδια
Πρόστιμο καλείται να πληρώσει τράπεζα, η οποία έδωσε παραπλανητικές επενδυτικές συμβουλές σε πολίτη, με αποτέλεσμα να χάσει τις καταθέσεις της. Μετά την προσφυγή, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών όχι μόνον αποφάσισε πως η τράπεζα πρέπει να επιστρέψει το ποσό των 63.315 ευρώ που είχε επενδύσει χωρίς να γνωρίζει σε επισφαλή προϊόντα, αλλά επιδίκασε και άλλα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη σύμφωνα με το dikastiko.gr.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση «η ενάγουσα επικαλείται ότι οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων της όχι μόνο παρέλειψαν σκοπίμως να την πληροφορήσουν για το χαρακτήρα του επίδικου επενδυτικού προϊόντος προκειμένου αυτή να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτήν τοποθέτησης των κεφαλαίων της και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για την ίδια εξέλιξη αυτής, αλλά αντιθέτως της δήλωσαν ότι επρόκειτο για ένα προϊόν το οποίο θα της εξασφάλιζε 100% το επενδυμένο κεφάλαιο της και ότι θα εδύνατο να το ρευστοποιήσει οποτεδήποτε, γεγονός που ως αποδείχτηκε εν συνεχεία ήταν ψευδές, με αποτέλεσμα η ίδια να υποστεί την αναφερόμενη στο δικόγραφο ζημία της που ανέρχεται στο ποσό των 63.315 ευρώ που επένδυσε σε αυτό».
Προστίθεται δε ότι «η ενάγουσα δεν είχε τις αναγκαίες γνώσεις ούτε τέτοια επενδυτική εμπειρία, ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επένδυσης χωρίς ειδική συμβουλή και να καταλήγει εάν αυτή είναι πράγματι η καταλληλότερη για την ίδια. Στους δε προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων του τμήματος Private Banking στο κατάστημα Θεσσαλονίκης, με τους οποίους άρχισε τόσο αυτή όσο και τα λοιπά μέρη της οικογένειας της να συνεργάζονται μετά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, ήταν εμφανές ότι η ενάγουσα και ο σύζυγος της στήριζαν τις επενδυτικές επιλογές τους στην πληροφόρηση και τις συμβουλές που παρείχαν σε αυτούς οι τελευταίοι, έχοντας άλλωστε και οι ίδιοι παρουσιαστεί, στο πλαίσιο της προώθησης των επενδυτικών υπηρεσιών τους, προκειμένου να συναφθεί η ένδικη σύμβαση, ότι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα».
Κατά συνέπεια, τονίζει το Δικαστήριο «η ανωτέρω σύμβαση παρότι τιτλοφορείται ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην ουσία αποτελούσε και λειτούργησε ως σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων που είχε καταρτισθεί σιωπηρώς. Στα πλαίσια αυτής οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν με την ενάγουσα το Φεβρουάριο του 2007 της παρουσίασαν ως επενδυτικό προϊόν που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το κεφάλαιο που θα επενδυόταν για την αγορά αυτού ήταν εξασφαλισμένο 100%, με δυνατότητα εξαγοράς αυτού εντός 5ετίας και ότι η εν λόγω επένδυση είχε μηδενικό ρίσκο».
Την έπεισαν πως κάλυπταν τα συμφέροντά της
Βάσει των στοιχείων, που παρουσιάστηκαν στη δίκη, «αποδεικνύεται ότι με πρόθεση δημιούργησαν σε αυτήν πεπλανημένη εντύπωση για το είδος και την ασφάλεια της επένδυσης της. Η πλάνη δε της ενάγουσας πρέπει να θεωρηθεί, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δικαιολογημένη, λόγω του μέσου μορφωτικού επιπέδου της, αλλά και του επιπέδου της εργασίας της σε κλάδο ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τη διαχείριση επενδυτικών προϊόντων. Συνεπεία δε της πλάνης αυτής η ενάγουσα, που είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στα προαναφερόμενα εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη των εναγομένων – η πρώτη εκ των οποίων αποτελούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, ένα από τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα – και που την είχαν πείσει απατηλώς πριν την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης εντολής αγοράς ότι εκπλήρωναν πλήρως τις υποχρεώσεις εκτίμησης των συμφερόντων της, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτής για πιθανούς κινδύνους επί των προτεινόμενων σε αυτήν επίδικου ομολόγου, προέβη στην εντολή αγοράς αυτού».
Για το λόγο στην απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών «αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των εξήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων δέκα πέντε ευρώ (63.315,00 + 3.000=66.315,00€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση».
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση «η ενάγουσα επικαλείται ότι οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων της όχι μόνο παρέλειψαν σκοπίμως να την πληροφορήσουν για το χαρακτήρα του επίδικου επενδυτικού προϊόντος προκειμένου αυτή να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτήν τοποθέτησης των κεφαλαίων της και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για την ίδια εξέλιξη αυτής, αλλά αντιθέτως της δήλωσαν ότι επρόκειτο για ένα προϊόν το οποίο θα της εξασφάλιζε 100% το επενδυμένο κεφάλαιο της και ότι θα εδύνατο να το ρευστοποιήσει οποτεδήποτε, γεγονός που ως αποδείχτηκε εν συνεχεία ήταν ψευδές, με αποτέλεσμα η ίδια να υποστεί την αναφερόμενη στο δικόγραφο ζημία της που ανέρχεται στο ποσό των 63.315 ευρώ που επένδυσε σε αυτό».
Προστίθεται δε ότι «η ενάγουσα δεν είχε τις αναγκαίες γνώσεις ούτε τέτοια επενδυτική εμπειρία, ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε επένδυσης χωρίς ειδική συμβουλή και να καταλήγει εάν αυτή είναι πράγματι η καταλληλότερη για την ίδια. Στους δε προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων του τμήματος Private Banking στο κατάστημα Θεσσαλονίκης, με τους οποίους άρχισε τόσο αυτή όσο και τα λοιπά μέρη της οικογένειας της να συνεργάζονται μετά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, ήταν εμφανές ότι η ενάγουσα και ο σύζυγος της στήριζαν τις επενδυτικές επιλογές τους στην πληροφόρηση και τις συμβουλές που παρείχαν σε αυτούς οι τελευταίοι, έχοντας άλλωστε και οι ίδιοι παρουσιαστεί, στο πλαίσιο της προώθησης των επενδυτικών υπηρεσιών τους, προκειμένου να συναφθεί η ένδικη σύμβαση, ότι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα».
Κατά συνέπεια, τονίζει το Δικαστήριο «η ανωτέρω σύμβαση παρότι τιτλοφορείται ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην ουσία αποτελούσε και λειτούργησε ως σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων που είχε καταρτισθεί σιωπηρώς. Στα πλαίσια αυτής οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν με την ενάγουσα το Φεβρουάριο του 2007 της παρουσίασαν ως επενδυτικό προϊόν που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το κεφάλαιο που θα επενδυόταν για την αγορά αυτού ήταν εξασφαλισμένο 100%, με δυνατότητα εξαγοράς αυτού εντός 5ετίας και ότι η εν λόγω επένδυση είχε μηδενικό ρίσκο».
Την έπεισαν πως κάλυπταν τα συμφέροντά της
Βάσει των στοιχείων, που παρουσιάστηκαν στη δίκη, «αποδεικνύεται ότι με πρόθεση δημιούργησαν σε αυτήν πεπλανημένη εντύπωση για το είδος και την ασφάλεια της επένδυσης της. Η πλάνη δε της ενάγουσας πρέπει να θεωρηθεί, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δικαιολογημένη, λόγω του μέσου μορφωτικού επιπέδου της, αλλά και του επιπέδου της εργασίας της σε κλάδο ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τη διαχείριση επενδυτικών προϊόντων. Συνεπεία δε της πλάνης αυτής η ενάγουσα, που είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στα προαναφερόμενα εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη των εναγομένων – η πρώτη εκ των οποίων αποτελούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, ένα από τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα – και που την είχαν πείσει απατηλώς πριν την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης εντολής αγοράς ότι εκπλήρωναν πλήρως τις υποχρεώσεις εκτίμησης των συμφερόντων της, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτής για πιθανούς κινδύνους επί των προτεινόμενων σε αυτήν επίδικου ομολόγου, προέβη στην εντολή αγοράς αυτού».
Για το λόγο στην απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών «αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των εξήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων δέκα πέντε ευρώ (63.315,00 + 3.000=66.315,00€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών