
Η επιρροή των ΗΠΑ στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν του εμπορίου…
Αν η κυβέρνηση Trump αποφασίσει να περιορίσει τη ρευστότητα, οι διεθνείς αγορές κινδυνεύουν με σοκ άνευ προηγουμένου... Και το ερώτημα πλέον δεν είναι αν, αλλά πότε θα πατηθεί… το κουμπί, σημειώνει σε έκθεσή του εκ των κορυφαίων αναλυτών της Deutsche Bank, George Saravelos…
Πιο συγκεκριμένα, η χρήση των δασμών από την Αμερική για την προώθηση των γεωπολιτικών και οικονομικών της στόχων κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα, ωστόσο, η επιρροή της στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν του εμπορίου.
Για να τονίσει αυτό, το Reuters αυτή την εβδομάδα ανέφερε ότι οι Ευρωπαίοι policymakers αναρωτιούνται εάν η Fed θα ήταν πρόθυμη και ικανή να παρέχει ρευστότητα σε δολάρια σε περιόδους χρηματοοικονομικής πίεσης. - και σε αυτό το πλαίσιο, η Deutsche Bank εξετάζει τον ρόλο της Fed ως διεθνούς δανειστή έσχατης ανάγκης…
Fed swap lines - Τι είναι και γιατί είναι σημαντικές;
Όπως αναφέρει η γερμανική τράπεζα, το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο παγκόσμιο νόμισμα, ξεπερνώντας κατά πολύ την επιρροή των ΗΠΑ στο διεθνές εμπόριο.
Τα στοιχεία ενεργητικού που είναι εκφρασμένα σε δολάρια, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου (US Treasury securities), αποτελούν την πιο δημοφιλή μορφή «ασφαλούς» επένδυσης για τις κεντρικές τράπεζες και τους ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Παράλληλα, το δολάριο συνεχίζει να κυριαρχεί στις διεθνείς συναλλαγές: με αυτό επιτυγχάνεται το 40% των εμπορικών τιμολογήσεων παγκοσμίως και το 47% του διασυνοριακού δανεισμού.
Όμως, από πού προέρχεται η ρευστότητα σε δολάρια για μη κατοίκους των ΗΠΑ;
Σε μεγάλο βαθμό, όχι από τις αμερικανικές εισαγωγές, όπως συχνά πιστεύεται.
Αντιθέτως, τα περισσότερα δολάρια προέρχονται από την αγορά ανταλλαγής συναλλάγματος (FX swap market).
Οι ανταλλαγές συναλλάγματος (FX swaps) περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη ανταλλαγή εγχώριου και ξένου νομίσματος με συμφωνία επαναγοράς σε μελλοντική ημερομηνία και καθορισμένη τιμή.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα δάνειο σε δολάρια με ξένο νόμισμα ως εγγύηση.
Οι μη αμερικανικές οντότητες δανείζονται δολάρια ανταλλάσσοντας το δικό τους νόμισμα, συνήθως ανανεώνοντας αυτή τη συμφωνία σε λήξεις μικρότερες του ενός έτους.
Αυτά τα δολάρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πληρωμές εισαγωγών, για κάλυψη αναγκών ρευστότητας σε άλλες υποχρεώσεις σε δολάρια ή για τη χρηματοδότηση αγορών αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, λέει η Deutsche Bank, ότι μια αντισταθμισμένη επένδυση σε αμερικανικά ομόλογα ή μετοχές είναι οικονομικά ισοδύναμη με ένα δάνειο σε δολάρια με εγγύηση, που χρησιμοποιείται για την αγορά του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου.
Όταν το αμερικανικό περιουσιακό στοιχείο πωλείται, τα έσοδα χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του δανείου σε δολάρια και την ανάκτηση του τοπικού νομίσματος.
Το μέγεθος της αγοράς ανταλλαγής συναλλάγματος είναι τεράστιο.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) εκτίμησε το 2022 ότι το συνολικό ύψος των υποχρεώσεων σε ανταλλαγές συναλλάγματος και προθεσμιακές συναλλαγές ανήλθε σε 97 τρισεκατομμύρια δολάρια – ποσό περίπου ισοδύναμο με το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Το δολάριο κυριαρχεί σε αυτή την αγορά, αποτελώντας τη μία πλευρά στο 88% των ανοιχτών θέσεων.
Οι περισσότερες από αυτές τις υποχρεώσεις σε δολάρια βαρύνουν μη αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Αν και αυτοί οι αριθμοί μπορεί να ακούγονται ανησυχητικοί, η αγορά ανταλλαγής συναλλάγματος είναι μια σχετικά μοναδική και λιγότερο επικίνδυνη μορφή δανεισμού.
Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι σημαντικά μειωμένος, καθώς οι ανταλλαγές συναλλάγματος περιλαμβάνουν την πλήρη ανταλλαγή του αρχικού κεφαλαίου (δηλαδή των δύο νομισμάτων που ανταλλάσσονται) κατά την έναρξη της συναλλαγής.
Ο κίνδυνος διακανονισμού μειώνεται επίσης μέσω ιδρυμάτων όπως το CLS.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Deutsche Bank, διαπιστώνεται μία μεγάλη ευαλωτότητα σε αυτήν την αγορά.
Η πλειονότητα των ανταλλαγών συναλλάγματος (FX swaps) έχει σχετικά βραχυπρόθεσμες λήξεις, ενώ τα αντίστοιχα δολαριακά assets έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, δημιουργώντας ένα σημαντικό πρόβλημα αναντιστοιχίας ενεργητικού – παθητικού (asset-liability mismatch).
Οι πιέσεις στις εξωχώριες αγορές χρηματοδότησης εμφανίζονται όταν οι ισολογισμοί των αμερικανικών τραπεζών βρίσκονται υπό πίεση, μειώνοντας τη δυνατότητά τους να δανείζουν δολάρια, ή όταν παγκόσμιες κρίσεις – όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09 ή η πανδημία του 2020 – οδηγούν σε μια μαζική αναζήτηση ασφαλών στοιχείων ενεργητικού.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τράπεζες γίνονται απρόθυμες ή ανίκανες να ανανεώσουν αυτά τα εξασφαλισμένα βραχυπρόθεσμα δάνεια σε δολάρια, οδηγώντας σε κρίση ρευστότητας.
Αυτό είναι το σημείο όπου παρεμβαίνει η Fed ως η μοναδική πηγή «υψηλής ισχύος» δολαρίων.
Όπως μια εθνική κεντρική τράπεζα παρέχει ρευστότητα στις τοπικές τράπεζες, έτσι και η Fed λειτουργεί ως διεθνής δανειστής έσχατης ανάγκης σε περιόδους κρίσης χρηματοδότησης σε δολάρια.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008/09, η Fed δημιούργησε αρχικά γραμμές ανταλλαγής (swap lines) με πέντε κεντρικές τράπεζες προηγμένων οικονομιών για να αντιμετωπίσει την έλλειψη δολαρίων, επιτρέποντας σε ξένες κεντρικές τράπεζες να δανείζουν δολάρια σε εξωχώριους συμμετέχοντες.
Στη συνέχεια, αυτό το δίκτυο επεκτάθηκε σε δέκα κεντρικές τράπεζες προηγμένων οικονομιών, πριν η Fed προχωρήσει στη σύναψη γραμμών ανταλλαγής και με τέσσερις κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων αγορών (Βραζιλίας, Κορέας, Μεξικού και Σιγκαπούρης) στα τέλη του 2008.
Η αύξηση του ισολογισμού της Fed λόγω αυτών των swap lines ήταν σημαντική, με τις εκταμιεύσεις να κορυφώνονται σε πάνω από 550 δισ. δολάρια.
Μια άλλη περίοδος κατά την οποία υπήρξαν μεγάλες εκταμιεύσεις μέσω των γραμμών ανταλλαγής της Fed ήταν στις αρχές της πανδημίας COVID.
Οι εκταμιεύσεις έφτασαν λίγο κάτω από τα 450 δισ. δολάρια, αλλά είναι πιθανό ότι η ύπαρξη αυτών των γραμμών βοήθησε στον περιορισμό της ζήτησης για δολάρια, αποτρέποντας ακόμα μεγαλύτερη εκταμίευση.
Επιπλέον, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ παρείχε ρευστότητα σε δολάρια σε κεντρικές τράπεζες που δεν είχαν πρόσβαση στις γραμμές ανταλλαγής, με αντάλλαγμα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ ως εγγύηση.

Οι γραμμές ανταλλαγής ως μοχλός πίεσης – ένα δίκοπο μαχαίρι
Δεδομένης της σημασίας των γραμμών ανταλλαγής (swap lines) της Fed για τη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μορφή οικονομικής επιρροής των ΗΠΑ; διερωτάται η Deutsche Bank.
Τι θα συνέβαινε αν η κυβέρνηση Trump απομακρυνόταν από τη δέσμευση των ΗΠΑ να διατηρήσουν τη ρευστότητα σε δολάρια;
«Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η ευθύνη για την επέκταση των γραμμών ανταλλαγής δολαρίων σε ξένες κεντρικές τράπεζες ανήκει στη Fed και όχι στην εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει έμμεση επιρροή τόσο μέσω ηθικής πίεσης όσο και μέσω του διορισμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Fed» σημειώνει η γερμανική τράπεζα.
Το άμεσο ερώτημα είναι εάν η Fed θα μπορούσε να αρνηθεί την παροχή ρευστότητας σε περίοδο έντονου χρηματοοικονομικού στρες. Οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές.
Αν η Fed δεν είχε παρέμβει κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09 και την πανδημία COVID, τα συναλλαγματικά αποθέματα των ξένων κεντρικών τραπεζών και διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ πιθανότατα δεν θα επαρκούσαν για να καλύψουν τη ζήτηση για δολάρια.
Αυτό θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του κόστους δανεισμού σε δολάρια, περισσότερες χρεοκοπίες και ενδεχομένως συστημικές συνέπειες για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ένα δίκοπο μαχαίρι για τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Αρχικά, βραχυπρόθεσμα, η έντονη ζήτηση για δολάρια θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης σε δολάρια και σε απότομη ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος.
Η χρηματοπιστωτική πίεση θα εξαπλωνόταν αναπόφευκτα και στο ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Δεν είναι σαφές εάν αυτός θα ήταν ένας επιθυμητός στόχος πολιτικής για την αμερικανική κυβέρνηση.
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι συναλλαγματικές ανταλλαγές (FX swaps) χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιστάθμιση ξένων περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ, η απόσυρση της ρευστότητας θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπιθύμητα δευτερογενή φαινόμενα, όπως αναγκαστικές πωλήσεις αμερικανικών στοιχείων ενεργητικού (π.χ. τίτλων MBS ή ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου).
Για όλους αυτούς τους λόγους, η απόσυρση της στήριξης σε περίοδο συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη απόφαση.
Τι θα συνέβαινε όμως με μια πιο προληπτική ή επιλεκτική στρατηγική;
Δεδομένου ότι η Fed έχει στο παρελθόν παράσχει γραμμές ανταλλαγής σε δεκατέσσερις κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων σε αναδυόμενες αγορές – οι ΗΠΑ θα μπορούσαν θεωρητικά να χρησιμοποιήσουν την πρόσβαση σε αυτές τις γραμμές ως μέσο πίεσης για άλλους πολιτικούς σκοπούς.
Πράγματι, ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι οι πολιτικές σχέσεις με τις ΗΠΑ επηρεάζουν την πιθανότητα μιας κεντρικής τράπεζας να έχει πρόσβαση σε swap lines.
Αναμένεται ότι μια τέτοια επιλεκτική προσέγγιση θα οδηγούσε σε αύξηση του cross-currency basis, καθώς η αγορά θα επανεκτιμούσε το επίπεδο χρηματοδότησης που θα προσέφερε η Fed σε περίπτωση κρίσης. Σε κάποιο βαθμό, αυτό θα ενίσχυε και το δολάριο.
Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα ήταν πολύ πιο σημαντικές.
Σε τελική ανάλυση, η απόσυρση της Fed από τον ρόλο της ως διεθνούς δανειστή έσχατης ανάγκης θα ισοδυναμούσε με την υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου ως του ασφαλέστερου παγκόσμιου νομίσματος, σημειώνει ο γερμανικός οίκος και προσθέτει:
Αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευση της Fed να διατηρεί τη ρευστότητα σε δολάρια –ιδιαίτερα απέναντι σε σημαντικούς συμμάχους– θα επιτάχυναν τις προσπάθειες άλλων χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αυτό θα οδηγούσε, τελικά, σε μείωση της ξένης κατοχής αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και σε μια συνολική αποδυνάμωση του ρόλου του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ, όπως η Κίνα και η Ρωσία, δεν έχουν πρόσβαση σε swap lines με τη Fed και έχουν ενισχύσει τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα είτε μέσω μεγάλης συσσώρευσης συναλλαγματικών αποθεμάτων είτε μέσω της αποδολαριοποίησης.
«Αν τέτοιες ανησυχίες επεκτείνονταν στους συμμάχους των ΗΠΑ, τότε, κατά την άποψή μας, αυτό θα έδινε τη σημαντικότερη ώθηση προς το παγκόσμιο κύμα αποδολαριοποίησης από την εποχή της δημιουργίας του μεταπολεμικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος» καταλήγει η Deutsche Bank.
www.bankingnews.gr
Πιο συγκεκριμένα, η χρήση των δασμών από την Αμερική για την προώθηση των γεωπολιτικών και οικονομικών της στόχων κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα, ωστόσο, η επιρροή της στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν του εμπορίου.
Για να τονίσει αυτό, το Reuters αυτή την εβδομάδα ανέφερε ότι οι Ευρωπαίοι policymakers αναρωτιούνται εάν η Fed θα ήταν πρόθυμη και ικανή να παρέχει ρευστότητα σε δολάρια σε περιόδους χρηματοοικονομικής πίεσης. - και σε αυτό το πλαίσιο, η Deutsche Bank εξετάζει τον ρόλο της Fed ως διεθνούς δανειστή έσχατης ανάγκης…
Fed swap lines - Τι είναι και γιατί είναι σημαντικές;
Όπως αναφέρει η γερμανική τράπεζα, το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο παγκόσμιο νόμισμα, ξεπερνώντας κατά πολύ την επιρροή των ΗΠΑ στο διεθνές εμπόριο.
Τα στοιχεία ενεργητικού που είναι εκφρασμένα σε δολάρια, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου (US Treasury securities), αποτελούν την πιο δημοφιλή μορφή «ασφαλούς» επένδυσης για τις κεντρικές τράπεζες και τους ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Παράλληλα, το δολάριο συνεχίζει να κυριαρχεί στις διεθνείς συναλλαγές: με αυτό επιτυγχάνεται το 40% των εμπορικών τιμολογήσεων παγκοσμίως και το 47% του διασυνοριακού δανεισμού.
Όμως, από πού προέρχεται η ρευστότητα σε δολάρια για μη κατοίκους των ΗΠΑ;
Σε μεγάλο βαθμό, όχι από τις αμερικανικές εισαγωγές, όπως συχνά πιστεύεται.
Αντιθέτως, τα περισσότερα δολάρια προέρχονται από την αγορά ανταλλαγής συναλλάγματος (FX swap market).
Οι ανταλλαγές συναλλάγματος (FX swaps) περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη ανταλλαγή εγχώριου και ξένου νομίσματος με συμφωνία επαναγοράς σε μελλοντική ημερομηνία και καθορισμένη τιμή.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα δάνειο σε δολάρια με ξένο νόμισμα ως εγγύηση.
Οι μη αμερικανικές οντότητες δανείζονται δολάρια ανταλλάσσοντας το δικό τους νόμισμα, συνήθως ανανεώνοντας αυτή τη συμφωνία σε λήξεις μικρότερες του ενός έτους.
Αυτά τα δολάρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πληρωμές εισαγωγών, για κάλυψη αναγκών ρευστότητας σε άλλες υποχρεώσεις σε δολάρια ή για τη χρηματοδότηση αγορών αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, λέει η Deutsche Bank, ότι μια αντισταθμισμένη επένδυση σε αμερικανικά ομόλογα ή μετοχές είναι οικονομικά ισοδύναμη με ένα δάνειο σε δολάρια με εγγύηση, που χρησιμοποιείται για την αγορά του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου.
Όταν το αμερικανικό περιουσιακό στοιχείο πωλείται, τα έσοδα χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του δανείου σε δολάρια και την ανάκτηση του τοπικού νομίσματος.
Το μέγεθος της αγοράς ανταλλαγής συναλλάγματος είναι τεράστιο.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) εκτίμησε το 2022 ότι το συνολικό ύψος των υποχρεώσεων σε ανταλλαγές συναλλάγματος και προθεσμιακές συναλλαγές ανήλθε σε 97 τρισεκατομμύρια δολάρια – ποσό περίπου ισοδύναμο με το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Το δολάριο κυριαρχεί σε αυτή την αγορά, αποτελώντας τη μία πλευρά στο 88% των ανοιχτών θέσεων.
Οι περισσότερες από αυτές τις υποχρεώσεις σε δολάρια βαρύνουν μη αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Αν και αυτοί οι αριθμοί μπορεί να ακούγονται ανησυχητικοί, η αγορά ανταλλαγής συναλλάγματος είναι μια σχετικά μοναδική και λιγότερο επικίνδυνη μορφή δανεισμού.
Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι σημαντικά μειωμένος, καθώς οι ανταλλαγές συναλλάγματος περιλαμβάνουν την πλήρη ανταλλαγή του αρχικού κεφαλαίου (δηλαδή των δύο νομισμάτων που ανταλλάσσονται) κατά την έναρξη της συναλλαγής.
Ο κίνδυνος διακανονισμού μειώνεται επίσης μέσω ιδρυμάτων όπως το CLS.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Deutsche Bank, διαπιστώνεται μία μεγάλη ευαλωτότητα σε αυτήν την αγορά.
Η πλειονότητα των ανταλλαγών συναλλάγματος (FX swaps) έχει σχετικά βραχυπρόθεσμες λήξεις, ενώ τα αντίστοιχα δολαριακά assets έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, δημιουργώντας ένα σημαντικό πρόβλημα αναντιστοιχίας ενεργητικού – παθητικού (asset-liability mismatch).
Οι πιέσεις στις εξωχώριες αγορές χρηματοδότησης εμφανίζονται όταν οι ισολογισμοί των αμερικανικών τραπεζών βρίσκονται υπό πίεση, μειώνοντας τη δυνατότητά τους να δανείζουν δολάρια, ή όταν παγκόσμιες κρίσεις – όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09 ή η πανδημία του 2020 – οδηγούν σε μια μαζική αναζήτηση ασφαλών στοιχείων ενεργητικού.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τράπεζες γίνονται απρόθυμες ή ανίκανες να ανανεώσουν αυτά τα εξασφαλισμένα βραχυπρόθεσμα δάνεια σε δολάρια, οδηγώντας σε κρίση ρευστότητας.
Αυτό είναι το σημείο όπου παρεμβαίνει η Fed ως η μοναδική πηγή «υψηλής ισχύος» δολαρίων.
Όπως μια εθνική κεντρική τράπεζα παρέχει ρευστότητα στις τοπικές τράπεζες, έτσι και η Fed λειτουργεί ως διεθνής δανειστής έσχατης ανάγκης σε περιόδους κρίσης χρηματοδότησης σε δολάρια.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008/09, η Fed δημιούργησε αρχικά γραμμές ανταλλαγής (swap lines) με πέντε κεντρικές τράπεζες προηγμένων οικονομιών για να αντιμετωπίσει την έλλειψη δολαρίων, επιτρέποντας σε ξένες κεντρικές τράπεζες να δανείζουν δολάρια σε εξωχώριους συμμετέχοντες.
Στη συνέχεια, αυτό το δίκτυο επεκτάθηκε σε δέκα κεντρικές τράπεζες προηγμένων οικονομιών, πριν η Fed προχωρήσει στη σύναψη γραμμών ανταλλαγής και με τέσσερις κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων αγορών (Βραζιλίας, Κορέας, Μεξικού και Σιγκαπούρης) στα τέλη του 2008.
Η αύξηση του ισολογισμού της Fed λόγω αυτών των swap lines ήταν σημαντική, με τις εκταμιεύσεις να κορυφώνονται σε πάνω από 550 δισ. δολάρια.
Μια άλλη περίοδος κατά την οποία υπήρξαν μεγάλες εκταμιεύσεις μέσω των γραμμών ανταλλαγής της Fed ήταν στις αρχές της πανδημίας COVID.
Οι εκταμιεύσεις έφτασαν λίγο κάτω από τα 450 δισ. δολάρια, αλλά είναι πιθανό ότι η ύπαρξη αυτών των γραμμών βοήθησε στον περιορισμό της ζήτησης για δολάρια, αποτρέποντας ακόμα μεγαλύτερη εκταμίευση.
Επιπλέον, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ παρείχε ρευστότητα σε δολάρια σε κεντρικές τράπεζες που δεν είχαν πρόσβαση στις γραμμές ανταλλαγής, με αντάλλαγμα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ ως εγγύηση.
Οι γραμμές ανταλλαγής ως μοχλός πίεσης – ένα δίκοπο μαχαίρι
Δεδομένης της σημασίας των γραμμών ανταλλαγής (swap lines) της Fed για τη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μορφή οικονομικής επιρροής των ΗΠΑ; διερωτάται η Deutsche Bank.
Τι θα συνέβαινε αν η κυβέρνηση Trump απομακρυνόταν από τη δέσμευση των ΗΠΑ να διατηρήσουν τη ρευστότητα σε δολάρια;
«Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η ευθύνη για την επέκταση των γραμμών ανταλλαγής δολαρίων σε ξένες κεντρικές τράπεζες ανήκει στη Fed και όχι στην εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει έμμεση επιρροή τόσο μέσω ηθικής πίεσης όσο και μέσω του διορισμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Fed» σημειώνει η γερμανική τράπεζα.
Το άμεσο ερώτημα είναι εάν η Fed θα μπορούσε να αρνηθεί την παροχή ρευστότητας σε περίοδο έντονου χρηματοοικονομικού στρες. Οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές.
Αν η Fed δεν είχε παρέμβει κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09 και την πανδημία COVID, τα συναλλαγματικά αποθέματα των ξένων κεντρικών τραπεζών και διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ πιθανότατα δεν θα επαρκούσαν για να καλύψουν τη ζήτηση για δολάρια.
Αυτό θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του κόστους δανεισμού σε δολάρια, περισσότερες χρεοκοπίες και ενδεχομένως συστημικές συνέπειες για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ένα δίκοπο μαχαίρι για τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Αρχικά, βραχυπρόθεσμα, η έντονη ζήτηση για δολάρια θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης σε δολάρια και σε απότομη ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος.
Η χρηματοπιστωτική πίεση θα εξαπλωνόταν αναπόφευκτα και στο ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Δεν είναι σαφές εάν αυτός θα ήταν ένας επιθυμητός στόχος πολιτικής για την αμερικανική κυβέρνηση.
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι συναλλαγματικές ανταλλαγές (FX swaps) χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιστάθμιση ξένων περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ, η απόσυρση της ρευστότητας θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπιθύμητα δευτερογενή φαινόμενα, όπως αναγκαστικές πωλήσεις αμερικανικών στοιχείων ενεργητικού (π.χ. τίτλων MBS ή ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου).
Για όλους αυτούς τους λόγους, η απόσυρση της στήριξης σε περίοδο συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη απόφαση.
Τι θα συνέβαινε όμως με μια πιο προληπτική ή επιλεκτική στρατηγική;
Δεδομένου ότι η Fed έχει στο παρελθόν παράσχει γραμμές ανταλλαγής σε δεκατέσσερις κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων σε αναδυόμενες αγορές – οι ΗΠΑ θα μπορούσαν θεωρητικά να χρησιμοποιήσουν την πρόσβαση σε αυτές τις γραμμές ως μέσο πίεσης για άλλους πολιτικούς σκοπούς.
Πράγματι, ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι οι πολιτικές σχέσεις με τις ΗΠΑ επηρεάζουν την πιθανότητα μιας κεντρικής τράπεζας να έχει πρόσβαση σε swap lines.
Αναμένεται ότι μια τέτοια επιλεκτική προσέγγιση θα οδηγούσε σε αύξηση του cross-currency basis, καθώς η αγορά θα επανεκτιμούσε το επίπεδο χρηματοδότησης που θα προσέφερε η Fed σε περίπτωση κρίσης. Σε κάποιο βαθμό, αυτό θα ενίσχυε και το δολάριο.
Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα ήταν πολύ πιο σημαντικές.
Σε τελική ανάλυση, η απόσυρση της Fed από τον ρόλο της ως διεθνούς δανειστή έσχατης ανάγκης θα ισοδυναμούσε με την υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου ως του ασφαλέστερου παγκόσμιου νομίσματος, σημειώνει ο γερμανικός οίκος και προσθέτει:
Αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευση της Fed να διατηρεί τη ρευστότητα σε δολάρια –ιδιαίτερα απέναντι σε σημαντικούς συμμάχους– θα επιτάχυναν τις προσπάθειες άλλων χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αυτό θα οδηγούσε, τελικά, σε μείωση της ξένης κατοχής αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και σε μια συνολική αποδυνάμωση του ρόλου του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ, όπως η Κίνα και η Ρωσία, δεν έχουν πρόσβαση σε swap lines με τη Fed και έχουν ενισχύσει τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα είτε μέσω μεγάλης συσσώρευσης συναλλαγματικών αποθεμάτων είτε μέσω της αποδολαριοποίησης.
«Αν τέτοιες ανησυχίες επεκτείνονταν στους συμμάχους των ΗΠΑ, τότε, κατά την άποψή μας, αυτό θα έδινε τη σημαντικότερη ώθηση προς το παγκόσμιο κύμα αποδολαριοποίησης από την εποχή της δημιουργίας του μεταπολεμικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος» καταλήγει η Deutsche Bank.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών