Σύμφωνα με το Bloomberg, η ΕΚΤ εντείνει τον έλεγχο των αποθεμάτων ρευστότητας των τραπεζών και ενδέχεται να κοινοποιήσει αυστηρότερες απαιτήσεις σε μεμονωμένες επιχειρήσεις αργότερα εντός του έτους, σύμφωνα με άτομα που έχουν γνώση του θέματος.
Η ετήσια επισκόπηση της ΕΚΤ για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες θα δώσει πιθανότατα μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχόμενου για υψηλότερο πήχη σε βασικές μετρήσεις όπως ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας, δήλωσαν οι άνθρωποι, ζητώντας να διατηρήσουν την ανωνυμία τους καθώς το θέμα είναι ιδιωτικό.
Αυτό έρχεται να προστεθεί στην αυξημένη αλληλεπίδραση μεταξύ των τραπεζών και της ΕΚΤ σχετικά με το θέμα, ανέφεραν πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Ειδήσεων.
Υπό αμφισβήτηση η ετοιμότητα των τραπεζών
Όπως αναφέρεται, η κατάρρευση της Credit Suisse τον Μάρτιο όπως και τραπεζών στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Silicon Valley Bank, έθεσε υπό αμφισβήτηση το πόσο πραγματικά προετοιμασμένες είναι οι τράπεζες να αντέξουν μια πίεση στις καταθέσεις αλλά και την αποτελεσματικότητα των μετρήσεων που χρησιμοποιούν οι επενδυτές και οι ρυθμιστικές αρχές για να υπολογίσουν την ικανότητά τους να αντέξουν μια κρίση.
Ενώ η ρευστότητα είναι βασικό μέρος της τραπεζικής εποπτείας, οι επιτηρητές είχαν επικεντρωθεί πιο πρόσφατα στα πιο πιεστικά ζητήματα τραπεζικού κεφαλαίου και πιστωτικού κινδύνου.
Η ΕΚΤ άρχισε να πιέζει τις τράπεζες να εξετάσουν πιο προσεκτικά τη ρευστότητα στα τέλη του 2021, καθώς ο υψηλότερος πληθωρισμός οδήγησε σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η ΕΚΤ πιθανότατα θα λάβει τα αρχικά αποτελέσματα της ετήσιας επισκόπησης των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες το καλοκαίρι, ανέφεραν οι πηγές.
Αργότερα φέτος, οι αξιωματούχοι θα χωρίσουν τις τράπεζες σε διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με το πόσο ευάλωτα είναι τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στις εκροές κεφαλαίων.
Στο επίκεντρο οι μεγάλες καταθέσεις
Οι καταθέσεις πλούσιων πελατών είναι πιθανό να βρεθούν στο επίκεντρο, επειδή οι μεμονωμένες αναλήψεις μπορούν να εξαντλήσουν γρήγορα τα αποθέματα ρευστότητας μιας τράπεζας, είπαν οι πηγές.
Αυτό ήταν ένα στοιχείο της κρίσης στην Credit Suisse.
Η χρηματοδότηση από την αγορά και η αντίληψη των πελατών λιανικής για την ασφάλεια των αποταμιεύσεών τους θα είναι πιθανώς επίσης σχετική.
Οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες και οι ρυθμιστικές αρχές επισημαίνουν ότι η Credit Suisse ήταν μια ειδική περίπτωση και ότι δεν υπάρχει αντίκτυπο από την πρόσφατη αναταραχή στις ΗΠΑ.
Η ευρωζώνη δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα, επειδή όλες οι τράπεζες στο μπλοκ υπόκεινται σε ρύθμιση σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα. Παρουσιάζουν επίσης χαμηλότερη μέση έκθεση στον κίνδυνο επιτοκίου στα τραπεζικά τους βιβλία από ό,τι οι εταιρείες των ΗΠΑ, σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν υψηλότερης ποιότητας ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία για να αντιμετωπίσουν 30 ημέρες πίεσης.
Η ΕΚΤ έχει την εξουσία να αυξήσει αυτή την απαίτηση, γνωστή ως δείκτης κάλυψης ρευστότητας, αν και οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν δημοσίως ότι το έχει κάνει σπάνια.
Ο σταθμισμένος μέσος δείκτης για τις ευρωπαϊκές τράπεζες διαμορφώθηκε στο 165% το τέταρτο τρίμηνο, πολύ πάνω από το ελάχιστο 100%, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.
Σχόλια αναγνωστών