Τα αποτελέσματα σε Η.Β. και Γαλλία αποδεικνύουν ότι οι υποτιθέμενες δημοκρατικές δυνάμεις δεν έχoυν κατανοήσει τα υπόβαθρα της κοινωνικής δυσαρέσκειας
Η εκλογική αναμέτρηση στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιουλίου και ο δεύτερος γύρος της εκλογικής αναμέτρησης στην Γαλλία στις 9 Ιουλίου έδωσαν την δυνατότητα σε ορισμένους να μιλήσουν για την μεγαλύτερη πολιτική στροφή μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφορικά με το αποτέλεσμα στο Η.Β. και για την αναστροφή της τάσης παρακμής της κεντροαριστεράς όπως αυτή είχε καταγράφει σε αρκετές χώρες, Ελλάδα, Ιταλία και Γερμανία.
Η οπτική αυτή γωνία είναι σαφώς επηρεασμένη από την ανάγκη και τα θέλω μιας ομάδος αναλυτών που αρέσκονται στις αυταπάτες και στις ψευδαισθήσεις.
Διακρίνουν και ενισχύουν το ορατό αφήνοντας στην άκρη μια όχι και τόσο βαθιά ανάλυση των δεδομένων που χαλάει την δομή του παραμυθιού που πιστεύουν ότι αποτελεί την πραγματικότητα.
Διότι ειδικά αυτή την χρονική περίοδο αποτελεί ύψιστη αυταπάτη εάν κάποιος νομίζει ότι πήρε τέλος η πορεία παρακμής της κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα ότι τελείωσε η δυναμική ενίσχυση πολιτικών κομμάτων και αντιλήψεων που κινούνται δεξιότερα του κέντρου.
Δεν υπάρχει χειρότερη ψευδαίσθηση από αυτή που θέλει τις εκλογές σε Η.Β. και Γαλλία να σηματοδοτούν την αναστροφή της τάσης ενίσχυσης της λαϊκής/ πατριωτικής/θρησκευτικής/εθνικιστικής /άκρας δεξιάς.
Τα αποτελέσματα σε Η.Β. και Γαλλία αποδεικνύουν ότι οι υποτιθέμενες δημοκρατικές δυνάμεις , οι δυνάμεις της πολιτικής ορθότητας, εάν φυσικά θεωρούμε τον πρώην τροτσκιστή Μελανσόν για το οποίο ο σύμμαχος του στην ιδιότυπη συμμαχία του δευτέρου γύρου πρόεδρος Μακρόν αποκαλεί πανούκλα και απειλή για την δημοκρατία, γρανάζι του δημοκρατικού τόξου, δεν έχει κατανοήσει τα υπόβαθρα της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Στο Η.Β. η ήττα των συντηρητικών δεν αποτελεί ήττα της ιδεολογίας που πρεσβεύει αλλά ήττα της διαχείρισης που η ανικανότητα, η έλλειψη σοβαρότητας καθώς και η απουσία προνοητικότητας διαμόρφωσαν.
Το εκλογικό σύστημα μπορεί να οδήγησε στον διπλασιασμό των εδρών των εργατικών και στην δημιουργία ισχυρότατου υπόβαθρου κοινοβουλευτικής δύναμης πλην όμως η αποδοχή των εργατικών για το μέγεθος της εκλογικής συντριβής των συντηρητικών είναι ιδιαίτερα μικρή.
Διότι όταν μεταξύ της προηγούμενης αναμέτρησης του 2019 και της τωρινής οι συντηρητικοί χάνουν 18,7 ποσοστιαίες μονάδες και από αυτές μόνο τις 1,6 καρπώνονται οι εργατικοί τότε εύκολα γίνεται κατανοητό ότι οι συντηρητικοί έχασαν, αλλά ούτε οι εργατικοί κέρδισαν.
Απλά θα κυβερνήσουν διότι αυτό επιβάλει το εκλογικό σύστημα.
Το 33,7% που έλαβαν οι εργατικοί αποτελεί το μικρότερο ποσοστό κόμματος που θα κυβερνήσει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ότι οι εργατικοί αντί κερδών έχουν και απώλειες σε επίπεδο ψήφων φαίνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή αναμέτρηση έλαβαν 9,7 εκατομμύρια ψήφους, λιγότερους κατά 500 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με το 2019 και κατά 3 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με το 2017.
Πολλοί βεβαίως θα ισχυριστούν ότι υποτιμούμαι την εκλογική νίκη των εργατικών και πως αναζητούμε δικαιολογίες για την εκλογική συντριβή των συντηρητικών .
Κάθε άλλο, η ήττα των συντηρητικών ήταν μεγάλη σε επίπεδο κατάρρευσης, πλην όμως πιστεύουμε ότι αυτό που συνέβη στο Η.Β. αποτελεί κάτι το πρόσκαιρο, είναι μια προσωρινή πολιτική στροφή που έχει σχέση με την αποδοκιμασία ενός συγκεκριμένου τρόπου διακυβέρνησης και όχι μια μακροπρόθεσμη τάση που έχει σχέση με την πιο θεμελιώδη μετατόπιση ψηφοφόρων προς τα αριστερά.
Παράλληλα όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μη αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων οδηγεί το εκλογικό σώμα σε μη συστημικές επιλογές και δει προς την ακροδεξιά .
Το κόμμα του λαϊκιστή Ντάιτζελ Φάρατζ, Reform, μπορεί να έλαβε μόνο 4 έδρες, όμως μετά από επτά αποτυχημένες προσπάθειες μπήκε για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο και αποτελεί την δεύτερη δύναμη σε πολλές περιφέρειες.
Η δυσαρμονία μεταξύ ψήφων και εδρών, κάτι που δεν λαμβάνεται αρκετά σοβαρά υπόψη από πολλούς, φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ το ποσοστό του σε επίπεδο ψήφων φθάνει το 14,3% σε επίπεδο εδρών φθάνει μόνο το 1%.
Η δυναμική του είναι μεγάλη εάν σκεφθούμε ότι στις προηγούμενες εκλογές είχε ποσοστό 2,2% και σήμερα έχει 14,3% , ενώ αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη με 4,1 εκατομμύρια ψηφοφόρους.
Στη Γαλλία η δυσαρμονία ψήφων και εδρών είναι ακόμη πιο εμφανής και πιο δηλωτική του ισχυρού ρεύματος της ακροδεξιάς.
Ο πολιτικός αχταρμάς του Νέου Λαϊκού Μετώπου που αποτελείτε από μετριοπαθείς σοσιαλιστές έως ακροαριστερούς τύπου Μελανσόν, πήρε 182 έδρες και 7 εκατομμύρια ψήφους ενώ η τρίτη δύναμη σε επίπεδο εδρών Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν έλαβε 143 έδρες και την ψήφισαν 10,1 εκατομμύρια ψηφοφόροι.
Στην ουσία σε επίπεδο κοινωνίας η Λεπέν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη με ποσοστό 37,05%, η Νέα Αριστερά δεύτερη με 25,7% και ο Μακρόν με τους Κεντρώους στη τρίτη με 23,15% αλλά με 168 έδρες λόγω ακριβώς του πολιτικού τεχνάσματος της απόσυρσης υποψηφίων και της ιδιότυπης πολιτικά συμμαχίας με τους αριστερούς που κατά την προεκλογική γνώμη του αποτελούν κύβο λαϊκισμού , εξτρεμισμού και αντισημιτισμού.
Εάν σκεφθούμε ότι η Λεπέν το 2017 είχε 7 έδρες και σήμερα έχει 143 έδρες τότε είναι περισσότερο από εμφανές σε πιο πολιτικό διάστρωμα έχει πραγματοποιηθεί πολιτικός σεισμός.
Όταν στο πρώτο γύρο των εκλογών που η χαλαρότητα και το συναίσθημα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο η Λεπέν φθάνει τα 12 εκατομμύρια ψήφους περίπου σε 3πλασιο μέγεθος από τα 4,2 εκατομμύρια ψήφους του 2022 τότε εύκολα αντιλαμβάνεται ακόμη και ο πιο δύσπιστος ότι η δυναμική της έχει ισχυρό υπόβαθρο.
Μια δυναμική που ενισχύουν δυο πράγματα.
Πρώτον, η αποτυχία της αντιμετώπισης των πραγματικών προβλημάτων, όπως η αύξηση του κόστους ζωής (διατροφή, ενέργεια, στέγαση, περίθαλψη) η αύξηση της ανασφάλειας (μεταναστευτικό) και η προσπάθεια βίαιης αναδιάταξης της κοινωνικής και βιολογικής ζωής με την παράλληλη ισοπέδωση των αξιών που προβάλει η woke ατζέντα.
Δεύτερον, οι ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες που εκπέμπουν περισσότερο φόβο και πολιτικό αριβισμό μεταξύ κεντροδεξιών και αριστεριστών για την προστασία υποτίθεται της κοινωνίας από την άκρα δεξιά.
Ξεχνούν αυτό που είπε ο Τσόρτσιλ για την αριστερά , ‘αφήστε την να κυβερνήσει για ένα μικρό διάστημα και θα την χάσετε για δεκαετίες’, κάτι που είδαμε πρόσφατα στην περίπτωση της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το ίδιο ισχύει και για οποιαδήποτε έκφανση της ακροδεξιάς.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
www.bankingnews.gr
Η οπτική αυτή γωνία είναι σαφώς επηρεασμένη από την ανάγκη και τα θέλω μιας ομάδος αναλυτών που αρέσκονται στις αυταπάτες και στις ψευδαισθήσεις.
Διακρίνουν και ενισχύουν το ορατό αφήνοντας στην άκρη μια όχι και τόσο βαθιά ανάλυση των δεδομένων που χαλάει την δομή του παραμυθιού που πιστεύουν ότι αποτελεί την πραγματικότητα.
Διότι ειδικά αυτή την χρονική περίοδο αποτελεί ύψιστη αυταπάτη εάν κάποιος νομίζει ότι πήρε τέλος η πορεία παρακμής της κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα ότι τελείωσε η δυναμική ενίσχυση πολιτικών κομμάτων και αντιλήψεων που κινούνται δεξιότερα του κέντρου.
Δεν υπάρχει χειρότερη ψευδαίσθηση από αυτή που θέλει τις εκλογές σε Η.Β. και Γαλλία να σηματοδοτούν την αναστροφή της τάσης ενίσχυσης της λαϊκής/ πατριωτικής/θρησκευτικής/εθνικιστικής /άκρας δεξιάς.
Τα αποτελέσματα σε Η.Β. και Γαλλία αποδεικνύουν ότι οι υποτιθέμενες δημοκρατικές δυνάμεις , οι δυνάμεις της πολιτικής ορθότητας, εάν φυσικά θεωρούμε τον πρώην τροτσκιστή Μελανσόν για το οποίο ο σύμμαχος του στην ιδιότυπη συμμαχία του δευτέρου γύρου πρόεδρος Μακρόν αποκαλεί πανούκλα και απειλή για την δημοκρατία, γρανάζι του δημοκρατικού τόξου, δεν έχει κατανοήσει τα υπόβαθρα της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Στο Η.Β. η ήττα των συντηρητικών δεν αποτελεί ήττα της ιδεολογίας που πρεσβεύει αλλά ήττα της διαχείρισης που η ανικανότητα, η έλλειψη σοβαρότητας καθώς και η απουσία προνοητικότητας διαμόρφωσαν.
Το εκλογικό σύστημα μπορεί να οδήγησε στον διπλασιασμό των εδρών των εργατικών και στην δημιουργία ισχυρότατου υπόβαθρου κοινοβουλευτικής δύναμης πλην όμως η αποδοχή των εργατικών για το μέγεθος της εκλογικής συντριβής των συντηρητικών είναι ιδιαίτερα μικρή.
Διότι όταν μεταξύ της προηγούμενης αναμέτρησης του 2019 και της τωρινής οι συντηρητικοί χάνουν 18,7 ποσοστιαίες μονάδες και από αυτές μόνο τις 1,6 καρπώνονται οι εργατικοί τότε εύκολα γίνεται κατανοητό ότι οι συντηρητικοί έχασαν, αλλά ούτε οι εργατικοί κέρδισαν.
Απλά θα κυβερνήσουν διότι αυτό επιβάλει το εκλογικό σύστημα.
Το 33,7% που έλαβαν οι εργατικοί αποτελεί το μικρότερο ποσοστό κόμματος που θα κυβερνήσει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ότι οι εργατικοί αντί κερδών έχουν και απώλειες σε επίπεδο ψήφων φαίνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή αναμέτρηση έλαβαν 9,7 εκατομμύρια ψήφους, λιγότερους κατά 500 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με το 2019 και κατά 3 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με το 2017.
Πολλοί βεβαίως θα ισχυριστούν ότι υποτιμούμαι την εκλογική νίκη των εργατικών και πως αναζητούμε δικαιολογίες για την εκλογική συντριβή των συντηρητικών .
Κάθε άλλο, η ήττα των συντηρητικών ήταν μεγάλη σε επίπεδο κατάρρευσης, πλην όμως πιστεύουμε ότι αυτό που συνέβη στο Η.Β. αποτελεί κάτι το πρόσκαιρο, είναι μια προσωρινή πολιτική στροφή που έχει σχέση με την αποδοκιμασία ενός συγκεκριμένου τρόπου διακυβέρνησης και όχι μια μακροπρόθεσμη τάση που έχει σχέση με την πιο θεμελιώδη μετατόπιση ψηφοφόρων προς τα αριστερά.
Παράλληλα όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μη αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων οδηγεί το εκλογικό σώμα σε μη συστημικές επιλογές και δει προς την ακροδεξιά .
Το κόμμα του λαϊκιστή Ντάιτζελ Φάρατζ, Reform, μπορεί να έλαβε μόνο 4 έδρες, όμως μετά από επτά αποτυχημένες προσπάθειες μπήκε για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο και αποτελεί την δεύτερη δύναμη σε πολλές περιφέρειες.
Η δυσαρμονία μεταξύ ψήφων και εδρών, κάτι που δεν λαμβάνεται αρκετά σοβαρά υπόψη από πολλούς, φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ το ποσοστό του σε επίπεδο ψήφων φθάνει το 14,3% σε επίπεδο εδρών φθάνει μόνο το 1%.
Η δυναμική του είναι μεγάλη εάν σκεφθούμε ότι στις προηγούμενες εκλογές είχε ποσοστό 2,2% και σήμερα έχει 14,3% , ενώ αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη με 4,1 εκατομμύρια ψηφοφόρους.
Στη Γαλλία η δυσαρμονία ψήφων και εδρών είναι ακόμη πιο εμφανής και πιο δηλωτική του ισχυρού ρεύματος της ακροδεξιάς.
Ο πολιτικός αχταρμάς του Νέου Λαϊκού Μετώπου που αποτελείτε από μετριοπαθείς σοσιαλιστές έως ακροαριστερούς τύπου Μελανσόν, πήρε 182 έδρες και 7 εκατομμύρια ψήφους ενώ η τρίτη δύναμη σε επίπεδο εδρών Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν έλαβε 143 έδρες και την ψήφισαν 10,1 εκατομμύρια ψηφοφόροι.
Στην ουσία σε επίπεδο κοινωνίας η Λεπέν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη με ποσοστό 37,05%, η Νέα Αριστερά δεύτερη με 25,7% και ο Μακρόν με τους Κεντρώους στη τρίτη με 23,15% αλλά με 168 έδρες λόγω ακριβώς του πολιτικού τεχνάσματος της απόσυρσης υποψηφίων και της ιδιότυπης πολιτικά συμμαχίας με τους αριστερούς που κατά την προεκλογική γνώμη του αποτελούν κύβο λαϊκισμού , εξτρεμισμού και αντισημιτισμού.
Εάν σκεφθούμε ότι η Λεπέν το 2017 είχε 7 έδρες και σήμερα έχει 143 έδρες τότε είναι περισσότερο από εμφανές σε πιο πολιτικό διάστρωμα έχει πραγματοποιηθεί πολιτικός σεισμός.
Όταν στο πρώτο γύρο των εκλογών που η χαλαρότητα και το συναίσθημα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο η Λεπέν φθάνει τα 12 εκατομμύρια ψήφους περίπου σε 3πλασιο μέγεθος από τα 4,2 εκατομμύρια ψήφους του 2022 τότε εύκολα αντιλαμβάνεται ακόμη και ο πιο δύσπιστος ότι η δυναμική της έχει ισχυρό υπόβαθρο.
Μια δυναμική που ενισχύουν δυο πράγματα.
Πρώτον, η αποτυχία της αντιμετώπισης των πραγματικών προβλημάτων, όπως η αύξηση του κόστους ζωής (διατροφή, ενέργεια, στέγαση, περίθαλψη) η αύξηση της ανασφάλειας (μεταναστευτικό) και η προσπάθεια βίαιης αναδιάταξης της κοινωνικής και βιολογικής ζωής με την παράλληλη ισοπέδωση των αξιών που προβάλει η woke ατζέντα.
Δεύτερον, οι ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες που εκπέμπουν περισσότερο φόβο και πολιτικό αριβισμό μεταξύ κεντροδεξιών και αριστεριστών για την προστασία υποτίθεται της κοινωνίας από την άκρα δεξιά.
Ξεχνούν αυτό που είπε ο Τσόρτσιλ για την αριστερά , ‘αφήστε την να κυβερνήσει για ένα μικρό διάστημα και θα την χάσετε για δεκαετίες’, κάτι που είδαμε πρόσφατα στην περίπτωση της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το ίδιο ισχύει και για οποιαδήποτε έκφανση της ακροδεξιάς.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών