Η ψηφιοποίηση και η δωδεκαετής οικονομική κρίση στη χώρα επιφέρουν σε τριπλάσιο βαθμό σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ, αρνητικές επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο.
Χαρακτηριστικό, σύμφωνα με μελέτη της ΟΤΟΕ είναι ότι την δεκαετία 2010-21ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 61%, κατά 51% η απασχόληση και κατά 33,3% τα ATM, με τα ανάλογα ποσοστά στην Κομισιόν να κυμαίνονται: 37,4%, 18,6% και 10,2%, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τη μελέτη η υπερβολική συρρίκνωση στην χώρα μας δεν οφείλεται τόσο στην τεχνολογική πρόοδο, με την οποία δεν είμαστε αντίθετοι, οφείλεται κυρίως σε ακραίες επιλογές συρρίκνωσης του εγχώριου Τραπεζικού Συστήματος, με κύριο στόχο την περικοπή κόστους και όχι την καλύτερη εξυπηρέτηση της πελατείας.
Οι πολιτικές αυτές ενισχύθηκαν μέσα στην πανδημία και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι Τράπεζες συνέχισαν και συνεχίζουν να κλείνουν καταστήματα και να οδηγούν στην έξοδο εργαζόμενους, ως δήθεν «πλεονάζον προσωπικό».
Αντί να επενδύσουν σε σχέδια ανάπτυξης, που είναι προϋπόθεση για να παίξουν υπεύθυνα τον ρόλο τους στην απαραίτητη στήριξη της οικονομίας, οι Διοικήσεις των Τραπεζών συνεχίζουν να είναι προσδεδεμένες σε αδιέξοδες λογικές συρρίκνωσης.
Σε ένα κοντόφθαλμο «κυνήγι» δεικτών κόστους, που ήδη είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρωζώνη.
«Μπαλώνουν» τις πάγιες ελλείψεις με εξωτερικές αναθέσεις και πρόσκαιρο προσωπικό.
Έτσι αυξάνουν στο έπακρο τον φόρτο εργασίας των τραπεζοϋπαλλήλων στα εναπομένοντα καταστήματα δικτύου, με συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα και εντάσεις στην εξυπηρέτηση της πελατείας.
Από το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» πριν την κρίση, περάσαμε σήμερα στο άλλο άκρο «δεν μας ενδιαφέρουν όλοι οι πελάτες».
Οι συγκρίσεις, με βάση τα δεδομένα που δημοσιοποιεί περιοδικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι συντριπτικές.
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους παρακάτω Πίνακες είναι αποκαλυπτικά για το τι συνέβη την 10ετία μεταξύ 2010-2021:
Συναλλακτικές συνήθειες
Οι Διοικήσεις των Τραπεζών παραβλέπουν: ότι οι πρόσφατες «αλματώδεις αυξήσεις» των ψηφιακών συναλλαγών πηγάζουν από ιδιαίτερα χαμηλά μεγέθη εκκίνησης.
Παραβλέπουν, επίσης, ότι οι συναλλακτικές συμπεριφορές της πελατείας ανατράπηκαν βίαια κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι πελάτες υποχρεώθηκαν στη χρήση ψηφιακών συναλλαγών, αφού λόγω της πανδημίας απαγορεύτηκαν:
οι αναλήψεις μετρητών μέχρι 400 ευρώ στο κατάστημα,
οι καταθέσεις μετρητών μέχρι 1.000 ευρώ (μόνο με χρήση κάρτας στα ΑΤΜ
οι πληρωμές λογαριασμών τρίτων ορίστηκε να γίνονται υποχρεωτικά μέσω internet banking ή APS και όχι στα ταμεία του καταστήματος,
η ενημέρωση λογαριασμών ορίστηκε υποχρεωτικά μέσω internet banking κλπ.
Παράλληλα, ενισχύθηκε η χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών για αγορές. Όμως, οι συναλλακτικές συμπεριφορές που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας, είναι δεδομένο ότι θα διαφοροποιηθούν σε συνθήκες «κανονικότητας» που έχει ήδη ξεκινήσει.
Απόδειξη για τα παραπάνω είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
• το 2021 το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο είναι μακράν το υψηλότερο και ανέρχεται στο 20% με το ποσοστό στην Ευρωζώνη να ανέρχεται μόνο στο 7%.
Ειδικότερα για την ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών το ποσοστό στη χώρα μας ανέρχεται στο 31,95% με το μέσο όρο στις χώρες της Ευρωζώνης να ανέρχεται μόνο στο 10%, ενώ για την κατηγορία 65-74 ετών το ποσοστό εκτοξεύεται στο 62,5% στη χώρα μας έναντι 25% στην Ευρωζώνη.
• το 2021 το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα που χρησιμοποιούσε τη διαδικτυακή τραπεζική(internet banking) ήταν 54%, το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη και στην 26η θέση κατάταξης από τις 28 χώρες της ΕΕ, με το μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση να βρίσκεται το 2021 στο 66%.
• για τους κατοίκους των ημιαστικών-περιαστικών περιοχών η χρήση της διαδικτυακής τραπεζικής περιορίζεται στο 51%, (έναντι 63% στις μεγάλες αστικές περιοχές) και σε μόλις 38% στις αγροτικές περιοχές, με τα ποσοστά αυτά να είναι και πάλι τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη.
• ο αριθμός ταμειακών συναλλαγών/κατάστημα είναι ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη και μάλιστα δεκαπλάσιος του μέσου όρου της (62.300 ετήσιες συναλλαγές/κατάστημα στην Ελλάδα, έναντι 5.984/κατάστημα στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την έκθεση Payment Statistics 2020 της ΕΚΤ.).
• υπάρχει αυξανόμενη δυσφορία και συνεχείς διαμαρτυρίες της πελατείας, ιδιωτών και επιχειρήσεων, καθώς και των τοπικών κοινωνιών για το συνεχιζόμενο κλείσιμο καταστημάτων δικτύου, ακόμα και σε γεωγραφικά απομακρυσμένες, νησιωτικές ή εθνικά ευαίσθητες περιοχές .
• από τα παραπάνω στοιχεία εξάγεται το συμπέρασμα ότι σήμερα, τουλάχιστον το 40% της πελατείας (όχι μόνο οι ηλικιωμένοι, που έχουν άλλωστε κάθε δικαίωμα σε ισότιμη και απρόσκοπτη εξυπηρέτηση, αλλά και συμπολίτες μας που για διάφορους λόγους αδυνατούν να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο εξοπλισμό - Η/Υ, smartphones - ή/και σε κατάλληλες και ασφαλείς διαδικτυακές συνδέσεις λόγω κόστους, προβλημάτων όρασης, έλλειψης γνώσεων και δεξιοτήτων ή και κατάλληλων τοπικών υποδομών) αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τα εναλλακτικά/ψηφιακά δίκτυα.
Θεωρούμε εξαιρετικά αρνητικό να αποκλείονται κατ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρες κατηγορίες της πελατείας των Τραπεζών, ή να επιβαρύνονται αυτές δυσανάλογα, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες και συναλλαγές. Ακόμα πιο αρνητικό είναι να αποκλείονται ολόκληρες τοπικές κοινωνίες, η ελληνική ύπαιθρος, που αργά ή γρήγορα καταδικάζονται σε οικονομικό μαρασμό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας αναδείχθηκε:
Η κομβική σημασία της παροχής τραπεζικών υπηρεσιών.
Η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών και προϊόντων αποτελεί δημόσιο αγαθό, για τον λόγο αυτό οι Τράπεζες συνέχισαν να λειτουργούν υποχρεωτικά με απόφαση της κυβέρνησης.
Οι Τράπεζες μαζί με τους τραπεζοϋπαλλήλους έπαιξαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία ολόκληρης της οικονομίας της κοινωνίας με την ομαλή συνέχιση της καταβολής μισθών, συντάξεων, ενισχύσεων κλπ, καθώς και των πάσης φύσεως συναλλαγών.
Θέση της ΟΤΟΕ είναι πως τα καταστήματα δικτύου και το προσωπικό τους είναι το αναντικατάστατο πρόσωπο και ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης της κάθε Τράπεζας με την πελατεία στις γειτονιές και στις τοπικές κοινωνίες. Γιατί οι τράπεζες δεν πωλούν οποιοδήποτε προϊόν. Πωλούν πρώτιστα πίστη, εμπιστοσύνη. Αυτά δεν χτίζονται ούτε διατηρούνται χωρίς την απαραίτητη και αναντικατάστατη διαπροσωπική επαφή, είτε σε έκτακτες συνθήκες πανδημίας είτε σε συνθήκες κανονικότητας που σταδιακά επανερχόμαστε.
Γίνεται λόγος για συνθήκες «Τραπεζικού αποκλεισμού». Τι είναι και τι συνέπειες έχει για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τις τοπικές κοινωνίες;
Ο τραπεζικός αποκλεισμός, δηλαδή η αδυναμία πρόσβασης του κάθε πολίτη, νοικοκυριού ή επιχείρησης σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες που να βρίσκονται σε λογική απόσταση από τον τόπο της κατοικίας ή της δραστηριότητάς του, έχει πολλαπλά προβληματίσει τους διεθνείς οργανισμούς και την ίδια την Ε.Ε.
Ο ψηφιακός τραπεζικός αποκλεισμός, που είναι αλληλένδετος με τη συντελούμενη μετάβαση στην ψηφιακή Τραπεζική και με την δραστική συρρίκνωση του δικτύου τραπεζικών καταστημάτων, συνδέεται κατά κανόνα με 4 παράγοντες:
- Την αδυναμία πρόσβασης (φυσικής -σε προσιτό κατάστημα- ή και οικονομικής, λ.χ. κάλυψη κόστους αγοράς ψηφιακού εξοπλισμού, σύνδεσης, πληρωμής προμηθειών κλπ) του πελάτη στις τραπεζικές υπηρεσίες. Ειδικά στην περιφέρεια, οι ψηφιακές συναλλαγές δεν μπορεί να αποτελούν τη μόνη επιλογή για τον πελάτη, χωρίς άλλη προσιτή εναλλακτική.
- Την έλλειψη κινήτρου (αδυναμία κατανόησης της χρησιμότητας και των ωφελειών από τη χρήση εναλλακτικών καναλιών, έναντι του κόστους τους για τον πελάτη).
- Την έλλειψη ψηφιακών γνώσεων και δεξιοτήτων.
- Την έλλειψη εμπιστοσύνης στη χρήση εναλλακτικών καναλιών συναλλαγής, ιδιαίτερα τον φόβο για ψηφιακές απάτες, οι οποίες δεν έχουν εκλείψει.
Σήμερα, η ψηφιοποίηση των τραπεζικών εργασιών, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του δικτύου καταστημάτων αλλά και των ΑΤΜ, προκαλεί σοβαρά προβλήματα και επιβαρύνσεις στους συνταξιούχους, στους αγρότες, στους μικρομεσαίους και στους επαγγελματίες, όχι απαραίτητα μεγάλης ηλικίας, που αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τα εναλλακτικά διαδικτυακά κανάλια συναλλαγών.
Κατά συνέπεια όλοι αυτοί θα πρέπει να διαθέσουν χρόνο και χρήμα για μετακινήσεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν από το πλησιέστερο εναπομείναν κατάστημα ή ΑΤΜ (που δεν είναι απαραίτητα της Τράπεζας που είχαν επιλέξει, ούτε βρίσκεται σε εύλογα προσιτή απόσταση).
Σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, η απόσυρση των Τραπεζών από αυτές (σε αρκετές περιπτώσεις εναρμονισμένη με τις επιλογές ανταγωνιστριών Τραπεζών) συνδέεται με απομόνωση, υποβάθμιση και εν τέλει με οικονομικό μαρασμό, ειδικά στις δραστηριότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του τόσο κρίσιμου, στις σημερινές συνθήκες, αγροτοκτηνοτροφικού τομέα, λόγω απόσυρσης των καταθέσεων, μη ομαλής-πρόσβασης των αγροτών και των μικρομεσαίων σε επιχειρηματικές συμβουλές και δανεισμό. Όλα τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο για το κλείσιμο των καταστημάτων δικτύου στις νησιωτικές περιοχές.
Ο ψηφιακός τραπεζικός αποκλεισμός σημαντικού μέρους της πελατείας και των τοπικών κοινωνιών είναι ένα πρόβλημα που ήδη απασχολεί έντονα τους εργαζόμενους στις Τράπεζες, τις τοπικές κοινωνίες και τους τοπικούς φορείς.
Οφείλει να απασχολήσει εξίσου τις Διοικήσεις των Τραπεζών αλλά και - ως μείζον οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα - την ίδια την Πολιτεία.
Γιατί πρέπει ο ψηφιακός αποκλεισμός να απασχολήσει την Πολιτεία;
Κατ’ αρχήν υποτίθεται ότι οι εποπτικές αρχές στις περισσότερες χώρες Ε.Ε. υποχρεώνουν τις Τράπεζες να διασφαλίζουν κατάλληλη και ομαλή πρόσβαση για κάθε πολίτη, χωρίς διακρίσεις, σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες (καταθέσεις, αναλήψεις, δάνεια, λοιπές συναλλαγές κ.λπ.).
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Ε.Ε, από το 2010 επιβλήθηκαν στους πολίτες οι συναλλαγές μέσω Τράπεζας για την είσπραξη μισθών-συντάξεων, (λογαριασμοί μισθοδοσίας), οι επαγγελματικοί λογαριασμοί για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, καθώς και η απαγόρευση συναλλαγών με μετρητά για ποσά άνω των 1.500 ευρώ, με στόχο τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Από την 1/1/2013 το όριο συναλλαγών σε ρευστά μειώθηκε στα 500 ευρώ.
Από το 2014 η πληρωμή των ενοικίων ορίστηκε να γίνεται υποχρεωτικά μέσω Τράπεζας. Από το 2015 και ώς συνέπεια των capital controls, επεκτάθηκαν και έγιναν υποχρεωτικές οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και οι συναλλαγές με κάρτες, μέσω και του «κτισίματος του αφορολόγητου» .
‘Οπως ήδη αναφέρθηκε, με την έναρξη της πανδημίας επιβλήθηκε σειρά νέων περιορισμών στη χρήση μετρητών και στις συναλλαγές στα φυσικά καταστήματα των Τραπεζών, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, ενω επεκτάθηκαν περαιτέρω οι συναλλαγές με κάρτες.
Με αυτά τα δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη ότι
• αφ’ ενός οι τράπεζες ανάλωσαν για την ανάταξη και εξυγίανσή τους δημόσιο χρήμα (ανακεφαλαιοποιήσεις), με σοβαρή συνακόλουθη ζημία του ΤΧΣ και του Δημοσίου, ενω συνεχίζουν να αξιοποιούν δημόσιες εγγυήσεις για την απαλλαγή τους από τα κόκκινα δάνεια,
• αφ’ ετέρου ότι οι χ/π υπηρεσίες είναι, βάσει και των αλλεπάλληλων ρυθμίσεων στις οποίες προχώρησε η Πολιτεία βασικά και απαραίτητα δημόσια αγαθά,
εκτιμούμε ότι οι ελεγκτικοί θεσμοί, οι αρμόδιες ανεξάρτητες Αρχές και βέβαια η εκάστοτε Κυβέρνηση δεν μπορούν να μένουν αμέτοχες απέναντι στις πρακτικές δραστικής συρρίκνωσης που υιοθετούνται από τον κλάδο, τόσο σε ό,τι αφορά στα καταστήματα δικτύου, όσο και σε ό,τι αφορά στην απασχόληση.
Η πρόσβαση κάθε πολίτη και κάθε τοπικής κοινωνίας σε προσιτές και κατάλληλες για τις ανάγκες τους χ/π υπηρεσίες δεν είναι ιδιωτική υπόθεση των Τραπεζών.
Είναι ένα μείζον οικονομικό, κοινωνικό, άρα και πολιτικό πρόβλημα και οφείλει άμεσα να αντιμετωπιστεί ώς τέτοιο, με το να μπουν τίτλοι τέλους στο κλείσιμο των καταστημάτων δικτύου και στη συνεχή συρρίκνωση της απασχόλησης στις τράπεζες, λαμβάνοντας υπ’ όψη και την νέα Κλαδικής ΣΣΕ.
Αρα δεν πλεονάζει προσωπικό, όπως ισχυρίζονται οι Τράπεζες;
Με βάση τα όσα αναπτύξαμε και τεκμηριώσαμε παραπάνω, όχι μόνο δεν πλεονάζει, αλλά λείπει προσωπικό (όπως και καταστήματα στο δίκτυο των Τραπεζών).
‘Αλλωστε, για τη διαπίστωση της ύπαρξης πλεονάζοντος προσωπικού οφείλει να λαμβάνεται υπόψη η Τράπεζα στο σύνολό της, με όλα τα υποκαταστήματά της. Το προσωπικό έχει άλλωστε ως εργοδότη την Τράπεζα και όχι συγκεκριμένο κατάστημά της. Με άλλα λόγια, δεν ερευνάται μόνο τι συμβαίνει σε ένα ή σε μερικά υποκαταστήματα, δεδομένου ότι αυτά δεν έχουν επιχειρηματική αυτοτέλεια, δεν αποτελούν χωριστές επιχειρήσεις.
Σήμερα, οι Τράπεζες έχουν κυριολεκτικά γυρίσει σελίδα, αφήνοντας πίσω τις εποχές της κρίσης, κάτι που προκύπτει από όλες τις επίσημες ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων τους, επομένως το να επικαλούνται κινδύνους για περαιτέρω μείωση του λειτουργικού τους κόστους σε βάρος της απασχόλησης, τη στιγμή μάλιστα που αυτό είναι απολύτως ανταγωνιστικό σε σχέση με τα δεδομένα των Ευρωπαϊκών Τραπεζών, είναι τουλάχιστον αβάσιμη και, από νομική άποψη, καταχρηστική.
Αντώνης Βασιλόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών