
Τα πάνω… κάτω έχουν έρθει στις αγορές, καθώς τα ομόλογα Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας σημειώνουν σημαντική άνοδο. Στο δυναμικό comeback της Ελλάδας κάνει αναφορά το Bloomberg επισημαίνοντας ωστόσο ότι η σκιά του χρέους παραμονεύει.
«Μόλις πριν από λίγα χρόνια, αυτό θα ήταν αδιανόητο. Οι χώρες αυτές είχαν από καιρό υποβιβαστεί στο περιθώριο των ευρωπαϊκών αγορών -αμετανόητοι σπάταλοι, στα μάτια των επενδυτών, με διαχρονικά διογκωμένους δημόσιους τομείς- κι έτσι, σε στιγμές όπως αυτή, όταν κύματα ανησυχίας για το εκρηκτικό δημόσιο χρέος σαρώνουν τον πλανήτη, τα ομόλογά τους θα ήταν από εκείνα που θα πλήττονταν περισσότερο. Όμως σήμερα, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν αναδειχθεί ως σχετικά υπόδειγμα δημοσιονομικής σύνεσης, κρατώντας τα ελλείμματα υπό έλεγχο έπειτα από σκληρά διδάγματα λιτότητας που ανέτρεψαν πολιτικούς ηγέτες. Ταυτόχρονα, μεγαλύτερες και πιο ισχυρές κυβερνήσεις στο Βερολίνο, την Ουάσινγκτον και το Τόκιο προχωρούν με επιθετικά σχέδια δαπανών, τα οποία θα αυξήσουν κατακόρυφα τα επίπεδα χρέους τους» επισημαίνεται στο δημοσίευμα.
Ξαφνικά, η διαφορά στις αποδόσεις που απαιτούν οι επενδυτές για να κρατήσουν ιταλικά ομόλογα αντί για γερμανικά έχει μειωθεί σε λιγότερο από 1 ποσοστιαία μονάδα -από 5,7 μονάδες πριν από μια δεκαετία- κάτι που δείχνει πώς οι διακρίσεις μεταξύ «έχοντων» και «μη εχόντων» στην Ευρώπη, και γενικά στις ανεπτυγμένες αγορές, εξασθενούν, καθώς οι επενδυτές τιμωρούν πλέον τους μεγάλους δανειστές.
«Το περιβάλλον για τα περιφερειακά κράτη είναι πλέον πιο ευνοϊκό», δήλωσε ο Patrick Barbe, ανώτερος διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Neuberger Berman, της οποίας η ομάδα διαχειρίζεται 6 δισ. δολάρια σε τίτλους σταθερού εισοδήματος. «Έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες για τα ελλείμματα και έχουν επωφεληθεί από υψηλότερη ανάπτυξη σε σύγκριση με πολλές χώρες του πυρήνα». Ο ίδιος αναμένει ότι τα ιταλικά ομόλογα θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν.
Την ίδια στιγμή, το κόστος δανεισμού της Γαλλίας για 10ετή ομόλογα έχει ξεπεράσει αυτό της Ισπανίας και υπολείπεται μόλις κατά τρεις μονάδες βάσης από αυτό της Ελλάδας.
Μέχρι πρόσφατα, το να ποντάρει κανείς ότι οι αποδόσεις κρατικών ομολόγων θα συγκλίνουν στην Ευρώπη θεωρούνταν επένδυση-μαρτύριο, που επιβίωνε μόνο χάρη στη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μέσω σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και πληθωριστικής ρευστότητας. Πλέον, η στρατηγική αυτή ανθίζει — και όχι μόνο λόγω της ΕΚΤ.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Λίγες χώρες έχουν υποστεί τόσο ριζική μεταμόρφωση όσο η Ιταλία. Παλαιότερα ταυτισμένη με πολιτικό χάος, αναιμική ανάπτυξη, σπάταλες πολιτικές και ασταθή ομόλογα, η χώρα έχει πλέον μετατραπεί, τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλες, σε αγαπημένο προορισμό των αγορών.
Η ένδειξη του κινδύνου δανεισμού στη Ρώμη σε σχέση με το Βερολίνο -το λεγόμενο «lo spread» στην Ιταλία- δείχνει πόσο έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις. Πλέον διαμορφώνεται στις 0,92 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ είχε εκτιναχθεί κατά την κρίση χρέους του 2011 που οδήγησε στην πτώση της τότε ιταλικής κυβέρνησης.
Αυτή η ταχεία μεταστροφή έχει βοηθήσει την Ιταλία να προσελκύσει ιστορικά επίπεδα ξένων επενδύσεων από την αρχή του περασμένου έτους.
Ο Barbe και ο συνεργάτης του, Yanick Loirat, αγόρασαν BTPs -όπως είναι γνωστά τα ιταλικά κρατικά ομόλογα- κατά την αναταραχή της αγοράς τον Απρίλιο λόγω των δασμών. Στοχεύουν σε περαιτέρω μείωση της διαφοράς απόδοσης έναντι των γερμανικών bunds στο 0,8% μέχρι το τέλος του έτους. Οι στρατηγικοί αναλυτές της Barclays είναι ακόμα πιο αισιόδοξοι και προβλέπουν ότι το spread θα μειωθεί στο 0,7% μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν περιμέναμε αυτή τη σύγκλιση ακόμη», δήλωσε ο Barbe. «Υπάρχουν πολλά ερωτήματα για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, αλλά τα BTPs δεν έχουν εκπλήξει την αγορά εδώ και καιρό».
Οι δημοσιονομικές ανησυχίες οδήγησαν την απόδοση των 30ετών ομολόγων των ΗΠΑ πάνω από το 5% τον περασμένο μήνα — για πρώτη φορά από το 2023. Αντίθετα, το αντίστοιχο κόστος δανεισμού της Ιταλίας έχει υποχωρήσει κατά περίπου 50 μονάδες βάσης, στο 4,3%, από την κορύφωσή του τον Απρίλιο. Καθώς οι ΗΠΑ έχασαν την τελευταία πιστοληπτική αξιολόγηση «ΑΑΑ», η Ιταλία και η Ελλάδα εξασφάλισαν φέτος αναβαθμίσεις κατά μία βαθμίδα, χάρη στον περιορισμό των ελλειμμάτων και των δαπανών. Η Ιταλία βαθμολογείται πλέον με BBB+ από την S&P Global Ratings, τρεις βαθμίδες πάνω από την «κατηγορία σκουπιδιών» (junk), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο BBB.
«Τα δημοσιονομικά ελλείμματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση — κάτι που δεν ισχύει για πολλές χώρες του πυρήνα», δήλωσε ο Felipe Villarroel, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην TwentyFour Asset Management.
Σε μεγάλο βαθμό, η ώθηση για τη μείωση του χάσματος αποδόσεων μεταξύ της Γερμανίας και των πιο υπερχρεωμένων εταίρων της στην ΕΕ προέρχεται από την ίδια τη Γερμανία: υπό τη νέα κυβέρνηση του Friedrich Merz, έχει εγκαταλείψει τη δημοσιονομική πειθαρχία για να επενδύσει σε άμυνα και υποδομές.
«Αντανακλά την αυξημένη έκδοση γερμανικού χρέους λόγω των δημοσιονομικών της σχεδίων σε σύγκριση με την περιφέρεια», ανέφερε η Priya Misra, διαχειρίστρια χαρτοφυλακίου στην JP Morgan Asset Management.
Ο κίνδυνος του χρέους
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικός κίνδυνος για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα: Εξακολουθούν να έχουν από τα υψηλότερα επίπεδα χρέους στην ήπειρο, και οι δανειακές «εξάρσεις» των ΗΠΑ και της Γερμανίας ενδέχεται να συνεχίσουν να πιέζουν τα βασικά επιτόκια προς τα πάνω. Έτσι, παρόλο που το επιτόκιο που πληρώνουν οι περιφερειακές χώρες σε σχέση με τη Γερμανία έχει μειωθεί, εξακολουθούν να πληρώνουν περισσότερα για τόκους, επιδεινώνοντας την δημοσιονομική τους εικόνα.
Προς το παρόν, όμως, οι αποδόσεις είναι αρκετά ελκυστικές για να στρέψουν περισσότερους επενδυτές προς χώρες που παλαιότερα θεωρούνταν απείθαρχες και κακοδιαχειριζόμενες.
Ένας δείκτης της Bank of America για τα ομόλογα της περιφέρειας οδεύει προς την καλύτερη τριμηνιαία του απόδοση από το 2020, με άνοδο 2,3% από τον Απρίλιο — σε σύγκριση με μηδενική απόδοση για δείκτη ομολόγων των χωρών G7. Στις αγορές, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Σλοβενία και η Πολωνία καταγράφουν φέτος τις 10 υψηλότερες αποδόσεις παγκοσμίως σε όρους δολαρίου, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Η έκδοση κοινού ομολόγου
Ένα πολιτικό πλεονέκτημα της λιγότερο κατακερματισμένης αγοράς: Θα μπορούσε να διευκολύνει τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδώσουν κοινά ομόλογα για τη χρηματοδότηση αμυντικών δαπανών ώστε να επανεξοπλιστεί η ήπειρος, καθώς οι ΗΠΑ μειώνουν τις δεσμεύσεις τους.
Βέβαια, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, έχει στο παρελθόν εκφράσει τη δυσαρέσκειά της με την ιδέα ότι ρόλος της ΕΚΤ είναι να στηρίζει ριψοκίνδυνες επενδύσεις, λέγοντας σε συνέντευξη Τύπου τον Μάρτιο του 2020 ότι η κεντρική τράπεζα «δεν είναι εδώ για να κλείνει τα spreads». Έκτοτε έχει μετριάσει τη ρητορική της και η ΕΚΤ μόλις πραγματοποίησε την όγδοη διαδοχική μείωση επιτοκίων. Όμως αυτό είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που οδηγούν σήμερα τους επενδυτές προς την περιφέρεια.
«Διατηρούμε υπερβάλλουσα έκθεση σε περιφερειακό χρέος εδώ και καιρό», δήλωσε ο Villarroel. «Τα spreads έχουν περιοριστεί στην περιφέρεια — και για καλό λόγο».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών