Tο 2020 ήταν μια χρονιά βαθιάς ύφεσης για την ελληνική οικονομία (-8,2% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η 4η μεγαλύτερη στην ΕΕ-27), μεγάλων ελλειμμάτων στα δημόσια οικονομικά και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και αποπληθωριστικών πιέσεων.
Συνεπώς, είναι αυτονόητη η αδημονία όλων για την επιστροφή της χώρας σε κανονικούς ρυθμούς.
Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι αυτό θα αργήσει λόγω της παράτασης του lockdown και την καθυστέρηση στο πρόγραμμα εμβολιασμού αλλά, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, αναμένεται βάσιμα μία σταδιακή ανάκαμψη. Ασφαλώς η πανδημία θα αφήσει κάποιες πιο μόνιμες επιδράσεις στην οικονομία: στις καταναλωτικές συνήθειες, τη χρήση της τεχνολογίας, τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Κάθε ανακατάταξη όμως, εκτός από προκλήσεις κρύβει και ευκαιρίες, εφόσον φυσικά επιδειχθεί προσαρμοστικότητα και ταχύτητα για την αξιοποίηση των νέων τάσεων.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτόν το στόχο μπορεί και πρέπει να έχει το τραπεζικό σύστημα.
Η ελληνική οικονομία ειδικότερα, επιβάλλεται να μπει σε ένα μονοπάτι ταχύτερης και διατηρήσιμης ανάπτυξης, αφενός για να ανακτήσει τις απώλειες εισοδημάτων από την προηγούμενη κρίση, επιτυγχάνοντας την οικονομική σύγκλιση, και αφετέρου για να διασφαλίσει τη δημοσιονομική της σταθερότητα.
Σε αυτή την προσπάθεια έχει να αντιμετωπίσει, μακροπρόθεσμα, τις προκλήσεις της δημογραφικής γήρανσης, που επιτάθηκε από το brain drain της προηγούμενης δεκαετίας, και τη μείωση του κεφαλαιουχικού της αποθέματος λόγω των χαμηλών επιπέδων των επενδύσεων που παρατείνεται έως και σήμερα.
Η χώρα μας όμως έχει και σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα όπως καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, στρατηγική γεωγραφική θέση, εξαιρετικό κλίμα, τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, ομορφιά και φυσικούς πόρους.
Τα όπλα
Έχει επιπλέον στη φαρέτρα της και δύο νέα σημαντικά όπλα:
-Τα διαθέσιμα κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά ταμεία, πάνω από €80 δισ. στα επόμενα έξι χρόνια από το NGEU, το νέο ΕΣΠΑ, SURE, ESM και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Πολύτιμους πόρους, που αν τους εκμεταλλευτούμε έγκαιρα και παραγωγικά, με σύνεση αλλά και με τόλμη, για επενδύσεις κυρίως στους τομείς της πράσινης μετάβασης και της ψηφιοποίησης, κυριολεκτικά μπορούν να αλλάξουν τη χώρα.
-Τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είτε αυτές συναρτώνται με την μεταπρογραμματική εποπτεία, ή είναι εθνικής σχεδίασης, που μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στη δημιουργία φιλικότερου επενδυτικού περιβάλλοντος και στην επακόλουθη προσέλκυση νέων κεφαλαίων στη χώρα.
Κομβικός ρόλος
Σε αυτό το ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο, ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών είναι και θα παραμείνει κομβικός.
Οι ελληνικές τράπεζες προχωρούν με το σχέδιο τους να έχουν μονοψήφιο δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) την 31/12/2021 και 3% στο τέλος του 2023, ώστε να μπορέσουν να αφοσιωθούν στη βασική τους αποστολή που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας και της ανάπτυξης.
Γι’ αυτόν το σκοπό, διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, ως αποτέλεσμα της αύξησης των καταθέσεων κατά €20 δισ. την προηγούμενη χρονιά, τα προγράμματα παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ αλλά και την ευχερή πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά.
Ωστόσο, οι τράπεζες οφείλουν να τηρούν τα τραπεζικά κριτήρια στην παροχή των πιστώσεων, προστατεύοντας τις υγιείς επιχειρήσεις και τους καταθέτες.
Επομένως, το μεγάλο στοίχημα είναι η γενική βελτίωση της ποιότητας των επενδυτικών προτάσεων που ζητούν χρηματοδότηση κι αυτό συναρτάται με το μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου. Επιπλέον, οι τράπεζες θα λειτουργήσουν ως όχημα για την διοχέτευση και μόχλευση των ευρωπαϊκών πόρων, εφόσον οι επενδύσεις που θα δανειοδοτηθούν από το NGEU θα ακολουθούν τον κανόνα 50% ευρωπαϊκοί πόροι, 20% ίδια κεφάλαια και 30% τραπεζικός δανεισμός.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τη μεγάλη πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού του επιχειρηματικού τους μοντέλου.
Ενδεικτικά, ο σχεδιασμός προβλέπει ότι, στην επόμενη δεκαετία, 90% των συναλλαγών θα περνάει από τα ψηφιακά κανάλια και τα τραπεζικά υποκαταστήματα, απελευθερωμένα από τις απλούστερες συναλλαγές, θα εξελιχθούν σε κέντρα χρηματοδοτικής κι επενδυτικής συμβουλευτικής.
Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο πνοής, το οποίο μόνο για την επόμενη τριετία θα απορροφήσει επενδύσεις €1 δισ. (σε τεχνολογίες cloud, big data, robotics, τεχνητής νοημοσύνης κ.λπ.), που θα επιτρέψουν τη μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης των τραπεζών και την παροχή καινοτόμων εξατομικευμένων υπηρεσιών.
Αντιστοίχως, θα πρέπει να επενδύσουν και στην επανεκπαίδευση του προσωπικού, ώστε να ανταποκριθεί πλήρως στις νέες ανάγκες και να στραφεί, από πιο παραδοσιακούς και διοικητικούς ρόλους, σε τεχνολογικά εξειδικευμένες εργασίες.
Δια του δικού τους μετασχηματισμού, οι τράπεζες φιλοδοξούν να μετατραπούν σε εστίες διάχυσης τεχνολογίας σε όλη την οικονομία και δημιουργίας ψηφιακών οικοσυστημάτων.
Επιπλέον, θα αποτελέσουν φορέα μεταφοράς και εμπέδωσης στην οικονομία κριτηρίων περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας και χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης (ESG), που εξελίσσεται σε κεντρική αναπτυξιακή θεματική για την παγκόσμια οικονομία τα επόμενα χρόνια και στον οποίον η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντικές καθυστερήσεις.
Εν κατακλείδι, οι ελληνικές τράπεζες εισέρχονται στη νέα εποχή, αναλαμβάνοντας με συνέπεια ένα σπουδαίο και καταλυτικό ρόλο στη συλλογική εθνική αναπτυξιακή προσπάθεια.
Παρά τις πολλαπλές αμφισβητήσεις που γέννησε η προηγούμενη οικονομική κρίση, οι τράπεζες, πρωτοπορούν στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, προσαρμόζονται και παραμένουν στην πρώτη γραμμή ως θεμελιώδης πόλος ανάπτυξης και ευημερίας για την οικονομία και την κοινωνία.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών