Η πανδημία στάθηκε ικανή να εγείρει τον κοιμώμενο γίγαντα, την Ευρώπη δηλαδή, η οποία θα βγει από αυτήν την κρίση ως ένας ισχυρότερος παγκόσμιος παίκτης, υποστηρίζει μελέτη του CAP
Με τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, 450 εκατομμύρια ανθρώπους και αμυντικές δαπάνες συγκρίσιμες με εκείνες της Ρωσίας, η Ευρωπαϊκή ήπειρος θα μπορούσε να είναι κολοσσός, αλλά ήταν ένα γεωπολιτικό μηδενικό από την δεκαετία του 1990, αφού, η [ενωμένη] Ευρώπη δεν πλησίασε ποτέ το να ισοφαρίσει την συνδυασμένη επιρροή των χωρών που την απαρτίζουν, όπως διαπιστώνει μελέτη του Center for American Progress (CAP) που αναδεικνύει το Foreign Affairs.
Περιστοιχισμένη από χρόνιους οικονομικούς, πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς και κρίσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες αξιοσημείωτα μικρή επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη της Ευρώπης, εν τω μεταξύ, είτε είδαν την επιρροή τους να μειώνεται όπως η Γαλλία, είτε, όπως η Γερμανία, αντιστάθηκαν στο να αναλάβουν το σκήπτρο της διεθνούς ηγεσίας.
Αμερικανοί αναλυτές έφτασαν να θεωρούν δεδομένη την ευρωπαϊκή αδιαφορία.
Το 2011, ο Richard Haass, ο πρόεδρος του Council on Foreign Relations, έγραψε ότι τον 21ο αιώνα «η επιρροή της Ευρώπης σε υποθέσεις πέρα από τα σύνορά της θα είναι έντονα περιορισμένη».
Όχι μόνο οι Βρυξέλλες έχουν απογοητεύσει την Ουάσινγκτον αρνούμενες να μοιραστούν περισσότερο από το βάρος της συλλογικής ασφάλειας, αλλά δραστηριοποιούνταν πολύ κάτω από το διπλωματικό βάρος τους σε θέματα παγκόσμιας σημασίας.
Τώρα, ξαφνικά, η Ευρώπη αναδεύεται.
Η πανδημία COVID-19 φαίνεται να έχει ξυπνήσει την ήπειρο από τον δεκαετιών οικονομικό και πολιτικό ύπνο της και αναζωογόνησε το σχέδιο εναρμόνισης της ΕΕ με τρόπους που ήταν αδιανόητοι μόλις πριν από έξι μήνες.
Ο Jean Monnet, ένας από τους ιδρυτές αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε περίφημα ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις».
Αυτή η κρίση μπορεί να σφυρηλατήσει μια Ευρώπη πιο σίγουρη και πιο αποφασιστική στην παγκόσμια σκηνή -μια Ευρώπη που θα βοηθήσει στην ενίσχυση και τον ορισμό της παγκόσμιας τάξης του 21ου αιώνα, υποστηρίζει στη μελέτη ο συντάκτης της μελέτης Max Bergmann.
Βρυξέλλες χωρίς δεσμά
Η [ασθένεια] COVID-19 καταρράκωσε αρχικά την Ευρώπη, όπως έκανε και σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Α
λλά εφαρμόζοντας επιθετικά lockdowns, ακολουθώντας τις συστάσεις των επιστημόνων και υποστηρίζοντας τους μισθωτούς εργαζόμενους, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της μπόρεσαν να θέσουν υπό έλεγχο την πανδημία και να αποτρέψουν μια οικονομική κατάρρευση.
Ακολούθως, η Ευρώπη κέρδισε παγκόσμιο κύρος -και αυτοπεποίθηση.
Τους τελευταίους μήνες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει μια σειρά από ασυνήθιστα διεκδικητικές κινήσεις.
Αφότου η Κίνα επέβαλε έναν νέο νόμο εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ τον Ιούνιο, η ΕΕ καταδίκασε την Κίνα και χαρακτήρισε τον νόμο «λυπηρό».
Η ΕΕ συμφώνησε επίσης να περιορίσει τις εξαγωγές ευαίσθητου εξοπλισμού στο Χονγκ Κονγκ όπως τεχνολογία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επιτήρηση.
Τον Ιούλιο, για πρώτη φορά, η ΕΕ επέβαλε κυβερνο-κυρώσεις στην Κίνα, την Ρωσία και την Βόρεια Κορέα.
Και αυτόν τον μήνα, Ευρωπαίοι ηγέτες καταδίκασαν τις νόθες εκλογές στην Λευκορωσία και ξεκίνησαν διάλογο με το Κρεμλίνο με στόχο την αποτροπή μιας ρωσικής επέμβασης.
Αλλά μακράν το πιο σημαντικό βήμα που έχουν κάνει οι Ευρωπαίοι ηγέτες από την αρχή της πανδημίας ήταν να περάσουν ένα πακέτο οικονομικής ανάκαμψης 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Με μια κίνηση, η ΕΕ έκλεισε το κεφάλαιο μιας δεκαετίας συντριπτικής οικονομικής λιτότητας, η οποία συνέβαλε στην άνοδο του λαϊκισμού, μείωσε την στήριξη προς την ΕΕ, και έθετε το ευρώ αενάως στα πρόθυρα της οικονομικής κρίσης.
Σε συνδυασμό με τις τεράστιες δαπάνες για την οικονομική τόνωση στις οποίες προχώρησαν τα ευρωπαϊκά κράτη, το πακέτο διάσωσης θέτει την Ευρώπη σε πορεία για μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Ανοίγει επίσης την πόρτα για μια σημαντική επέκταση των ομοσπονδιακών εξουσιών της ΕΕ.
Η συμφωνία μπορεί να επιτρέψει στην ΕΕ να δανείζεται, να φορολογεί, και να δαπανά όπως ένα πραγματικό κράτος. Εάν προκύψει άλλη κρίση -μια πανδημία, μια κρίση χρέους ή μετανάστευσης ή κάτι άλλο- η ΕΕ θα έχει την δυνατότητα να παράγει τους πόρους ώστε να ανταποκριθεί.
Η ΕΕ δεν είχε ποτέ προηγουμένως αποκτήσει τέτοιες εξουσίες.
Η διαδικασία εναρμόνισης της Ευρώπης και δημιουργίας μιας ισχυρότερης ομοσπονδιακής δομής έχει προκύψει αποσπασματικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με σημαντικές προόδους που ακολουθούνται από μεγάλες περιόδους στασιμότητας. Από τότε που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έθεσε τους κανόνες για την ΕΕ, η Ευρώπη είχε κολλήσει με ένα υβριδικό πολιτικό σύστημα -λίγο ομοσπονδιακό κράτος, λίγο πολυμερής οργανισμός. Όπου η ΕΕ ενδυναμωνόταν, οι Βρυξέλλες παρουσιάζονταν ως παγκόσμιος παράγοντας -για παράδειγμα, στην ρύθμιση των παγκόσμιων αγορών.
Όπως υποστήριξε ο Anu Bradford της Νομικής Σχολής του Columbia, η τεράστια οικονομία και η βάση καταναλωτών της ΕΕ τής δίνουν την δύναμη να καθορίζει πρότυπα για αγορές σε όλο τον κόσμο.
Όμως, όπου η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει συναίνεση από τα κράτη-μέλη της, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής, ήταν χωλαίνουσα συνεχώς.
Η συμφωνία για το πακέτο της ανάκαμψης άνοιξε ένα νέο σύνολο δυνατοτήτων.
Αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση επικών διαστάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ξαφνικά φαίνονται πρόθυμοι να σπρώξουν τα όρια των εξουσιών των Βρυξελλών, ίσως μέσω της επανερμηνείας των κανόνων της ΕΕ. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ ζητούν να απορριφθεί η απαίτηση για ομοφωνία στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής υπέρ της «ειδικής πλειοψηφίας».
Όπως εξήγησε ο Josep Borrell, επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, «θα ήταν καλύτερα να υιοθετήσουμε μια ισχυρή και ουσιαστική θέση με πλειοψηφία, παρά ομοφώνως να υιοθετήσουμε μια αδύναμη θέση με ελάχιστη ουσία».
Μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε την ομόφωνη συμφωνία των κρατών-μελών της ΕΕ -ένα απίθανο αποτέλεσμα αυτή την στιγμή. Ωστόσο, η πανδημία COVID-19 έδωσε νέα ζωή στην γαλλο-γερμανική συμμαχία, η οποία υποστηρίζει ιστορικά μια ισχυρότερη ΕΕ.
Εάν η ΕΕ, παρεμποδισμένη από το υβριδικό της σύστημα, δεν μπορεί να σφυρηλατήσει μια ισχυρότερη και πιο συνεκτική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, οι ηγέτες της ΕΕ -ειδικά οι Γάλλοι και οι Γερμανοί- θα κάνουν έκκληση για μεταρρύθμιση πιο ηχηρά από ποτέ.
Οι Ευρωπαίοι βλέπουν προς την Ευρώπη
Η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης δεν έχει προκύψει τελείως από το πουθενά.
Καθώς η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας εντατικοποιήθηκε κατά την διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, η Ευρώπη άρχισε να προσαρμόζει προσεκτικά την προσέγγισή της σε έναν κόσμο που ορίζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να συζητά την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας», η οποία καλεί την Ευρώπη να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και να προωθήσει τα συμφέροντά της ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, εν μέσω μιας πανδημίας, η στρατηγική αυτονομία μοιάζει λιγότερο με μια ιδέα για συζήτηση μεταξύ των ηγετών της ΕΕ και περισσότερο σαν μια επείγουσα πολιτική που θα θεσπιστεί.
Αντί να κοιτάζουν για παγκόσμια ηγεσία προς έναν Αμερικανό σύμμαχο που έχει γίνει καταχρηστικός υπό τον Trump ή προς μια ολοένα και πιο επιθετική Κίνα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκουν ότι πρέπει να κοιτάξουν προς την Ευρώπη.
Μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται στην καταστροφική αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών στην COVID-19 και στην ταυτόχρονη διάχυση φυλετικών εντάσεων στους δρόμους τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη στην διατλαντική συμμαχία είχε ήδη διολισθήσει ως αποτέλεσμα των υπερβολών του αμερικανικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», της κακοφτιαγμένης εισβολής στο Ιράκ και της οικονομικής κρίσης του 2008. Ωστόσο, οι πρόσφατες αποτυχίες της κυβέρνησης Trump θέτουν βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με την βασική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κυβερνώνται.
Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι ακόμα κι αν ο πρώην αντιπρόεδρος Joe Biden κερδίσει τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι τόσο πολύ απασχολημένες με εσωτερικές προκλήσεις ώστε η Ευρώπη ίσως να μην μπορεί να εξαρτάται από την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η μετατόπιση των προοπτικών της Ευρώπης είναι επίσης μια απάντηση στην Κίνα.
Η Ευρώπη έβλεπε από καιρό την Κίνα κυρίως μέσω του οικονομικού πρίσματος. Ήλπιζε ότι η ανοικτότητα και το εμπόριο θα οδηγούσαν σε πολιτικό φιλελευθερισμό και ακόμη και σε εκδημοκρατισμό στην Κίνα. Αλλά καθώς η οικονομία της Κίνας άνθιζε, η πολιτική της περιοριζόταν περαιτέρω.
Η ανοικτότητα αποδείχθηκε μονόδρομος, προκαλώντας απογοήτευση για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας στην Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η πανδημία έστρεψε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον της Κίνας.
Το Πεκίνο προσπάθησε να συγκαλύψει την προέλευση του ιού, και μόλις πήρε τον έλεγχο της νόσου εγχωρίως, ξεκίνησε μια επιθετική εκστρατεία διπλωματίας του «λύκου πολεμιστή» (“wolf warrior” diplomacy) που ανησύχησε και αποξένωσε τους Ευρωπαίους.
Εάν η αλλαγή των αντιλήψεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχει συνυπολογιστεί στην ξαφνική θεληματικότητα της Ευρώπης στην εξωτερική πολιτική, το ίδιο έχουν κάνει και οι αντιλήψεις της Ευρώπης για τον εαυτό της.
Η COVID-19 έχει πείσει τις μεγάλες πλειοψηφίες των Ευρωπαίων για την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας στην ΕΕ. Αισθανόμενοι την μετατόπιση του λαϊκού αισθήματος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέλαβαν δραματική οικονομική δράση.
Η Ευρώπη εισέρχεται σε αυτή τη νέα δεκαετία πιο σίγουρη για την ένωσή της και λιγότερο σίγουρη για τους άλλους.
Ενας ευρωπαϊκός αιώνας;
Η ΕΕ δεν θα μετατραπεί σε υπερδύναμη εν μία νυκτί και μπορεί να μην το κάνει ποτέ.
Το μεγάλο έργο της οικοδόμησης μιας ομοσπονδιακής ένωσης μπορεί να παραμείνει ένα διαρκές σχέδιο σε εξέλιξη.
Η ΕΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστιες εσωτερικές προκλήσεις -από λαϊκιστές πολιτικούς και την συνεχιζόμενη ισχύ του έθνους-κράτους, από την οικονομική απόκλιση μεταξύ Βορρά και Νότου, και από ένα εσωτερικό δημοκρατικό έλλειμμα που προκαλεί δικαιολογημένο σκεπτικισμό για τις Βρυξέλλες.
Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη θα βγει από αυτήν την κρίση ένας ισχυρότερος, πιο ενοποιημένος παγκόσμιος παίκτης.
Αυτά είναι καλά νέα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρώπη μπορεί να είναι ένας σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, ειδικά καθώς ο ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα εντείνεται.
Η Ουάσιγκτον πρέπει να ενθαρρύνει την άνοδο της Ευρώπης όπου μπορεί. Θα πρέπει επίσης να σταματήσει να εμμένει σε αυτό που λείπει από την Ευρώπη, όπως οι ικανοί στρατοί.
Αντ' αυτού, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτό που έχει η Ευρώπη: ένα αποτελεσματικό διπλωματικό σώμα, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, και αυξανόμενο παγκόσμιο κύρος.
Ο 21ος αιώνας μπορεί να μην είναι ένας ευρωπαϊκός αιώνας, αλλά για να είναι ένας φιλελεύθερος αιώνας, η Ευρώπη θα πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο.
www.bankingnews.gr
Περιστοιχισμένη από χρόνιους οικονομικούς, πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς και κρίσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες αξιοσημείωτα μικρή επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη της Ευρώπης, εν τω μεταξύ, είτε είδαν την επιρροή τους να μειώνεται όπως η Γαλλία, είτε, όπως η Γερμανία, αντιστάθηκαν στο να αναλάβουν το σκήπτρο της διεθνούς ηγεσίας.
Αμερικανοί αναλυτές έφτασαν να θεωρούν δεδομένη την ευρωπαϊκή αδιαφορία.
Το 2011, ο Richard Haass, ο πρόεδρος του Council on Foreign Relations, έγραψε ότι τον 21ο αιώνα «η επιρροή της Ευρώπης σε υποθέσεις πέρα από τα σύνορά της θα είναι έντονα περιορισμένη».
Όχι μόνο οι Βρυξέλλες έχουν απογοητεύσει την Ουάσινγκτον αρνούμενες να μοιραστούν περισσότερο από το βάρος της συλλογικής ασφάλειας, αλλά δραστηριοποιούνταν πολύ κάτω από το διπλωματικό βάρος τους σε θέματα παγκόσμιας σημασίας.
Τώρα, ξαφνικά, η Ευρώπη αναδεύεται.
Η πανδημία COVID-19 φαίνεται να έχει ξυπνήσει την ήπειρο από τον δεκαετιών οικονομικό και πολιτικό ύπνο της και αναζωογόνησε το σχέδιο εναρμόνισης της ΕΕ με τρόπους που ήταν αδιανόητοι μόλις πριν από έξι μήνες.
Ο Jean Monnet, ένας από τους ιδρυτές αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε περίφημα ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις».
Αυτή η κρίση μπορεί να σφυρηλατήσει μια Ευρώπη πιο σίγουρη και πιο αποφασιστική στην παγκόσμια σκηνή -μια Ευρώπη που θα βοηθήσει στην ενίσχυση και τον ορισμό της παγκόσμιας τάξης του 21ου αιώνα, υποστηρίζει στη μελέτη ο συντάκτης της μελέτης Max Bergmann.
Βρυξέλλες χωρίς δεσμά
Η [ασθένεια] COVID-19 καταρράκωσε αρχικά την Ευρώπη, όπως έκανε και σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Α
λλά εφαρμόζοντας επιθετικά lockdowns, ακολουθώντας τις συστάσεις των επιστημόνων και υποστηρίζοντας τους μισθωτούς εργαζόμενους, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της μπόρεσαν να θέσουν υπό έλεγχο την πανδημία και να αποτρέψουν μια οικονομική κατάρρευση.
Ακολούθως, η Ευρώπη κέρδισε παγκόσμιο κύρος -και αυτοπεποίθηση.
Τους τελευταίους μήνες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει μια σειρά από ασυνήθιστα διεκδικητικές κινήσεις.
Αφότου η Κίνα επέβαλε έναν νέο νόμο εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ τον Ιούνιο, η ΕΕ καταδίκασε την Κίνα και χαρακτήρισε τον νόμο «λυπηρό».
Η ΕΕ συμφώνησε επίσης να περιορίσει τις εξαγωγές ευαίσθητου εξοπλισμού στο Χονγκ Κονγκ όπως τεχνολογία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επιτήρηση.
Τον Ιούλιο, για πρώτη φορά, η ΕΕ επέβαλε κυβερνο-κυρώσεις στην Κίνα, την Ρωσία και την Βόρεια Κορέα.
Και αυτόν τον μήνα, Ευρωπαίοι ηγέτες καταδίκασαν τις νόθες εκλογές στην Λευκορωσία και ξεκίνησαν διάλογο με το Κρεμλίνο με στόχο την αποτροπή μιας ρωσικής επέμβασης.
Αλλά μακράν το πιο σημαντικό βήμα που έχουν κάνει οι Ευρωπαίοι ηγέτες από την αρχή της πανδημίας ήταν να περάσουν ένα πακέτο οικονομικής ανάκαμψης 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Με μια κίνηση, η ΕΕ έκλεισε το κεφάλαιο μιας δεκαετίας συντριπτικής οικονομικής λιτότητας, η οποία συνέβαλε στην άνοδο του λαϊκισμού, μείωσε την στήριξη προς την ΕΕ, και έθετε το ευρώ αενάως στα πρόθυρα της οικονομικής κρίσης.
Σε συνδυασμό με τις τεράστιες δαπάνες για την οικονομική τόνωση στις οποίες προχώρησαν τα ευρωπαϊκά κράτη, το πακέτο διάσωσης θέτει την Ευρώπη σε πορεία για μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Ανοίγει επίσης την πόρτα για μια σημαντική επέκταση των ομοσπονδιακών εξουσιών της ΕΕ.
Η συμφωνία μπορεί να επιτρέψει στην ΕΕ να δανείζεται, να φορολογεί, και να δαπανά όπως ένα πραγματικό κράτος. Εάν προκύψει άλλη κρίση -μια πανδημία, μια κρίση χρέους ή μετανάστευσης ή κάτι άλλο- η ΕΕ θα έχει την δυνατότητα να παράγει τους πόρους ώστε να ανταποκριθεί.
Η ΕΕ δεν είχε ποτέ προηγουμένως αποκτήσει τέτοιες εξουσίες.
Η διαδικασία εναρμόνισης της Ευρώπης και δημιουργίας μιας ισχυρότερης ομοσπονδιακής δομής έχει προκύψει αποσπασματικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με σημαντικές προόδους που ακολουθούνται από μεγάλες περιόδους στασιμότητας. Από τότε που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έθεσε τους κανόνες για την ΕΕ, η Ευρώπη είχε κολλήσει με ένα υβριδικό πολιτικό σύστημα -λίγο ομοσπονδιακό κράτος, λίγο πολυμερής οργανισμός. Όπου η ΕΕ ενδυναμωνόταν, οι Βρυξέλλες παρουσιάζονταν ως παγκόσμιος παράγοντας -για παράδειγμα, στην ρύθμιση των παγκόσμιων αγορών.
Όπως υποστήριξε ο Anu Bradford της Νομικής Σχολής του Columbia, η τεράστια οικονομία και η βάση καταναλωτών της ΕΕ τής δίνουν την δύναμη να καθορίζει πρότυπα για αγορές σε όλο τον κόσμο.
Όμως, όπου η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει συναίνεση από τα κράτη-μέλη της, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής, ήταν χωλαίνουσα συνεχώς.
Η συμφωνία για το πακέτο της ανάκαμψης άνοιξε ένα νέο σύνολο δυνατοτήτων.
Αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση επικών διαστάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ξαφνικά φαίνονται πρόθυμοι να σπρώξουν τα όρια των εξουσιών των Βρυξελλών, ίσως μέσω της επανερμηνείας των κανόνων της ΕΕ. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ ζητούν να απορριφθεί η απαίτηση για ομοφωνία στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής υπέρ της «ειδικής πλειοψηφίας».
Όπως εξήγησε ο Josep Borrell, επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, «θα ήταν καλύτερα να υιοθετήσουμε μια ισχυρή και ουσιαστική θέση με πλειοψηφία, παρά ομοφώνως να υιοθετήσουμε μια αδύναμη θέση με ελάχιστη ουσία».
Μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε την ομόφωνη συμφωνία των κρατών-μελών της ΕΕ -ένα απίθανο αποτέλεσμα αυτή την στιγμή. Ωστόσο, η πανδημία COVID-19 έδωσε νέα ζωή στην γαλλο-γερμανική συμμαχία, η οποία υποστηρίζει ιστορικά μια ισχυρότερη ΕΕ.
Εάν η ΕΕ, παρεμποδισμένη από το υβριδικό της σύστημα, δεν μπορεί να σφυρηλατήσει μια ισχυρότερη και πιο συνεκτική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, οι ηγέτες της ΕΕ -ειδικά οι Γάλλοι και οι Γερμανοί- θα κάνουν έκκληση για μεταρρύθμιση πιο ηχηρά από ποτέ.
Οι Ευρωπαίοι βλέπουν προς την Ευρώπη
Η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης δεν έχει προκύψει τελείως από το πουθενά.
Καθώς η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας εντατικοποιήθηκε κατά την διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, η Ευρώπη άρχισε να προσαρμόζει προσεκτικά την προσέγγισή της σε έναν κόσμο που ορίζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να συζητά την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας», η οποία καλεί την Ευρώπη να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και να προωθήσει τα συμφέροντά της ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, εν μέσω μιας πανδημίας, η στρατηγική αυτονομία μοιάζει λιγότερο με μια ιδέα για συζήτηση μεταξύ των ηγετών της ΕΕ και περισσότερο σαν μια επείγουσα πολιτική που θα θεσπιστεί.
Αντί να κοιτάζουν για παγκόσμια ηγεσία προς έναν Αμερικανό σύμμαχο που έχει γίνει καταχρηστικός υπό τον Trump ή προς μια ολοένα και πιο επιθετική Κίνα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκουν ότι πρέπει να κοιτάξουν προς την Ευρώπη.
Μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται στην καταστροφική αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών στην COVID-19 και στην ταυτόχρονη διάχυση φυλετικών εντάσεων στους δρόμους τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη στην διατλαντική συμμαχία είχε ήδη διολισθήσει ως αποτέλεσμα των υπερβολών του αμερικανικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», της κακοφτιαγμένης εισβολής στο Ιράκ και της οικονομικής κρίσης του 2008. Ωστόσο, οι πρόσφατες αποτυχίες της κυβέρνησης Trump θέτουν βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με την βασική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κυβερνώνται.
Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν ότι ακόμα κι αν ο πρώην αντιπρόεδρος Joe Biden κερδίσει τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι τόσο πολύ απασχολημένες με εσωτερικές προκλήσεις ώστε η Ευρώπη ίσως να μην μπορεί να εξαρτάται από την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η μετατόπιση των προοπτικών της Ευρώπης είναι επίσης μια απάντηση στην Κίνα.
Η Ευρώπη έβλεπε από καιρό την Κίνα κυρίως μέσω του οικονομικού πρίσματος. Ήλπιζε ότι η ανοικτότητα και το εμπόριο θα οδηγούσαν σε πολιτικό φιλελευθερισμό και ακόμη και σε εκδημοκρατισμό στην Κίνα. Αλλά καθώς η οικονομία της Κίνας άνθιζε, η πολιτική της περιοριζόταν περαιτέρω.
Η ανοικτότητα αποδείχθηκε μονόδρομος, προκαλώντας απογοήτευση για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας στην Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η πανδημία έστρεψε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον της Κίνας.
Το Πεκίνο προσπάθησε να συγκαλύψει την προέλευση του ιού, και μόλις πήρε τον έλεγχο της νόσου εγχωρίως, ξεκίνησε μια επιθετική εκστρατεία διπλωματίας του «λύκου πολεμιστή» (“wolf warrior” diplomacy) που ανησύχησε και αποξένωσε τους Ευρωπαίους.
Εάν η αλλαγή των αντιλήψεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχει συνυπολογιστεί στην ξαφνική θεληματικότητα της Ευρώπης στην εξωτερική πολιτική, το ίδιο έχουν κάνει και οι αντιλήψεις της Ευρώπης για τον εαυτό της.
Η COVID-19 έχει πείσει τις μεγάλες πλειοψηφίες των Ευρωπαίων για την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας στην ΕΕ. Αισθανόμενοι την μετατόπιση του λαϊκού αισθήματος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέλαβαν δραματική οικονομική δράση.
Η Ευρώπη εισέρχεται σε αυτή τη νέα δεκαετία πιο σίγουρη για την ένωσή της και λιγότερο σίγουρη για τους άλλους.
Ενας ευρωπαϊκός αιώνας;
Η ΕΕ δεν θα μετατραπεί σε υπερδύναμη εν μία νυκτί και μπορεί να μην το κάνει ποτέ.
Το μεγάλο έργο της οικοδόμησης μιας ομοσπονδιακής ένωσης μπορεί να παραμείνει ένα διαρκές σχέδιο σε εξέλιξη.
Η ΕΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστιες εσωτερικές προκλήσεις -από λαϊκιστές πολιτικούς και την συνεχιζόμενη ισχύ του έθνους-κράτους, από την οικονομική απόκλιση μεταξύ Βορρά και Νότου, και από ένα εσωτερικό δημοκρατικό έλλειμμα που προκαλεί δικαιολογημένο σκεπτικισμό για τις Βρυξέλλες.
Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη θα βγει από αυτήν την κρίση ένας ισχυρότερος, πιο ενοποιημένος παγκόσμιος παίκτης.
Αυτά είναι καλά νέα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρώπη μπορεί να είναι ένας σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, ειδικά καθώς ο ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα εντείνεται.
Η Ουάσιγκτον πρέπει να ενθαρρύνει την άνοδο της Ευρώπης όπου μπορεί. Θα πρέπει επίσης να σταματήσει να εμμένει σε αυτό που λείπει από την Ευρώπη, όπως οι ικανοί στρατοί.
Αντ' αυτού, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτό που έχει η Ευρώπη: ένα αποτελεσματικό διπλωματικό σώμα, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, και αυξανόμενο παγκόσμιο κύρος.
Ο 21ος αιώνας μπορεί να μην είναι ένας ευρωπαϊκός αιώνας, αλλά για να είναι ένας φιλελεύθερος αιώνας, η Ευρώπη θα πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών