Στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s στις 22 Aπριλίου 2022 στην κλίμακα «ΒΒ+» από «ΒΒ», επιβεβαιώνοντας πλήρως το δημοσίευμα του bankingnews.gr ότι... επίκειται πολιτική παρέμβαση για να αναβαθμίσει την Ελλάδα ο αμερικανικός οίκος.
Την ίδια στιγμή, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετεβλήθησαν σε σταθερές από θετικές.
Πλέον, η ελληνική οικονομία απέχει μόλις μια βαθμίδα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας...
Υπενθυμίζεται ότι αυτή είναι η δεύτερη αναβάθμιση της Ελλάδας σε διάστημα κάτι περισσότερο του μηνός, καθώς στις 18 Μαρτίου ο καναδικός οίκος DBRS, αναβάθμισε επίσης την Ελλάδα σε «ΒΒ high» με σταθερές προοπτικές από ΒΒ με θετικό outlook, φέρνοντας επίσης μια βαθμίδα το ελληνικό αξιόχρεο χαμηλότερα του investment grade.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η αναβάθμιση αντανακλά την προσδοκία του για συνεχή βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες, δεδομένων των σημαντικών αποθεμάτων ασφαλείας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα.
Από την άλλη, οι υψηλότερες τιμές στην Ενέργεια και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν στην επιβράδυνση της ανάπτυξης, το 2022, στο +3,4%, έναντι +8,3% το 2021, με το ελληνικό ΑΕΠ να αναμένεται να ξεπεράσει, κατά μέσο όρο, το +3% την περίοδο 2023-2025, χάρη στα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) και άλλες χρηματοδοτήσεις, σε συνδυασμό με την ισχυρή ανάκαμψη των κερδών από τον Τουρισμό.
Σύμφωνα με την S&P, από το 2020 και εξής, η αποτελεσματική διακυβέρνηση και η ώθηση που προσέφεραν η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική σε επίπεδο ευρωζώνης και ΕΕ ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομία.
Η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε την πρόσβαση στην αγορά κρατικού χρέους με σχετικά χαμηλό κόστος λόγω της συμπερίληψης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς της ΕΚΤ (PEPP) και ως collateral για τη διενέργεια πράξεων επαναγοράς.
Πρόσφατα, πριν από τον τερματισμό του πανδημικού προγράμματος (PEPP) τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα, εάν παρατηρούσε επιδείνωση σε ό,τι αφορά το μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης.
Πέρα από τα παραπάνω, ο οίκος αξιολόγησης διαπιστώνει σημαντική βελτίωση σε ό,τι αφορά την ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) επί του συνόλου των δανείων που έχει χορηγήσει ο εγχώριος τραπεζικός τομέας μειώθηκε στο 12,8% το 2021, από 31% το 2020, ενώ έως το τέλος του 2022 αναμένεται να πέσει κάτω του 8%.
Kατά τ’ άλλα, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας και την νευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Η S&P εκτιμά ότι τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα ισοδυναμούν ισοδυναμούν με το τριπλάσιο των αναγκών δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια.
Το γεγονός, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις εμπορικής αναχρηματοδότησης, θα βοηθήσει στην «ανοσία» των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πτωτική πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τη διάρκεια και το μέσο κόστος τόκων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο συμφέροντα προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογεί o οίκος.
Σε αυτό το πλαίσιο, το τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας που τυγχάνει διαπραγμάτευσης θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022.
Προβλέπεται δε ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Στον αντίποδα, οι αξιολογήσεις για την Ελλάδα περιορίζονται από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας.
Ανάπτυξη παρά τον πόλεμο
Μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (-9,0%) και την πολύ μεγαλύτερη ανάκαμψη από ό,τι αναμενόταν το 2021 (8,3%), ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,4% το 2022, γεγονός που συνεπάγεται επιβράδυνση της υποκείμενης ανάπτυξης λίγο κάτω από 2%, αφού ληφθεί υπόψη το στατιστικό αποτέλεσμα μεταφοράς που εκτιμάται σε 1,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Η επί τα χείρω αναθεώρηση της εκτίμησης για την ανάπτυξη το 2022 (από 5% προηγουμένως) οφείλεται στις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, που θα προκύψουν κυρίως εμμέσως, ιδίως μέσω απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, δεδομένου ότι οι άμεσες εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένες.
Σε κάθε περίπτωση, ι αντίκτυπος, με βάση τις τρέχουσες υποθέσεις, θα είναι διαχειρίσιμος και τα επόμενα τρία
χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Υπάρχουν, βέβαια, μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, κυρίως πτωτικές, σε περίπτωση που ο πόλεμος παραταθεί, κλιμακωθεί μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ ή τεθεί σε εφαρμογή εμπάργκο στις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Η δυναμική ανάκαμψη της Ελλάδας το 2021 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών.
Η χώρα μας, λέει ο οίκος, επωφελήθηκε από μια ισχυρή -αν και ελλιπή- ανάκαμψη στον Τουρισμό και στον τομέα των μεταφορών και των εξαγωγών.
Ο Τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφθασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η S&P δεν εκτιμά επιστροφή των καθαρών κερδών από τον Τουρισμό στα ιστορικά υψηλά επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί προ πανδημίας πριν από το 2023 – 2024.
Βέβαια, τα κέρδη στον κλάδο βελτιώθηκαν σημαντικά το 2021.
Για παράδειγμα, οι αφίξεις τουριστών πρακτικά διπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις υπερδιπλασιάστηκαν στα 10,7 δισ. ευρώ από 4,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο 47% και στο 59% των επιπέδων του 2019.
Αυτό υποδηλώνει ότι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη του Τουρισμού θα στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και θα συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτή η προσδοκία υποστηρίζεται επίσης από ενδείξεις για σημαντικές αφίξεις προς την Ελλάδα (με εξαίρεση τη Ρωσία, προς την οποία απαγορεύονται οι πτήσεις).
Η κατασκευαστική και μεταποιητική δραστηριότητα ανακάμπτει γρήγορα, με τον αντίστοιχο δείκτη να έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, οι δείκτες καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, καθώς και οι τάσεις στη βιομηχανική παραγωγή, επηρεάστηκαν από αβεβαιότητες που σχετίζονται με τη δυναμική του πληθωρισμού, ιδίως σε σχέση με τις υψηλές τιμές στην Ενέργεια.
Ενώ τα υποστηρικτικά οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, μαζί με τις ισχυρές επιδόσεις που παρουσιάζει η αγορά εργασίας, έχουν ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την εγχώρια ζήτηση, η απότομη αύξηση του πληθωρισμού πιθανότατα θα επιβαρύνει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Εξαιτίας λοιπόν της απότομης αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων, η S&P αναμένει ότι η ιδιωτική κατανάλωση και η επενδυτική δραστηριότητα θα επιβραδυνθούν το 2022, παρότι ότι οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Μετά την απότομη επιβράδυνση το 2020, αρκετά έργα και ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο (Υποδομές ΔΕΠΑ) ή έχουν προχωρήσει αρκετά (περιφερειακά λιμάνια και παραχωρήσεις στην Αττική Οδό και την Εγνατία οδό), τα οποία, εάν ολοκληρωθούν, θα συμβάλουν σε σημαντική αύξηση των εσόδων.
Ταμείο Ανάκαμψης
Επίσης, όπως προειπώθηκε, η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επιχορηγήσεις 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια 12,7 δισ. ευρώ, χωρίς να εξετάζονται τα δάνεια που έλαβε μέσω του προγράμματος για την ενίσχυση της απασχόλησης (SURE).
Το 2021, έλαβε σχεδόν 4 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), ενώ άλλα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν προγραμματιστεί για εκταμίευση το 2022.
Περισσότερο από το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών κονδυλίων του RRF προώρισται για την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για την υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, των πολιτικών της αγοράς εργασίας, της υγειονομικής περίθαλψης και της αναβάθμισης της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού σώματος.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία και θα συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, που εφαρμόστηκε όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνέβαλε στην απορρόφηση των οικονομικών κραδασμών.
Υπό το πρίσμα της απόφασης να διακόψει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη Μαρτίου 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέρα από τις επανεπενδύσεις λήξεων, εάν παρατηρούσε επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Η κυβέρνηση προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών και υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις για την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ως εκ τούτου, η S&P πιστεύει ότι οι μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε κέρδη σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, που θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους του κράτους μεσομακροπρόθεσμα.
Κατά την άποψη του οίκου, τα διαθέσιμα κεφάλαια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για τέτοιες μεταρρυθμίσεις.
Τράπεζες
Σύμφωνα με τον οίκο, ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) των τραπεζών αποτελεί κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, καθώς θα τονώσει τη χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία σε καθαρούς όρους εξακολουθεί να συρρικνώνεται.
Οι τράπεζες συνέχισαν τις προσπάθειές τους για μείωση του μεγάλου αποθέματος NPEs, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους εταιρικούς ισολογισμούς.
Το ποσοστό των NPEs στα συνολικά δάνεια των συστημικά σημαντικών τραπεζών μειώθηκε απότομα στο 10% το 2021 από 31% το 2020.
Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί 12,7 δισεκατομμύρια ευρώ δανείων από το RRF και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό δανεισμό κόστος μέσω του τραπεζικού συστήματος - κάτι το οποίο αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ ζήτησης και προσφοράς πιστώσεων και να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.
Μετά την απαλλαγή από τα μνημόνια, θυμίζει η S&P, η Ελλάδα υπόκειται σε τριμηνιαίες αξιολογήσεις βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους.
Μετά θα υπόκειται σε εποπτεία με έμφαση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και στη συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση του χρέους και η επιστροφή κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFA/SMP) υπόκεινται σε συνεχή συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος.
Αυτά και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχουν σημαντικό κίνητρο για την κυβέρνηση να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που αφορούν το εκλογικό χρονοδιάγραμμα.
Δημοσιονομική πολιτική
Όπως αναφέρει η S&P, η πανδημία οδήγησε μετά από πολλά έτη με πλεονάσματα πάνω από το στόχο σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020 και το 2021 (10,2% και 7,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα), αλλά το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 4,2% του ΑΕΠ το 2022.
Η ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης του δημοσιονομικού ελλείμματος (από 3,1% του ΑΕΠ προηγουμένως) ενσωματώνει την πρόβλεψή της S&P για χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για την καταστολή των πληθωριστικών πιέσεων.
Η S&P αναμένει ότι η απόσυρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία θα οδηγήσει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ μια απροσδόκητη αύξηση των κρατικών εσόδων πιθανότατα θα προσφέρει κάποιο «μαξιλάρι» έναντι μιας μεγαλύτερης δημοσιονομικής διολίσθησης σε σύγκριση με τον δημοσιονομικό στόχο της κυβέρνησης για έλλειμμα 3,7% του ΑΕΠ. Δεδομένων των έκτακτων συνθηκών που επικράτησαν πέρυσι και της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, η απαίτηση για την Ελλάδα να εκπληρώσει το πρωτογενές ισοζύγιο του 3,5% του ΑΕΠ το 2020-2022 ανεστάλη και τώρα αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεόνασμα και πάλι το 2023.
Ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2022 περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν:
- Στην παροχή κινήτρων για την απασχόληση - ιδίως μεταξύ των νέων που επωφελούνται επίσης από τη στέγαση και άλλα επιδόματα.
- Μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.
- Ενίσχυση των επενδύσεων προς την πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση με την εισαγωγή φορολογικών εκπτώσεων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και
- Αύξηση των δαπανών για τις ένοπλες δυνάμεις.
Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 184% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, πριν υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-2025.
Η μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης θα φτάσει στα επίπεδα του 170% επί του ΑΕΠ το 2022 -το υψηλότερο μεταξύ όλων των κρατικών κρατών που αξιολογούμε- από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.
Παρά τη σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου το 2020 και το 2021, σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά αποθέματα ασφαλείας.
Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη διαρθρωτική δημοσιονομική της θέση πριν από την πανδημία (εκτιμάται σε πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από την πρόσβασή της σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (που εκτιμάται σε περίπου 17% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, εξαιρουμένης της χορήγησης από το ΔΝΤ ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων, που υπολογίζονται σε 3 δισ. ευρώ), τα οποία μειώνουν αισθητά τις δανειακές ανάγκες της.
Οι επιστροφές SMP/ANFA από το Ευρωσύστημα θα συνεχιστούν καθώς η χώρα μας συμμορφώνεται, σε γενικές γραμμές, με τους σχετικούς δείκτες αναφοράς.
Επιπλέον, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, εάν παρατηρήσει επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, είναι κατά την άποψη της S&P κλειδί για την πρόσβαση της Ελλάδας σε προσιτή χρηματοδότηση.
Η S&P υπολογίζει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,3% στο τέλος του 2021.
Παρά το δυσθεώρητο χρέος της χώρας, αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη που αξιολογεί η S&P στην κατηγορία «BB».
Η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια ωρίμανσης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν περίπου 20 χρόνια στο τέλος του 2021.
O oίκος αναμένει ότι το στοιχεία αυτό σε συνδυασμό με τις μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων (GLF), θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού φόρτου της κυβέρνησης, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Η S&P υπογραμμίζει επίσης ότι είναι σημαντικό ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα αποπλήρωσε νωρίτερα το υπόλοιπο του δανείου της από το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.
Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση εμπορικών ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως μερίδιο των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να αυξηθεί.
Χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ατέρμονη ανακεφαλαιοποίηση της Attica bank
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η S&P συνεχίζει να το θεωρεί… ως το πλέον «ακραίο στοιχείο» στην ευρωζώνη.
Ο υψηλός δείκτης NPEs παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η χαμηλή ποιότητα ενεργητικού, τα κεφαλαιακά επίπεδα και οι περιορισμένες προοπτικές σε σχέση με τα κέρδη περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.
Η ατέρμονη κεφαλαιακή αναδιάρθρωση της Attica Bank, της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας από πλευράς ενεργητικού, είναι μια νέα περίπτωση.
Η καθυστερημένη εμφάνιση των τεράστιων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού της και οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η αφερεγγυότητα το 2021 προκάλεσαν τη μεταβολή των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC), καθιστώντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο μέτοχό της μέσω κεφαλαιακής εισφοράς 245 εκατ. ευρώ.
Bέβαια, η S&P θεωρεί αυτό το πρόσφατο περιστατικό ως μεμονωμένο και τονίζει ότι η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική.
Όσον αφορά τα NPEs, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες (Eθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα) έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο με τη βοήθεια του προγράμματος εγγυοδοσίας «Ηρακλής», που θεσπίστηκε το 2018.
Μέσω του «Ηρακλή» και την πώληση τιτλοποιημένων κόκκινων δανείων, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν τα κόκκινα δάνεια κατά περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια.
Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων NPEs που έχουν διατεθεί, η S&P αναμένει ότι το ποσοστό των NPEs σε όλο το σύστημα θα πέσει κάτω από το 8% μέχρι το τέλος του 2022.
Ωστόσο, ο οίκος αναμένει ότι οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η κερδοφορία επιστρέφει, υποστηριζόμενη από χαμηλότερες προβλέψεις επί επισφαλειών, επισημαίνει η S&P.
Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τις λειτουργικές τους δαπάνες διά της συρρίκνωσης των δικτύων καταστημάτων τους και του αριθμού των εργαζομένων, κυρίως με προγράμματα εθελούσιας εξόδου.
Οι προμήθειες από δραστηριότητες δανεισμού επιχειρήσεων είναι πιθανό να αυξηθούν, τροφοδοτούμενες από μεγαλύτερη εκταμίευση δανείων και αυξημένα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) και η Eurobank πιθανότατα θα επαναφέρουν τα μερίσματα από τα κέρδη του 2022, ενώ η Alpha Bank θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα.
Στους κινδύνους που ελλοχεύουν περιλαμβάνονται μια μεγαλύτερη πτώση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου δανείων και της πίεσης του περιθωρίου κέρδους εξαιτίας του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης.
Το τελευταίο οφείλεται στον τερματισμό των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) της ΕΚΤ.
Κατά την S&P, οι εισροές NPEs θα περιοριστούν επειδή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έδειξε ανθεκτικότητα απέναντι στην πανδημία.
Δεύτερον, οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του νέου πλαισίου πτώχευσης, βελτιώνουν την κουλτούρα των πληρωμών και τα ποσοστά ανάκτησης.
Ως εκ τούτου, το κόστος κινδύνου της Eurobank και της Εθνικής έχει εξομαλυνθεί ενώ αναμένεται το ίδιο για την Alpha και την Πειραιώς μόλις οριστικοποιήσουν τις εναπομείνασες μεγάλες τιτλοποίησεις NPE.
Τέλος, ο οίκος αξιολόγησης αναφέρει πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει μικρή άμεση επίδραση στις ελληνικές τράπεζες, αν και οι υψηλότερες τιμές στην Ενέργεια και τα τρόφιμα, λόγω ενδεχόμενης ανατίμησης και του δολαρίου, πιθανόν να μπορούσαν να βλάψουν έμμεσα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τα έσοδα από τον Τουρισμό.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών