Οι όροι του προγράμματος διάσωσης περιορίζουν τις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη κάτι που σημαίνει ότι η αλλαγή κυβέρνησης είναι σχεδόν απίθανο να οδηγήσει και σε πραγματική οικονομική αλλαγή
Η αλλαγή κυβέρνησης με ΝΔ δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι στην Ελλάδα θα σημειωθεί και πραγματική οικονομική αλλαγή, καθώς οι όροι του προγράμματος διάσωσης του 2015, περιορίζει σημαντικά το περιθώριο για χάραξη νέας οικονομικής πορείας.
Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από το άρθρο του Πάρη Ασλανίδη στην ιστοσελίδα του EUROPP-LSE με τίτλο «Ελλάδα: Η πολιτική του 3,5%» κι αφορά στη συμφωνία της προηγούμενης κυβέρνησης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και του 2% στη συνέχεια.
Ο κ. Ασλανίδης κάνει λόγο για δημοσιονομική δέσμευση μεγάλου μεγέθους, που μάλιστα είναι πρωτοφανής στην ιστορία της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας και πιέζει σημαντικά της προοπτικές της χώρας για βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη, ενώ την ίδια στιγμή αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των ελληνικών κομμάτων.
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα κόμματα που αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της χώρας δεν έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν πολιτικές που ισοδυναμούν με τις πολιτικές ιδεολογίες τους και κατά συνέπεια θα ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους.
Έτσι, αριστερά κόμματα δεν μπορούν να προτείνουν μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας.
Παράλληλα, τα δεξιά κόμματα δεν μπορούν να μειώσουν τους φόρους για να τονώσουν τις επενδύσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε κόμμα, από οποιοδήποτε πολιτικό φάσμα κι αν προέρχεται, όταν έχει στόχο ένα πλεόνασμα 3,5%, η τελική πολιτική δεν έχει καμία σχέσεις με τις πεποιθήσεις του.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, που αν και πέτυχε το στόχο του πλεονάσματος και μείωση της ανεργία στο 18%, ο Αλέξης Τσίπρας δεν κατάφερε να επανεκλεγεί.
«Η υπερφορολόγηση του πληθυσμού για την επίτευξη αυτών των στόχων, είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμοι πόροι από τον ιδιωτικό τομέα, περιορίζοντας έτσι τη συνολική ανάπτυξη» επισημαίνει ο κ. Ασλανίδης.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Αλέξης Τσίπρας δεσμεύθηκε να μειώσει άμεσα τον στόχο του πλεονάσματος στο 2,5%, προσφέροντας στους πιστωτές ένα cash buffer 5,5 δισ. ευρώ, ως εγγύηση χωρίς όμως να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι οι συνομιλητές του (σσ. δανειστές) θα αποδέχονταν την πρόταση του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος τελικά επικράτησε του Τσίπρα στις εκλογές, ανακάλυψε ένα διαφορετικό δρόμο διαφυγής που τώρα πρέπει να ακολουθήσει.
Ο ηγέτης της ΝΔ θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα στο αγαπημένο παιδί των επενδυτών, απελευθερώνοντας την οικονομία και μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση, προσελκύοντας έτσι ξένες επενδύσεις για την επίτευξη ανάπτυξης 4%.
Στη συνέχεια, ο Μητσοτάκης θα πάει στις Βρυξέλλες και θα ζητήσει χαμηλότερο στόχο για το πλεόνασμα ως επιβράβευση των "πραγματικών μεταρρυθμίσεων του"» αναφέρεται στην ίδια ανάλυση.
Τα εμπόδια
Ακόμα όμως κι αν παραβλέψουμε το λογικό επιχείρημα: γιατί να αλλάξει κάτι από τη στιγμή που μπορείς να πετύχεις ανάπτυξη 4% με την υπάρχουσα κατάσταση, ο δρόμος της ΝΔ δεν είναι εύκολος.
Αντιθέτως, υπάρχουν πολλά εμπόδια, που σύμφωνα με τον κ. Ασλανίδη είναι: Πρώτον, η πολιτική ισορροπία των δυνάμεων εντός της ΕΕ είναι ακόμα χειρότερη σήμερα από ό,τι ήταν το 2015.
Στο Βερολίνο η νέα ηγέτης του CDU, Annegret Kramp-Karrenbauer, έχει πιο επιθετική στάση αμφισβητώντας ανοιχτά την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ.
Παράλληλα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Olaf Scholz, προειδοποιεί ότι η αλλαγή των όρων του ελληνικού προγράμματος είναι «μεγάλο λάθος».
Ακόμα μια αρνητική εξέλιξη, είναι η εκλογή της Ursula von der Leyen για την προεδρία της Κομισιόν, δεδομένων των ιδεολογικών της ριζών αλλά και τη στάση της το 2011 όταν απαίτησε ότι οι Έλληνες θα πρέπει να υποθηκεύσουν χρυσό και κρατικές εταιρείες ώστε να μπουν σε πρόγραμμα διάσωσης.
Όλα αυτά σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι έχουν ενισχυθεί τα ευρωσκεπτικιστικά λαϊκιστικά κόμματα, ο Μητσοτάκης θα δυσκολευτεί πολύ να πείσει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η επιδείνωση του πολιτικού κλίματος στην ΕΕ δεν είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κάποιος δεν θα δει θετικά την αισιοδοξία της νέας κυβέρνησης.
«Άλλωστε, ακόμα κι αν δεν καταφέρει ο Μητσοτάκης, όπως ο Τσίπρας το 2015, μπορεί πάντα να υποστηρίξει πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε αντιμέτωπος με ανώτερες δυνάμεις και στη συνέχει να συνεχίσει την πορεία του.
Ο βασικός παράγοντας κινδύνου για κάθε ελληνική κυβέρνηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η εγχώρια οικονομική πολιτική δεν λειτουργεί χωρίς αλληλεπιδράσεις: το συνολικό project της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους βασίζεται σε σταθερά μέτρια έως υψηλά ποσοστά ανάπτυξης σε μια χώρα εξαιρετικά ευάλωτη σε παγκόσμιες οικονομικές διακυμάνσεις» υποστηρίζει ο κ. Ασλανίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, συνολικά το αφήγημα του πρωθυπουργού, ο οποίος θα πάει στις Βρυξέλλες για να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του προγράμματος, υπήρξε βασικό στοιχεί κάθε κόμματος της αντιπολίτευσης μετά το 2010.
«Η ιστορία τελικά τελειώνει με τον πρωθυπουργό να επιστρέφει καταρρακωμένος από το σύντομο ταξίδι του στη βελγική ή η γερμανική πρωτεύουσα με τη φράση "οι συμφωνίες είναι για να τηρούνται" χαραγμένη στο μέτωπο του.
Για να ξεφύγει από αυτές τις ταπεινωτικές εικόνες, ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι οι προσωπικές του σχέσεις και το βάρος της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα θα κάνουν τη διαφορά αυτή τη φορά.
Βεβαίως, όλοι θα ήθελαν να το πιστέψουν αυτό, αλλά οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν θα πέσουν και από τις καρέκλες τους αν δεν συμβεί» επισημαίνει και καταλήγει «εφόσον η πολιτική των πρωτοφανών πρωτογενών πλεονασμάτων εξακολουθεί να κυριαρχεί, οι κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν πραγματική οικονομική αλλαγή και η αξιοπιστία των προγραμματικών δεσμεύσεων θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία, σε έναν φαύλο κύκλο που μπορεί να αποδειχθεί μόνο επιβλαβής για την ελληνική δημοκρατία».
Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από το άρθρο του Πάρη Ασλανίδη στην ιστοσελίδα του EUROPP-LSE με τίτλο «Ελλάδα: Η πολιτική του 3,5%» κι αφορά στη συμφωνία της προηγούμενης κυβέρνησης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και του 2% στη συνέχεια.
Ο κ. Ασλανίδης κάνει λόγο για δημοσιονομική δέσμευση μεγάλου μεγέθους, που μάλιστα είναι πρωτοφανής στην ιστορία της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας και πιέζει σημαντικά της προοπτικές της χώρας για βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη, ενώ την ίδια στιγμή αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των ελληνικών κομμάτων.
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα κόμματα που αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της χώρας δεν έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν πολιτικές που ισοδυναμούν με τις πολιτικές ιδεολογίες τους και κατά συνέπεια θα ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους.
Έτσι, αριστερά κόμματα δεν μπορούν να προτείνουν μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας.
Παράλληλα, τα δεξιά κόμματα δεν μπορούν να μειώσουν τους φόρους για να τονώσουν τις επενδύσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε κόμμα, από οποιοδήποτε πολιτικό φάσμα κι αν προέρχεται, όταν έχει στόχο ένα πλεόνασμα 3,5%, η τελική πολιτική δεν έχει καμία σχέσεις με τις πεποιθήσεις του.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, που αν και πέτυχε το στόχο του πλεονάσματος και μείωση της ανεργία στο 18%, ο Αλέξης Τσίπρας δεν κατάφερε να επανεκλεγεί.
«Η υπερφορολόγηση του πληθυσμού για την επίτευξη αυτών των στόχων, είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμοι πόροι από τον ιδιωτικό τομέα, περιορίζοντας έτσι τη συνολική ανάπτυξη» επισημαίνει ο κ. Ασλανίδης.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Αλέξης Τσίπρας δεσμεύθηκε να μειώσει άμεσα τον στόχο του πλεονάσματος στο 2,5%, προσφέροντας στους πιστωτές ένα cash buffer 5,5 δισ. ευρώ, ως εγγύηση χωρίς όμως να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι οι συνομιλητές του (σσ. δανειστές) θα αποδέχονταν την πρόταση του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος τελικά επικράτησε του Τσίπρα στις εκλογές, ανακάλυψε ένα διαφορετικό δρόμο διαφυγής που τώρα πρέπει να ακολουθήσει.
Ο ηγέτης της ΝΔ θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα στο αγαπημένο παιδί των επενδυτών, απελευθερώνοντας την οικονομία και μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση, προσελκύοντας έτσι ξένες επενδύσεις για την επίτευξη ανάπτυξης 4%.
Στη συνέχεια, ο Μητσοτάκης θα πάει στις Βρυξέλλες και θα ζητήσει χαμηλότερο στόχο για το πλεόνασμα ως επιβράβευση των "πραγματικών μεταρρυθμίσεων του"» αναφέρεται στην ίδια ανάλυση.
Τα εμπόδια
Ακόμα όμως κι αν παραβλέψουμε το λογικό επιχείρημα: γιατί να αλλάξει κάτι από τη στιγμή που μπορείς να πετύχεις ανάπτυξη 4% με την υπάρχουσα κατάσταση, ο δρόμος της ΝΔ δεν είναι εύκολος.
Αντιθέτως, υπάρχουν πολλά εμπόδια, που σύμφωνα με τον κ. Ασλανίδη είναι: Πρώτον, η πολιτική ισορροπία των δυνάμεων εντός της ΕΕ είναι ακόμα χειρότερη σήμερα από ό,τι ήταν το 2015.
Στο Βερολίνο η νέα ηγέτης του CDU, Annegret Kramp-Karrenbauer, έχει πιο επιθετική στάση αμφισβητώντας ανοιχτά την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ.
Παράλληλα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Olaf Scholz, προειδοποιεί ότι η αλλαγή των όρων του ελληνικού προγράμματος είναι «μεγάλο λάθος».
Ακόμα μια αρνητική εξέλιξη, είναι η εκλογή της Ursula von der Leyen για την προεδρία της Κομισιόν, δεδομένων των ιδεολογικών της ριζών αλλά και τη στάση της το 2011 όταν απαίτησε ότι οι Έλληνες θα πρέπει να υποθηκεύσουν χρυσό και κρατικές εταιρείες ώστε να μπουν σε πρόγραμμα διάσωσης.
Όλα αυτά σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι έχουν ενισχυθεί τα ευρωσκεπτικιστικά λαϊκιστικά κόμματα, ο Μητσοτάκης θα δυσκολευτεί πολύ να πείσει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η επιδείνωση του πολιτικού κλίματος στην ΕΕ δεν είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κάποιος δεν θα δει θετικά την αισιοδοξία της νέας κυβέρνησης.
«Άλλωστε, ακόμα κι αν δεν καταφέρει ο Μητσοτάκης, όπως ο Τσίπρας το 2015, μπορεί πάντα να υποστηρίξει πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε αντιμέτωπος με ανώτερες δυνάμεις και στη συνέχει να συνεχίσει την πορεία του.
Ο βασικός παράγοντας κινδύνου για κάθε ελληνική κυβέρνηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η εγχώρια οικονομική πολιτική δεν λειτουργεί χωρίς αλληλεπιδράσεις: το συνολικό project της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους βασίζεται σε σταθερά μέτρια έως υψηλά ποσοστά ανάπτυξης σε μια χώρα εξαιρετικά ευάλωτη σε παγκόσμιες οικονομικές διακυμάνσεις» υποστηρίζει ο κ. Ασλανίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, συνολικά το αφήγημα του πρωθυπουργού, ο οποίος θα πάει στις Βρυξέλλες για να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του προγράμματος, υπήρξε βασικό στοιχεί κάθε κόμματος της αντιπολίτευσης μετά το 2010.
«Η ιστορία τελικά τελειώνει με τον πρωθυπουργό να επιστρέφει καταρρακωμένος από το σύντομο ταξίδι του στη βελγική ή η γερμανική πρωτεύουσα με τη φράση "οι συμφωνίες είναι για να τηρούνται" χαραγμένη στο μέτωπο του.
Για να ξεφύγει από αυτές τις ταπεινωτικές εικόνες, ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι οι προσωπικές του σχέσεις και το βάρος της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα θα κάνουν τη διαφορά αυτή τη φορά.
Βεβαίως, όλοι θα ήθελαν να το πιστέψουν αυτό, αλλά οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν θα πέσουν και από τις καρέκλες τους αν δεν συμβεί» επισημαίνει και καταλήγει «εφόσον η πολιτική των πρωτοφανών πρωτογενών πλεονασμάτων εξακολουθεί να κυριαρχεί, οι κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν πραγματική οικονομική αλλαγή και η αξιοπιστία των προγραμματικών δεσμεύσεων θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία, σε έναν φαύλο κύκλο που μπορεί να αποδειχθεί μόνο επιβλαβής για την ελληνική δημοκρατία».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών