Μία και μόνη η επιλογή της, να καταστήσει την οικονομία της ανταγωνιστική και κυρίως να εξάγει περισσότερα
Μία είναι μόνον η επιλογή που έχει η Ελλάδα προκειμένου να σταθεί στα πόδια της, σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού «The New Yorker».
Αν υπάρχει ένα μήνυμα που θα πρέπει να λάβει η Ελλάδα από την πρόσφατη αντιπαράθεση που είχε με την Ευρωζώνη, είναι ότι δεν θα λάβει ποτέ τη βοήθεια που πραγματικά χρειάζεται, επισημαίνεται στο άρθρο.
Αν υποθέσουμε ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, η Ελλάδα θα μπορεί να ανοίξει τις τράπεζές της και να απομακρύνει την οικονομία της από την κατάρρευση.
Ωστόσο, με την οικονομία να έχει συρρικνωθεί κατά 25% τα τελευταία πέντε χρόνια και με το ποσοστό της ανεργίας άνω του 25%, η Ελλάδα χρειάζεται πραγματικές δαπάνες για την τόνωση της οικονομία της και περισσότερο χαλαρή νομισματική πολιτική.
Όμως, τίποτα από αυτά τα δύο δεν είναι σε προσφορά.
Ακόμη και αν η Ελλάδα πετύχει την ελάφρυνση χρέους που συστήνει το ΔΝΤ, τα επόμενα λίγα χρόνια θα είναι ζοφερά.
Όπως μάλιστα σημειώνει ο Jaimes Galbraith, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν των ΗΠΑ, που βοήθησε τον έλληνα πρώην υπουργό Οικονομικών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων φέτος, «αυτό που θα συμβεί στην Ελλάδα θα είναι πολύ θλιβερό».
Αυτό που επομένως πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι ένα και μοναδικό, σημειώνεται στο άρθρο.
Η μόνη επιλογή που έχει, είναι να καταστήσει την οικονομία της περισσότερο ανταγωνιστική και κυρίως, να εξάγει περισσότερα.
Είναι πολύ εύκολο να επικεντρώνεται κανείς στον… σωρό χρέους της Ελλάδας, όμως σύμφωνα με τον Γιάννη Ιωαννίδη, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο Tufts, «το χρέος είναι τελικά το μικρότερο πρόβλημα.
Η παραγωγικότητα και η έλλειψη ανταγωνιστικών εξαγωγών είναι πολύ πιο σημαντικά», σημειώνει.
Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να καταστεί μια μεταποιητική υπερδύναμη: σχεδόν το ήμισυ των ελλήνων μεταποιητών έχουν λιγότερους από πενήντα υπαλλήλους, γεγονός που περιορίζει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα, καθώς δεν χαίρουν οικονομίες κλίμακας.
Η Ελλάδα, επίσης, έχει ένα νομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον που αποθαρρύνει τις επενδύσεις, ιδιαίτερα αυτές από το εξωτερικό, ενώ είναι μεταξύ των πιο δύσκολων στην Ευρώπη χωρών για να ξεκινήσεις και να τρέξεις μια επιχείρηση, καθώς έχει μυριάδες κανονισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να προστατέψουν τους υπάρχοντες παίκτες από τον ανταγωνισμό.
Το μέγεθος αυτών των προβλημάτων, σημειώνεται στο άρθρο του «The New Yorker», κάνουν το έργο της Ελλάδας να φαντάζει άπελπι, όμως απλές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Σε αντίθεση με την εικόνα που έχει στην Ευρώπη, η Ελλάδα έχει ήδη κάνει κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση: μεταξύ του 2013 και του 2014 η χώρα ανήλθε 111 θέσεις στο δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας «διευκόλυνση έναρξης μιας επιχείρησης».
Οι μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει τα πράγματα εκείνα που την κάνουν να ξεχωρίζει.
Στην περίπτωση των εξαγωγών, η χώρα δεν έχει εκμεταλλευθεί όλα τα περιθώρια που έχει, σημειώνεται στο άρθρο και δίνεται ως παράδειγμα το ελληνικό ελαιόλαδο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί πολλάκις ως το καλύτερο στον κόσμο.
Ωστόσο, 60% του ελληνικού ελαιολάδου πωλείται χύμα στην Ιταλία, η οποία το επαναπωλεί.
Η Ελλάδα, σημειώνεται, θα έπρεπε να επεξεργάζεται και να πωλεί το ελαιόλαδο μόνη της, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και για άλλα προϊόντα, όπως το τυρί φέτα και το γιαούρτι.
Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, τα προϊόντα διατροφής θα μπορούσαν να προσφέρουν δισεκατομμύρια στο ελληνικό ΑΕΠ, όπως επίσης και ο τουρισμός, που ήδη αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ, παρουσιάζει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης.
Όμως, σύμφωνα με τον Galbraith, η Ελλάδα θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει και με άλλους τρόπους το κλίμα της και το μορφωμένο εργατικό δυναμικό της, καθώς αποτελεί ιδανική τοποθεσία για ερευνητικά κέντρα και παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων.
Για να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι περισσότερο αποτελεσματικές όταν το επίπεδο εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς είναι υψηλό.
Ωστόσο, η φήμη του ελληνικού κράτους μεταξύ των πολιτών του είναι φτωχή και πάνω από όλα, εκείνος που μέχρι τώρα έχει παροτρύνει το κράτος να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις είναι η μισητή τρόικα, η εμμονή της οποίας στη λιτότητα έχει καταστήσει την απλή έννοια των μεταρρυθμίσεων σε ανάθεμα.
Το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας θα ωφελούσε τους πολίτες της, καθώς οι χιλιάδες κανόνες και ρυθμίσεις το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν ουσιαστικά τους έχοντες και εκείνους τους τυχερούς που έχουν κερδίσει μια αργομισθία.
Αν και αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να προσπαθήσει.
Όπως σημειώνει ο Γ. Ιωαννίδης, «παρατηρώντας άλλες χώρες, γνωρίζουμε ότι για να είναι αποτελεσματικές οι μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση και οι πολίτες πρέπει να τις κάνουν δικές τους», κάτι που μέχρι τώρα δεν συμβαίνει.
Ο Αλέξης Τσίπρας, σημειώνεται στο άρθρο, έχει αξιοσημείωτο πολιτικό κεφάλαιο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να στηλιτεύσει τη λιτότητα.
Όμως η Γερμανία έχει καταστήσει επώδυνα σαφές ότι αυτό δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Πράγματι, ο Τσίπρας θα πρέπει να ξεχάσει το τι δεν πρόκειται να κάνει η Ευρώπη και να επικεντρωθεί στο τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα για τον εαυτό της.
Θα πρέπει να επικεντρωθεί στις εξαγωγές, να καταστήσει πιο εύκολο για τους νέους ανθρώπους να βρουν εργασία και να ξεκινήσουν επιχειρήσεις.
Αυτή δεν είναι η πλατφόρμα με την οποία ο Τσίπρας έτρεξε, είναι όμως η πλατφόρμα με την οποία η Ελλάδα πρέπει να κυβερνηθεί, καταλήγει το άρθρο.
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελένη Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
Αν υπάρχει ένα μήνυμα που θα πρέπει να λάβει η Ελλάδα από την πρόσφατη αντιπαράθεση που είχε με την Ευρωζώνη, είναι ότι δεν θα λάβει ποτέ τη βοήθεια που πραγματικά χρειάζεται, επισημαίνεται στο άρθρο.
Αν υποθέσουμε ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, η Ελλάδα θα μπορεί να ανοίξει τις τράπεζές της και να απομακρύνει την οικονομία της από την κατάρρευση.
Ωστόσο, με την οικονομία να έχει συρρικνωθεί κατά 25% τα τελευταία πέντε χρόνια και με το ποσοστό της ανεργίας άνω του 25%, η Ελλάδα χρειάζεται πραγματικές δαπάνες για την τόνωση της οικονομία της και περισσότερο χαλαρή νομισματική πολιτική.
Όμως, τίποτα από αυτά τα δύο δεν είναι σε προσφορά.
Ακόμη και αν η Ελλάδα πετύχει την ελάφρυνση χρέους που συστήνει το ΔΝΤ, τα επόμενα λίγα χρόνια θα είναι ζοφερά.
Όπως μάλιστα σημειώνει ο Jaimes Galbraith, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν των ΗΠΑ, που βοήθησε τον έλληνα πρώην υπουργό Οικονομικών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων φέτος, «αυτό που θα συμβεί στην Ελλάδα θα είναι πολύ θλιβερό».
Αυτό που επομένως πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι ένα και μοναδικό, σημειώνεται στο άρθρο.
Η μόνη επιλογή που έχει, είναι να καταστήσει την οικονομία της περισσότερο ανταγωνιστική και κυρίως, να εξάγει περισσότερα.
Είναι πολύ εύκολο να επικεντρώνεται κανείς στον… σωρό χρέους της Ελλάδας, όμως σύμφωνα με τον Γιάννη Ιωαννίδη, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο Tufts, «το χρέος είναι τελικά το μικρότερο πρόβλημα.
Η παραγωγικότητα και η έλλειψη ανταγωνιστικών εξαγωγών είναι πολύ πιο σημαντικά», σημειώνει.
Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να καταστεί μια μεταποιητική υπερδύναμη: σχεδόν το ήμισυ των ελλήνων μεταποιητών έχουν λιγότερους από πενήντα υπαλλήλους, γεγονός που περιορίζει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα, καθώς δεν χαίρουν οικονομίες κλίμακας.
Η Ελλάδα, επίσης, έχει ένα νομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον που αποθαρρύνει τις επενδύσεις, ιδιαίτερα αυτές από το εξωτερικό, ενώ είναι μεταξύ των πιο δύσκολων στην Ευρώπη χωρών για να ξεκινήσεις και να τρέξεις μια επιχείρηση, καθώς έχει μυριάδες κανονισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να προστατέψουν τους υπάρχοντες παίκτες από τον ανταγωνισμό.
Το μέγεθος αυτών των προβλημάτων, σημειώνεται στο άρθρο του «The New Yorker», κάνουν το έργο της Ελλάδας να φαντάζει άπελπι, όμως απλές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Σε αντίθεση με την εικόνα που έχει στην Ευρώπη, η Ελλάδα έχει ήδη κάνει κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση: μεταξύ του 2013 και του 2014 η χώρα ανήλθε 111 θέσεις στο δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας «διευκόλυνση έναρξης μιας επιχείρησης».
Οι μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει τα πράγματα εκείνα που την κάνουν να ξεχωρίζει.
Στην περίπτωση των εξαγωγών, η χώρα δεν έχει εκμεταλλευθεί όλα τα περιθώρια που έχει, σημειώνεται στο άρθρο και δίνεται ως παράδειγμα το ελληνικό ελαιόλαδο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί πολλάκις ως το καλύτερο στον κόσμο.
Ωστόσο, 60% του ελληνικού ελαιολάδου πωλείται χύμα στην Ιταλία, η οποία το επαναπωλεί.
Η Ελλάδα, σημειώνεται, θα έπρεπε να επεξεργάζεται και να πωλεί το ελαιόλαδο μόνη της, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και για άλλα προϊόντα, όπως το τυρί φέτα και το γιαούρτι.
Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, τα προϊόντα διατροφής θα μπορούσαν να προσφέρουν δισεκατομμύρια στο ελληνικό ΑΕΠ, όπως επίσης και ο τουρισμός, που ήδη αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ, παρουσιάζει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης.
Όμως, σύμφωνα με τον Galbraith, η Ελλάδα θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει και με άλλους τρόπους το κλίμα της και το μορφωμένο εργατικό δυναμικό της, καθώς αποτελεί ιδανική τοποθεσία για ερευνητικά κέντρα και παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων.
Για να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι περισσότερο αποτελεσματικές όταν το επίπεδο εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς είναι υψηλό.
Ωστόσο, η φήμη του ελληνικού κράτους μεταξύ των πολιτών του είναι φτωχή και πάνω από όλα, εκείνος που μέχρι τώρα έχει παροτρύνει το κράτος να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις είναι η μισητή τρόικα, η εμμονή της οποίας στη λιτότητα έχει καταστήσει την απλή έννοια των μεταρρυθμίσεων σε ανάθεμα.
Το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας θα ωφελούσε τους πολίτες της, καθώς οι χιλιάδες κανόνες και ρυθμίσεις το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν ουσιαστικά τους έχοντες και εκείνους τους τυχερούς που έχουν κερδίσει μια αργομισθία.
Αν και αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να προσπαθήσει.
Όπως σημειώνει ο Γ. Ιωαννίδης, «παρατηρώντας άλλες χώρες, γνωρίζουμε ότι για να είναι αποτελεσματικές οι μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση και οι πολίτες πρέπει να τις κάνουν δικές τους», κάτι που μέχρι τώρα δεν συμβαίνει.
Ο Αλέξης Τσίπρας, σημειώνεται στο άρθρο, έχει αξιοσημείωτο πολιτικό κεφάλαιο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να στηλιτεύσει τη λιτότητα.
Όμως η Γερμανία έχει καταστήσει επώδυνα σαφές ότι αυτό δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Πράγματι, ο Τσίπρας θα πρέπει να ξεχάσει το τι δεν πρόκειται να κάνει η Ευρώπη και να επικεντρωθεί στο τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα για τον εαυτό της.
Θα πρέπει να επικεντρωθεί στις εξαγωγές, να καταστήσει πιο εύκολο για τους νέους ανθρώπους να βρουν εργασία και να ξεκινήσουν επιχειρήσεις.
Αυτή δεν είναι η πλατφόρμα με την οποία ο Τσίπρας έτρεξε, είναι όμως η πλατφόρμα με την οποία η Ελλάδα πρέπει να κυβερνηθεί, καταλήγει το άρθρο.
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελένη Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών