Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν (2001–2021), η CIA υλοποίησε ένα απόρρητο πρόγραμμα για τη μείωση της παραγωγής ηρωίνης, διασπείροντας ειδικά τροποποιημένους σπόρους παπαρούνας στις επαρχίες Nangahar και Helmand
Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων πολέμου στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν ένα ευρύ φάσμα στρατιωτικών και μυστικών μέσων για να αντιμετωπίσουν την απειλή της τρομοκρατίας και της παραγωγής ναρκωτικών.
Εκτός από χιλιάδες τόνους συμβατικών βομβών και πυραύλων Hellfire από drones Predator, ένα από τα πιο πρωτότυπα και μυστικά μέσα ήταν οι σπόροι παπαρούνας, οι οποίοι διασπείρονταν με σκοπό την εξασθένιση της παραγωγής ηρωίνης.
Η μυστική επιχείρηση της CIA
Σύμφωνα με πληροφορίες που αποκάλυψε η Washington Post, η CIA διεξήγαγε ένα απόρρητο πρόγραμμα για τον έλεγχο των καλλιεργειών παπαρούνας. Τα πεδία εφαρμογής ήταν κυρίως οι επαρχίες Nangahar και Helmand, κέντρα παραγωγής παπαρούνας στο Αφγανιστάν.
Οι σπόροι ήταν ειδικά επιλεγμένοι ώστε να παράγουν φυτά με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηρωίνης. Η στρατηγική είχε ως στόχο να επικρατήσει αυτή η ποικιλία στις υπάρχουσες καλλιέργειες, μειώνοντας σταδιακά την ισχύ της συνολικής παραγωγής οπίου.
Οι πρώτες διανομές ξεκίνησαν το 2004 και συνεχίστηκαν με διακοπές έως περίπου το 2015. Οι σπόροι διασπείρονταν τη νύχτα με βρετανικά C-130 για να αποφευχθεί η παρατήρηση, και ακολουθούσαν προσεκτικές τακτικές παρακολούθησης μέσω δορυφόρων και επισκέψεων στα χωράφια υπό μεταμφίεση.
Η CIA είχε λάβει την επίσημη άδεια μέσω μιας κρυφής “finding” του Προέδρου George W. Bush, γεγονός που καθιστούσε τη δράση νόμιμη για το αμερικανικό κράτος, αν και το Αφγανιστάν δεν είχε ενημερωθεί.
Τεχνικές λεπτομέρειες και στόχοι
Οι σπόροι δεν ήταν γενετικά τροποποιημένοι με σύγχρονες τεχνολογίες CRISPR, αλλά είχαν επιλεγεί και διασταυρωθεί με φυσικούς σπόρους παπαρούνας ώστε να μειώσουν τα αλκαλοειδή.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε ακριβή χρονοδιάγραμμα διανομής τον φθινόπωρο, ώστε να συμπέσει με τη σπορά των Αφγανών αγροτών, και στοχευόταν η φυσική διάδοση της τροποποιημένης ποικιλίας, ώστε να γίνει επικρατούσα σε βάθος χρόνου.
Τα φυτά που προέκυπταν ήταν προσεγμένα για ταχύτερη ανάπτυξη και έντονο κόκκινο άνθος, ώστε να φαίνονται ελκυστικά στους αγρότες, με την ελπίδα να τα επαναφυτεύσουν και να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά, προάγοντας τη διάδοση της τροποποιημένης ποικιλίας.
Η CIA αξιολογούσε την πρόοδο μέσω δορυφορικών εικόνων, ηλεκτρονικής παρακολούθησης και επιτόπιων επιθεωρήσεων.
Αποτελεσματικότητα και περιορισμοί
Η επιχείρηση ήταν δαπανηρή και, παρότι υπήρχαν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, η συνολική επίδραση στην παραγωγή οπίου ήταν περιορισμένη.
Οι εκθέσεις της SIGAR του 2018 επιβεβαίωσαν ότι καμία από τις αμερικανικές ή συμμαχικές προσπάθειες κατά των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν δεν είχε μόνιμο αποτέλεσμα.
Το πρόγραμμα της CIA βοήθησε κυρίως τους υπεύθυνους πολιτικής να αποφύγουν δύσκολες αποφάσεις για την καταπολέμηση της παραγωγής οπίου.
Παράλληλα, άλλες στρατηγικές όπως αεροψεκασμοί με ζιζανιοκτόνα ή χρήση μυκοτοξινών είχαν απορριφθεί λόγω κινδύνου για τον πληθυσμό και τις καλλιέργειες.
Ο αμερικανικός στρατός και οι σύμμαχοι, κυρίως η Βρετανία, αντιτάχθηκαν στους αεροψεκασμούς λόγω των αρνητικών επιπτώσεων στην υποστήριξη των κατοίκων προς την κυβέρνηση Karzai και λόγω περιβαλλοντικών κινδύνων.
Η κληρονομιά του προγράμματος
Με την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2021, η παραγωγή οπίου αντιπροσώπευε περίπου 9–14% του ΑΕΠ του Αφγανιστάν, ή 1,8–2,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι Ταλιμπάν, μετά την ανάκτηση της εξουσίας, απαγόρευσαν την παραγωγή, μειώνοντας την καλλιέργεια κατά 95% έως το 2023. Ωστόσο, η παραγωγή ανέκαμψε μερικώς το επόμενο έτος σε νέες περιοχές της χώρας, μακριά από τις παραδοσιακές καλλιεργούμενες ζώνες.
Το πρόγραμμα παραμένει παράδειγμα πρωτότυπης και μη στρατιωτικής προσέγγισης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις δυσκολίες του συντονισμού μεταξύ αμερικανικών υπηρεσιών, των συμμάχων και των τοπικών κυβερνήσεων.
Η πολύπλοκη επιχείρηση έδειξε ότι η αντιμετώπιση της παγκόσμιας διακίνησης ναρκωτικών μπορεί να απαιτεί καινοτόμες, μη συμβατικές μεθόδους, με αμφίβολα, αλλά ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
www.bankingnews.gr
Εκτός από χιλιάδες τόνους συμβατικών βομβών και πυραύλων Hellfire από drones Predator, ένα από τα πιο πρωτότυπα και μυστικά μέσα ήταν οι σπόροι παπαρούνας, οι οποίοι διασπείρονταν με σκοπό την εξασθένιση της παραγωγής ηρωίνης.
Η μυστική επιχείρηση της CIA
Σύμφωνα με πληροφορίες που αποκάλυψε η Washington Post, η CIA διεξήγαγε ένα απόρρητο πρόγραμμα για τον έλεγχο των καλλιεργειών παπαρούνας. Τα πεδία εφαρμογής ήταν κυρίως οι επαρχίες Nangahar και Helmand, κέντρα παραγωγής παπαρούνας στο Αφγανιστάν.
Οι σπόροι ήταν ειδικά επιλεγμένοι ώστε να παράγουν φυτά με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηρωίνης. Η στρατηγική είχε ως στόχο να επικρατήσει αυτή η ποικιλία στις υπάρχουσες καλλιέργειες, μειώνοντας σταδιακά την ισχύ της συνολικής παραγωγής οπίου.
Οι πρώτες διανομές ξεκίνησαν το 2004 και συνεχίστηκαν με διακοπές έως περίπου το 2015. Οι σπόροι διασπείρονταν τη νύχτα με βρετανικά C-130 για να αποφευχθεί η παρατήρηση, και ακολουθούσαν προσεκτικές τακτικές παρακολούθησης μέσω δορυφόρων και επισκέψεων στα χωράφια υπό μεταμφίεση.
Η CIA είχε λάβει την επίσημη άδεια μέσω μιας κρυφής “finding” του Προέδρου George W. Bush, γεγονός που καθιστούσε τη δράση νόμιμη για το αμερικανικό κράτος, αν και το Αφγανιστάν δεν είχε ενημερωθεί.
Τεχνικές λεπτομέρειες και στόχοι
Οι σπόροι δεν ήταν γενετικά τροποποιημένοι με σύγχρονες τεχνολογίες CRISPR, αλλά είχαν επιλεγεί και διασταυρωθεί με φυσικούς σπόρους παπαρούνας ώστε να μειώσουν τα αλκαλοειδή.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε ακριβή χρονοδιάγραμμα διανομής τον φθινόπωρο, ώστε να συμπέσει με τη σπορά των Αφγανών αγροτών, και στοχευόταν η φυσική διάδοση της τροποποιημένης ποικιλίας, ώστε να γίνει επικρατούσα σε βάθος χρόνου.
Τα φυτά που προέκυπταν ήταν προσεγμένα για ταχύτερη ανάπτυξη και έντονο κόκκινο άνθος, ώστε να φαίνονται ελκυστικά στους αγρότες, με την ελπίδα να τα επαναφυτεύσουν και να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά, προάγοντας τη διάδοση της τροποποιημένης ποικιλίας.
Η CIA αξιολογούσε την πρόοδο μέσω δορυφορικών εικόνων, ηλεκτρονικής παρακολούθησης και επιτόπιων επιθεωρήσεων.
Αποτελεσματικότητα και περιορισμοί
Η επιχείρηση ήταν δαπανηρή και, παρότι υπήρχαν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, η συνολική επίδραση στην παραγωγή οπίου ήταν περιορισμένη.
Οι εκθέσεις της SIGAR του 2018 επιβεβαίωσαν ότι καμία από τις αμερικανικές ή συμμαχικές προσπάθειες κατά των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν δεν είχε μόνιμο αποτέλεσμα.
Το πρόγραμμα της CIA βοήθησε κυρίως τους υπεύθυνους πολιτικής να αποφύγουν δύσκολες αποφάσεις για την καταπολέμηση της παραγωγής οπίου.
Παράλληλα, άλλες στρατηγικές όπως αεροψεκασμοί με ζιζανιοκτόνα ή χρήση μυκοτοξινών είχαν απορριφθεί λόγω κινδύνου για τον πληθυσμό και τις καλλιέργειες.
Ο αμερικανικός στρατός και οι σύμμαχοι, κυρίως η Βρετανία, αντιτάχθηκαν στους αεροψεκασμούς λόγω των αρνητικών επιπτώσεων στην υποστήριξη των κατοίκων προς την κυβέρνηση Karzai και λόγω περιβαλλοντικών κινδύνων.
Η κληρονομιά του προγράμματος
Με την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2021, η παραγωγή οπίου αντιπροσώπευε περίπου 9–14% του ΑΕΠ του Αφγανιστάν, ή 1,8–2,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι Ταλιμπάν, μετά την ανάκτηση της εξουσίας, απαγόρευσαν την παραγωγή, μειώνοντας την καλλιέργεια κατά 95% έως το 2023. Ωστόσο, η παραγωγή ανέκαμψε μερικώς το επόμενο έτος σε νέες περιοχές της χώρας, μακριά από τις παραδοσιακές καλλιεργούμενες ζώνες.
Το πρόγραμμα παραμένει παράδειγμα πρωτότυπης και μη στρατιωτικής προσέγγισης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις δυσκολίες του συντονισμού μεταξύ αμερικανικών υπηρεσιών, των συμμάχων και των τοπικών κυβερνήσεων.
Η πολύπλοκη επιχείρηση έδειξε ότι η αντιμετώπιση της παγκόσμιας διακίνησης ναρκωτικών μπορεί να απαιτεί καινοτόμες, μη συμβατικές μεθόδους, με αμφίβολα, αλλά ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών