Εξωτερικά το Μ2 έχει στρογγυλεμένες επιφάνειες και πιο σύγχρονη αισθητική σε σχέση με τα παλιότερα μοντέλα
Η δεύτερη γενιά αυτόγεμών Benelli εκπροσωπήθηκε από το μοντέλο Μ1 Super 90.
Στην εποχή του συνδύαζε μεγάλη αντοχή, αξιοπιστία και για πολλούς μια όμορφη, χρηστική απλότητα.
Με τα χρόνια ξεπεράστηκε και όταν η εταιρεία από το Urbino παρουσίασε το διάδοχο του τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ήταν περισσότερο μια αναβάθμιση παρά ένα καινούργιο σχέδιο.
Το νέο μοντέλο φέρει -τι άλλο - το όνομα Μ2 και επί της ουσίας βασίζεται στο ίδιο λειτουργικό σύστημα αδράνειας που η Benelli αποκαλεί Inertia Drive.
Έχει τρία λειτουργικά απάρτια: το σώμα του κλείστρου, την περιστροφική κεφαλή και ένα ισχυρό ελατήριο που παρεμβάλεται μεταξύ τους.
Καθώς το όπλο οπισθοδρομεί κατά τη βολή, το κλείστρο κινείται και συμπιέζει το ελατήριο κάτω από την επίδραση της αδράνειας.
Εκείνο εκτονώνεται και το στέλνει προς τη φορά του κοντακίου, αρχίζοντας τοκν κύκλο απόρριψης του κάλυκα και τροφοδοσίας νέου φυσιγγίου.
Οι βελτιώσεις
Εξωτερικά το Μ2 έχει στρογγυλεμένες επιφάνειες και πιο σύγχρονη αισθητική σε σχέση με τα παλιότερα μοντέλα.
Η βάση είναι από αλουμίνιο και οι κάνες κυμαίνονται σε μήκος από τα 51 έως και τα 71 εκατοστά.
Φέρουν εσωτερική χρωμίωση για αντοχή στη διάβρωση και είναι κρυογενικά κατεργασμένες.
Το Μ2 διαθέτει νέας σχεδίασης ξυστό (πάπια) από συνθετικό υλικό με έντονη χάραξη ώστε να μη γλιστρά.
Η διατομή της είναι από τις μικρότερες σε αυτόγεμές όπλο.
Επειδή λόγω συστήματος λειτουργίας τα Benelli γενικά παρουσιάζουν αυξημένο λάκτισμα, μεγάλη έμφαση έχει δωθεί στη σχεδίαση του κοντακίου ComforTech.
Μία σειρά από 22 ελαστικά παρενθέματα και ένα πέλμα που υποχωρεί κάτω από τη δύναμη της ανάκρουσης, επιβραδύνουν την οπισθοδρόμηση του όπλου και κατανέμουν τη δύναμη σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η εταιρεία δηλώνει ότι η μείωση μπορεί να φτάσει και το 48%, αλλά βεβαίως η αίσθηση της ανάκρουσης είναι υποκειμενική υπόθεση και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι συνήθως αμφιλεγόμενοι.
Tο Comfortech είναι προαιρετικό και αυξάνει την τιμή του βασικού όπλου.Υπάρχουν επίσης εκδόσεις με κλασικό ξύλινο κοντάκι, με συνθετικό ή με πιστολοειδή λαβή.
Οι ιδιαίτερότητες των Benelli
Όπως τα περισσότερα αυτογεμή λειόκανα, το Μ2 διαθέτει μια κυλινδρική αποθήκη που χωρά από 4 ως 10 φυσίγγια (χωρίς τον απαραίτητο “μειωτήρα” που στην Ελλάδα περιορίζει τη χωρητικότητα σε 2+1 φυσίγγια), αναλόγως του μοντέλου.
Το όπλο λύνεται εύκολα σε δύο κύρια απάρτια κορμό και κάνη για μεταφορά και συναρμολογείται με μία βίδα στο άκρο της αποθήκης.
Τα χειριστήρια περιλαμβάνουν το μοχλό όπλισης πάνω στο κλείστρο και το κουμπί απελευθέρωσης του κλείστρου, το οποίο βρίσκεται δεξιά στον κορμό.
Αυτά είναι συνηθισμένα σε όλα σχεδόν τα λειόκανα.
Ένα “μοναδικό” χειριστήριο που συναντά κανείς στα τουφέκια της ιταλικής φίρμας, είναι το “κομβίο απελευθέρωσης φυσιγγίων”.
Βρίσκεται πάνω στη σκανδαλοθήκη και σημαίνεται με μία κόκκινη κουκίδα.
Πιέζοντας το, το πρώτο φυσίγγιο στην αποθήκη ελευθερώνεται για να φτάσει στη ράμπα τροφοδοσίας.
Σύμφωνα με την Benelli, το κουμπί λειτουργεί και ως ενδείκτης όπλισης, δείχνοντας πότε η σφύρα είναι οπλισμένη.
Οι εναλλάξιμες κάνες και η “αστοχία”
Όπως τα περισσότερα σύγχρονα αυτογεμή, η Μ2 μπορεί να αλλάζει κάνες πολύ εύκολα.
Ξεβιδώνουμε την βίδα που συγκρατεί τον ξυστό και ανασύρουμε την κάνη από τον κορμό με φορά εμπρός.
Μια διαφορετική συμβατή μπορεί να μπεί στη θέση της σε δευτερόλεπτα.
Υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές με ρίγα ή χωρίς και με εναλλασόμενα τσοκ που ρυθμίζουν τη διασπορά των σκαγίων.
Εκεί που υπάρχουν “παράπονα” είναι στις εκδόσεις του Μ2 με κάνες για φτερωτό θήραμα και ρίγα στην κορυφή.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο που μόνο οι μηχανικοί στο εργοστάσιο του Ούρμπινο ξέρουν, οι κάνες αυτές “συστηματικά” φαίνεται να στέλνουν τις βολές τους 15-20 εκατοστά ψηλότερα από το σημείο στόχευσης στην απόσταση των 25 μέτρων.
Πρακτικά, τα περισσότερα Μ2 με τέτοιες κάνες ευθύνονται για αυξημένες αστοχίες σε ιπτάμενους στόχους.
Δε γνωρίζουμε την πηγή αυτής της σχεδιαστικής “ανωμαλίας”.
Επισήμως η αναφέρεται ότι οι ρίγες σχεδιάστηκαν ώστε το σμήνος σκαγίων χτυπά κατά 100% πάνω από το σημείο σκόπευσης.
Έτσι ώστε όταν τοποθετείται το στόχαστρο κάτω από το στόχο, ο όγκος της βολής να κατευθύνεται εκεί που κοιτάζει ο σκοπευτής.
Αυτό είναι ασυνήθιστο. Συνήθως οι κάνες των λειόκανων σχεδιάζονται ώστε τα σκάγια να κατανέμονται 50-50 έως 70-30 πάνω από το σημείο σκόπευσης σε σημείο αναφοράς 36 μέτρων (40 γιάρδες).
Αν μη τι άλλο η επιλογή της Benelli ίναι αξιοπερίεργη.
Πολύ καλύτερο στα “μονόβολα”
Από τη μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων εναλλακτικών θα συνιστούσαμε τις Slug με σκοπευτικά για βλήματα (μονόβολα).
Μια ακίδα εμπρός και έαν απλό κλισιοσκόπιο βοηθούν στην ταχεία σκόπευση.
Ακόμη αρτιότερη είναι η επιλογή Tactical που συνδυάζει μια κάνη με εσωτερικά τσοκ και πλήρη ρυθμιζόμενα σκοπευτικά τύπου ghost ring (της LPA) που περιλαμβάνουν βάση για οπτικό στόχαστρο red dot.
Είναι ακριβότερη, αλλά αρτιότερη επιλογή.
Με εξαίρεση την παραπάνω ιδιομορφία, το Μ2 είναι ένα εξαιρετικό όπλο. Ποιοτικό, ελαφρύ και ανθεκτικό λειόκανο, ιδιαίτερα στις εκδόσεις Slug και Tactical αξίζει τα χρήματα του.
Η δυνατότητα χρήσης εναλλάξιμων τσοκ και τα ρυθμιζόμενα σκοπευτικά της LPA στην δεύτερη έκδοση, δημιουργούν ένα πολύ ευέλικτο σύνολο για εκείνους που επιθυμούν ένα και μόνο λειόκανο για το κυνήγι οπληφόρων και το σκοπευτήριο.
www.bankingnews.gr
Στην εποχή του συνδύαζε μεγάλη αντοχή, αξιοπιστία και για πολλούς μια όμορφη, χρηστική απλότητα.
Με τα χρόνια ξεπεράστηκε και όταν η εταιρεία από το Urbino παρουσίασε το διάδοχο του τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ήταν περισσότερο μια αναβάθμιση παρά ένα καινούργιο σχέδιο.
Το νέο μοντέλο φέρει -τι άλλο - το όνομα Μ2 και επί της ουσίας βασίζεται στο ίδιο λειτουργικό σύστημα αδράνειας που η Benelli αποκαλεί Inertia Drive.
Έχει τρία λειτουργικά απάρτια: το σώμα του κλείστρου, την περιστροφική κεφαλή και ένα ισχυρό ελατήριο που παρεμβάλεται μεταξύ τους.
Καθώς το όπλο οπισθοδρομεί κατά τη βολή, το κλείστρο κινείται και συμπιέζει το ελατήριο κάτω από την επίδραση της αδράνειας.
Εκείνο εκτονώνεται και το στέλνει προς τη φορά του κοντακίου, αρχίζοντας τοκν κύκλο απόρριψης του κάλυκα και τροφοδοσίας νέου φυσιγγίου.
Οι βελτιώσεις
Εξωτερικά το Μ2 έχει στρογγυλεμένες επιφάνειες και πιο σύγχρονη αισθητική σε σχέση με τα παλιότερα μοντέλα.
Η βάση είναι από αλουμίνιο και οι κάνες κυμαίνονται σε μήκος από τα 51 έως και τα 71 εκατοστά.
Φέρουν εσωτερική χρωμίωση για αντοχή στη διάβρωση και είναι κρυογενικά κατεργασμένες.
Το Μ2 διαθέτει νέας σχεδίασης ξυστό (πάπια) από συνθετικό υλικό με έντονη χάραξη ώστε να μη γλιστρά.
Η διατομή της είναι από τις μικρότερες σε αυτόγεμές όπλο.
Επειδή λόγω συστήματος λειτουργίας τα Benelli γενικά παρουσιάζουν αυξημένο λάκτισμα, μεγάλη έμφαση έχει δωθεί στη σχεδίαση του κοντακίου ComforTech.
Μία σειρά από 22 ελαστικά παρενθέματα και ένα πέλμα που υποχωρεί κάτω από τη δύναμη της ανάκρουσης, επιβραδύνουν την οπισθοδρόμηση του όπλου και κατανέμουν τη δύναμη σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η εταιρεία δηλώνει ότι η μείωση μπορεί να φτάσει και το 48%, αλλά βεβαίως η αίσθηση της ανάκρουσης είναι υποκειμενική υπόθεση και τέτοιοι ισχυρισμοί είναι συνήθως αμφιλεγόμενοι.
Tο Comfortech είναι προαιρετικό και αυξάνει την τιμή του βασικού όπλου.Υπάρχουν επίσης εκδόσεις με κλασικό ξύλινο κοντάκι, με συνθετικό ή με πιστολοειδή λαβή.
Οι ιδιαίτερότητες των Benelli
Όπως τα περισσότερα αυτογεμή λειόκανα, το Μ2 διαθέτει μια κυλινδρική αποθήκη που χωρά από 4 ως 10 φυσίγγια (χωρίς τον απαραίτητο “μειωτήρα” που στην Ελλάδα περιορίζει τη χωρητικότητα σε 2+1 φυσίγγια), αναλόγως του μοντέλου.
Το όπλο λύνεται εύκολα σε δύο κύρια απάρτια κορμό και κάνη για μεταφορά και συναρμολογείται με μία βίδα στο άκρο της αποθήκης.
Τα χειριστήρια περιλαμβάνουν το μοχλό όπλισης πάνω στο κλείστρο και το κουμπί απελευθέρωσης του κλείστρου, το οποίο βρίσκεται δεξιά στον κορμό.
Αυτά είναι συνηθισμένα σε όλα σχεδόν τα λειόκανα.
Ένα “μοναδικό” χειριστήριο που συναντά κανείς στα τουφέκια της ιταλικής φίρμας, είναι το “κομβίο απελευθέρωσης φυσιγγίων”.
Βρίσκεται πάνω στη σκανδαλοθήκη και σημαίνεται με μία κόκκινη κουκίδα.
Πιέζοντας το, το πρώτο φυσίγγιο στην αποθήκη ελευθερώνεται για να φτάσει στη ράμπα τροφοδοσίας.
Σύμφωνα με την Benelli, το κουμπί λειτουργεί και ως ενδείκτης όπλισης, δείχνοντας πότε η σφύρα είναι οπλισμένη.
Οι εναλλάξιμες κάνες και η “αστοχία”
Όπως τα περισσότερα σύγχρονα αυτογεμή, η Μ2 μπορεί να αλλάζει κάνες πολύ εύκολα.
Ξεβιδώνουμε την βίδα που συγκρατεί τον ξυστό και ανασύρουμε την κάνη από τον κορμό με φορά εμπρός.
Μια διαφορετική συμβατή μπορεί να μπεί στη θέση της σε δευτερόλεπτα.
Υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές με ρίγα ή χωρίς και με εναλλασόμενα τσοκ που ρυθμίζουν τη διασπορά των σκαγίων.
Εκεί που υπάρχουν “παράπονα” είναι στις εκδόσεις του Μ2 με κάνες για φτερωτό θήραμα και ρίγα στην κορυφή.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο που μόνο οι μηχανικοί στο εργοστάσιο του Ούρμπινο ξέρουν, οι κάνες αυτές “συστηματικά” φαίνεται να στέλνουν τις βολές τους 15-20 εκατοστά ψηλότερα από το σημείο στόχευσης στην απόσταση των 25 μέτρων.
Πρακτικά, τα περισσότερα Μ2 με τέτοιες κάνες ευθύνονται για αυξημένες αστοχίες σε ιπτάμενους στόχους.
Δε γνωρίζουμε την πηγή αυτής της σχεδιαστικής “ανωμαλίας”.
Επισήμως η αναφέρεται ότι οι ρίγες σχεδιάστηκαν ώστε το σμήνος σκαγίων χτυπά κατά 100% πάνω από το σημείο σκόπευσης.
Έτσι ώστε όταν τοποθετείται το στόχαστρο κάτω από το στόχο, ο όγκος της βολής να κατευθύνεται εκεί που κοιτάζει ο σκοπευτής.
Αυτό είναι ασυνήθιστο. Συνήθως οι κάνες των λειόκανων σχεδιάζονται ώστε τα σκάγια να κατανέμονται 50-50 έως 70-30 πάνω από το σημείο σκόπευσης σε σημείο αναφοράς 36 μέτρων (40 γιάρδες).
Αν μη τι άλλο η επιλογή της Benelli ίναι αξιοπερίεργη.
Πολύ καλύτερο στα “μονόβολα”
Από τη μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων εναλλακτικών θα συνιστούσαμε τις Slug με σκοπευτικά για βλήματα (μονόβολα).
Μια ακίδα εμπρός και έαν απλό κλισιοσκόπιο βοηθούν στην ταχεία σκόπευση.
Ακόμη αρτιότερη είναι η επιλογή Tactical που συνδυάζει μια κάνη με εσωτερικά τσοκ και πλήρη ρυθμιζόμενα σκοπευτικά τύπου ghost ring (της LPA) που περιλαμβάνουν βάση για οπτικό στόχαστρο red dot.
Είναι ακριβότερη, αλλά αρτιότερη επιλογή.
Με εξαίρεση την παραπάνω ιδιομορφία, το Μ2 είναι ένα εξαιρετικό όπλο. Ποιοτικό, ελαφρύ και ανθεκτικό λειόκανο, ιδιαίτερα στις εκδόσεις Slug και Tactical αξίζει τα χρήματα του.
Η δυνατότητα χρήσης εναλλάξιμων τσοκ και τα ρυθμιζόμενα σκοπευτικά της LPA στην δεύτερη έκδοση, δημιουργούν ένα πολύ ευέλικτο σύνολο για εκείνους που επιθυμούν ένα και μόνο λειόκανο για το κυνήγι οπληφόρων και το σκοπευτήριο.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών