Για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, ανέφερε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης
Στην πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται με άρθρο του ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Αλογοσκούφης…
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν μια θετική εξέλιξη.
Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Δεδομένου ότι νέα σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω από την παγκόσμια οικονομία και δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών τόσο της ευρωζώνης όσο και της ελληνικής οικονομίας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός.
Για την Ελλάδα, μετά την αναδιάρθρωση του χρέους της το 2012, οι άμεσοι κίνδυνοι από μια νέα διεθνή οικονομική κρίση είναι περιορισμένοι.
Μέχρι το 2032, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα φέρει σχετικά χαμηλά επιτόκια, λόγω της αναδιάρθρωσης του 2012.
Για τον λόγο αυτό, αναμένεται με βεβαιότητα η μετάβαση στην επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα.
Ωστόσο, λίγες από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έχουν αντιμετωπιστεί και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, αφήνουν πολλά περιθώρια.
Η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η περαιτέρω διεύρυνσή του τη στιγμή που η ελληνική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από τη βαθιά ύφεση του 2020 είναι σαφής ένδειξη των διαρθρωτικών αδυναμιών που συνεχίζουν να μαστίζουν την ελληνική οικονομία.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι στο 8,0% του ΑΕΠ το 2023, από 9,6% του ΑΕΠ το 2022.
Στη συνέχεια προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά προβλέπεται να παραμείνει πάνω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 (Διάγραμμα 4).
Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη, καθώς η εγγύς αιτία της ξαφνικής διακοπής του 2010 και της κρίσης που ακολούθησε ήταν η ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους μέσω των επίμονων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, οι προβλέψεις για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και την αποκλιμάκωση της ανεργίας δεν εντυπωσιάζουν, ενώ για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι απογοητευτικές.
Επιβάλλεται λοιπόν να γίνει προσπάθεια για ταχύτερη ανάκαμψη και μεγαλύτερη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτές τις προβλέψεις.
Μεσοπρόθεσμα, το πρόβλημα της ενίσχυσης της οικονομικής ανάκαμψης μέσω της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και το πρόβλημα της ταχείας αποκλιμάκωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αποτελούν τις κύριες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής.
Πώς, όμως, θα επιτευχθεί ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, σε μια περίοδο που ουσιαστικά ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται (Διάγραμμα 5).
Πού πρέπει να εστιάσει η κυβέρνηση…
Σύμφωνα με τον κ. Αλογοσκούφη, «η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην ταχύτερη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση της συμμετοχής σε ό,τι αφορά το εργατικό δυναμικό ιδίως των νέων και γυναικών, στην αποτροπή μετανάστευσης ειδικευμένων νέων Ελλήνων και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της Έρευνας και Ανάπτυξης.
Παράλληλα, πρέπει να επιχειρηθεί η σταδιακή ανατροπή των δυσμενών δημογραφικών τάσεων».
Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής νέων και γυναικών στο εργατικό δυναμικό στη ζώνη του ευρώ.
Η εντατικοποίηση των πολιτικών μείωσης της ανεργίας και η παροχή ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και χωρίς αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας.
Η αντιστροφή της διαρροής εγκεφάλων, μια τάση που ενισχύθηκε την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης μετά το 2010, θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα καθώς αυτοί οι ειδικευμένοι νέοι Έλληνες μετανάστες είναι πολύ πιο παραγωγικοί από τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο».
Αλλά, όπως υποστηρίζει ο κ. Αλογοσκούφης, «ακόμη πιο σημαντικές είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και οι οποίες θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου.
Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2010, βρίσκονται σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα (Διάγραμμα 6).
Η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως την έκθεση Πισσαρίδη, η οποία προτείνει αρκετές κατάλληλες μεταρρυθμίσεις.
Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έχουν προταθεί στο βιβλίο μου για το 2021 Πριν και Μετά το Ευρώ (Εκδόσεις Gutenberg, 2021) και από άλλους οικονομολόγους».
Επιπλέον, με την Ελλάδα να μην μπορεί να καταφύγει σε υποτίμηση του νομίσματος λόγω ευρωζώνης, η σταδιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας απαιτεί αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς που υπολείπονται του αθροίσματος του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Τέλος, για να μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σχετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια και να σχεδιαστούν ταχύτεροι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας το δημόσιο χρέος ανήλθε σε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να είναι υπερδιπλάσια της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας για να παραμείνει το δημόσιο χρέος σε πτωτική τάση.
Το πρόβλημα της επίτευξης σημαντικής επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι η κύρια πρόκληση της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
«Η υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις θα οδηγήσει επίσης σε ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας και σε πτώση του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ.
Χρειάζονται, όμως, τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μια κυβέρνηση με ελεύθερα χέρια, δεν έχει λόγο να καθυστερήσει.
Το εκλογικό αποτέλεσμα προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη χώρα» κατέληξε ο πρώην υπουργός.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν μια θετική εξέλιξη.
Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Δεδομένου ότι νέα σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω από την παγκόσμια οικονομία και δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών τόσο της ευρωζώνης όσο και της ελληνικής οικονομίας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός.
Για την Ελλάδα, μετά την αναδιάρθρωση του χρέους της το 2012, οι άμεσοι κίνδυνοι από μια νέα διεθνή οικονομική κρίση είναι περιορισμένοι.
Μέχρι το 2032, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα φέρει σχετικά χαμηλά επιτόκια, λόγω της αναδιάρθρωσης του 2012.
Για τον λόγο αυτό, αναμένεται με βεβαιότητα η μετάβαση στην επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα.
Ωστόσο, λίγες από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έχουν αντιμετωπιστεί και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, αφήνουν πολλά περιθώρια.
Η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η περαιτέρω διεύρυνσή του τη στιγμή που η ελληνική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από τη βαθιά ύφεση του 2020 είναι σαφής ένδειξη των διαρθρωτικών αδυναμιών που συνεχίζουν να μαστίζουν την ελληνική οικονομία.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι στο 8,0% του ΑΕΠ το 2023, από 9,6% του ΑΕΠ το 2022.
Στη συνέχεια προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, αλλά προβλέπεται να παραμείνει πάνω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 (Διάγραμμα 4).
Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη, καθώς η εγγύς αιτία της ξαφνικής διακοπής του 2010 και της κρίσης που ακολούθησε ήταν η ταχεία συσσώρευση εξωτερικού χρέους μέσω των επίμονων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, οι προβλέψεις για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και την αποκλιμάκωση της ανεργίας δεν εντυπωσιάζουν, ενώ για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι απογοητευτικές.
Επιβάλλεται λοιπόν να γίνει προσπάθεια για ταχύτερη ανάκαμψη και μεγαλύτερη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτές τις προβλέψεις.
Μεσοπρόθεσμα, το πρόβλημα της ενίσχυσης της οικονομικής ανάκαμψης μέσω της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και το πρόβλημα της ταχείας αποκλιμάκωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αποτελούν τις κύριες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής.
Πώς, όμως, θα επιτευχθεί ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, σε μια περίοδο που ουσιαστικά ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται (Διάγραμμα 5).
Πού πρέπει να εστιάσει η κυβέρνηση…
Σύμφωνα με τον κ. Αλογοσκούφη, «η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην ταχύτερη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση της συμμετοχής σε ό,τι αφορά το εργατικό δυναμικό ιδίως των νέων και γυναικών, στην αποτροπή μετανάστευσης ειδικευμένων νέων Ελλήνων και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της Έρευνας και Ανάπτυξης.
Παράλληλα, πρέπει να επιχειρηθεί η σταδιακή ανατροπή των δυσμενών δημογραφικών τάσεων».
Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής νέων και γυναικών στο εργατικό δυναμικό στη ζώνη του ευρώ.
Η εντατικοποίηση των πολιτικών μείωσης της ανεργίας και η παροχή ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και χωρίς αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας.
Η αντιστροφή της διαρροής εγκεφάλων, μια τάση που ενισχύθηκε την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης μετά το 2010, θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα καθώς αυτοί οι ειδικευμένοι νέοι Έλληνες μετανάστες είναι πολύ πιο παραγωγικοί από τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο».
Αλλά, όπως υποστηρίζει ο κ. Αλογοσκούφης, «ακόμη πιο σημαντικές είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και οι οποίες θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου.
Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2010, βρίσκονται σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα (Διάγραμμα 6).
Η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως την έκθεση Πισσαρίδη, η οποία προτείνει αρκετές κατάλληλες μεταρρυθμίσεις.
Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έχουν προταθεί στο βιβλίο μου για το 2021 Πριν και Μετά το Ευρώ (Εκδόσεις Gutenberg, 2021) και από άλλους οικονομολόγους».
Επιπλέον, με την Ελλάδα να μην μπορεί να καταφύγει σε υποτίμηση του νομίσματος λόγω ευρωζώνης, η σταδιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας απαιτεί αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς που υπολείπονται του αθροίσματος του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Τέλος, για να μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σχετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια και να σχεδιαστούν ταχύτεροι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας το δημόσιο χρέος ανήλθε σε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να είναι υπερδιπλάσια της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας για να παραμείνει το δημόσιο χρέος σε πτωτική τάση.
Το πρόβλημα της επίτευξης σημαντικής επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι η κύρια πρόκληση της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
«Η υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις θα οδηγήσει επίσης σε ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας και σε πτώση του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ.
Χρειάζονται, όμως, τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μια κυβέρνηση με ελεύθερα χέρια, δεν έχει λόγο να καθυστερήσει.
Το εκλογικό αποτέλεσμα προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη χώρα» κατέληξε ο πρώην υπουργός.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών