Σύμφωνα με ανάλυση του Stratfor, η Ελλάδα θα αποδεχθεί μια μικρή εποπτεία από τους δανειστές της μετά το τέλος προγράμματος διάσωσης
Η παραμονή υπό την εποπτεία των δανειστών της θα είναι το «τίμημα» που θα πληρώσει η Ελλάδα για την ελάφρυνση του χρέους της, σύμφωνα με ανάλυση του Stratfor.
Όπως επισημαίνει τους επόμενους μήνες έως τον Αύγουστο του 2018, οπότε και λήγει το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης, η βασική πρόκληση της Ελλάδας θα είναι να διαπραγματευτεί μια ομαλή μετάβαση με τους δανειστές της ενώ την ίδια στιγμή θα διατηρεί την κοινωνική και πολιτική διαφωνία εντός ανεκτών ορίων.
«Η Αθήνα έχει πει ότι θέλει ένα τέλος σε οποιαδήποτε εποπτεία της ελληνικής οικονομίας από το εξωτερικό μετά τον Αύγουστο, καθώς η εποπτεία μετά το πρόγραμμα διάσωσης δεν θα ευχαριστήσει τους Έλληνες ψηφοφόρους ενώ δύσκολα θα την αποδεχτούν τα κυβερνητικά κόμματα.
Αλλά οι δανειστές θα ζητήσουν κάποιο βαθμό επίβλεψης υπό τον φόβο ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί τους τελευταίους μήνες και η Αθήνα καταλαβαίνει ότι αυτό είναι ένα ρεαλιστικό τίμημα για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Κατά συνέπεια, ένας συμβιβασμός είναι πιθανός.
Μετά τη λήξη του προγράμματος διάσωσης, η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα είναι υπό τον ίδιο σφιχτό έλεγχο που είναι τώρα, αλλά πιθανότατα θα αποδεχθεί κάποια ελαφρά εποπτεία από τους δανειστές της» επισημαίνεται στην ανάλυση του Stratfor.
Μετά το πρόγραμμα διάσωσης η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αλλά και στη διατήρηση της ανάπτυξης.
Κατά κύριο λόγο, τα τρία προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας συνίστατο σε δημοσιονομική προσαρμογή με τη μορφή φορολογικών αυξήσεων και μείωση των δαπανών παρά τη διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Έτσι, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υπέστησαν πολύ μεγαλύτερη φορολογική πίεση, η ελληνική οικονομία δεν έχει φιλελευθεροποιηθεί.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, «αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα για μελλοντικούς ηγέτες της ΕΕ και της Ελλάδας.
Χωρίς πίεση από την ένωση, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να σταματήσουν τις μεταρρυθμίσεις ή ακόμη και να επιστρέψουν στις λαϊκιστικές πολιτικές αλλά και στις πελατειακές σχέσεις που συνέβαλαν στην κρίση.
Ωστόσο, η υπερβολική πίεση από Ευρώπη θα μπορούσε να προκαλέσει νέα κύματα εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών συναισθημάτων στη χώρα».
Από καθαρά οικονομική άποψη, οι κίνδυνοι που συνδέονται με μια ελληνική έξοδο από την ευρωζώνη είναι σήμερα χαμηλότεροι από ό,τι πριν από τρία χρόνια, εν μέρει επειδή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια των θεσμικών δανειστών της.
«Ωστόσο ακόμα μία κρίση στην Ελλάδα θα προκαλέσει περισσότερες πολιτικές διαφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η βοήθεια στην Αθήνα είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα στο μπλοκ και θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη συνέχεια της ευρωζώνης» καταλήγει η ίδια ανάλυση.
www.bankingnews.gr
Όπως επισημαίνει τους επόμενους μήνες έως τον Αύγουστο του 2018, οπότε και λήγει το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης, η βασική πρόκληση της Ελλάδας θα είναι να διαπραγματευτεί μια ομαλή μετάβαση με τους δανειστές της ενώ την ίδια στιγμή θα διατηρεί την κοινωνική και πολιτική διαφωνία εντός ανεκτών ορίων.
«Η Αθήνα έχει πει ότι θέλει ένα τέλος σε οποιαδήποτε εποπτεία της ελληνικής οικονομίας από το εξωτερικό μετά τον Αύγουστο, καθώς η εποπτεία μετά το πρόγραμμα διάσωσης δεν θα ευχαριστήσει τους Έλληνες ψηφοφόρους ενώ δύσκολα θα την αποδεχτούν τα κυβερνητικά κόμματα.
Αλλά οι δανειστές θα ζητήσουν κάποιο βαθμό επίβλεψης υπό τον φόβο ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί τους τελευταίους μήνες και η Αθήνα καταλαβαίνει ότι αυτό είναι ένα ρεαλιστικό τίμημα για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Κατά συνέπεια, ένας συμβιβασμός είναι πιθανός.
Μετά τη λήξη του προγράμματος διάσωσης, η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα είναι υπό τον ίδιο σφιχτό έλεγχο που είναι τώρα, αλλά πιθανότατα θα αποδεχθεί κάποια ελαφρά εποπτεία από τους δανειστές της» επισημαίνεται στην ανάλυση του Stratfor.
Μετά το πρόγραμμα διάσωσης η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αλλά και στη διατήρηση της ανάπτυξης.
Κατά κύριο λόγο, τα τρία προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας συνίστατο σε δημοσιονομική προσαρμογή με τη μορφή φορολογικών αυξήσεων και μείωση των δαπανών παρά τη διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Έτσι, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υπέστησαν πολύ μεγαλύτερη φορολογική πίεση, η ελληνική οικονομία δεν έχει φιλελευθεροποιηθεί.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, «αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα για μελλοντικούς ηγέτες της ΕΕ και της Ελλάδας.
Χωρίς πίεση από την ένωση, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να σταματήσουν τις μεταρρυθμίσεις ή ακόμη και να επιστρέψουν στις λαϊκιστικές πολιτικές αλλά και στις πελατειακές σχέσεις που συνέβαλαν στην κρίση.
Ωστόσο, η υπερβολική πίεση από Ευρώπη θα μπορούσε να προκαλέσει νέα κύματα εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών συναισθημάτων στη χώρα».
Από καθαρά οικονομική άποψη, οι κίνδυνοι που συνδέονται με μια ελληνική έξοδο από την ευρωζώνη είναι σήμερα χαμηλότεροι από ό,τι πριν από τρία χρόνια, εν μέρει επειδή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια των θεσμικών δανειστών της.
«Ωστόσο ακόμα μία κρίση στην Ελλάδα θα προκαλέσει περισσότερες πολιτικές διαφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η βοήθεια στην Αθήνα είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα στο μπλοκ και θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη συνέχεια της ευρωζώνης» καταλήγει η ίδια ανάλυση.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών