Ποιος θα πληρώσει τον προϋπολογισμό; Επιχειρήσεις, τράπεζες, ασφαλιστικές και μέσω αυτών, στο τέλος, ο πολίτης
Οι πολίτες θα κληθούν τελικά να πληρώσουν τη «λυπητερή» για τον προϋπολογισμό της Ιταλίας το 2019, όπως τονίζει σε δημοσίευμά της η Huffington Post Italia.
«Κάποιος στο τέλος θα πρέπει να πληρώσει τη «λυπητερή» για το νομοσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού.
Γιατί το έλλειμμα ύψους 2,4% --που τώρα και στο εξής θα αποτελέσει τη διελκυστίνδα μεταξύ της Ρώμης και των Βρυξελλών—δεν επαρκεί για να καλύψει τις πλούσιες παροχές που περιλαμβάνει το ‘μενού’ του προϋπολογισμού, που αποφάσισαν οι Matteo Salvini και Luigi Di Maio.
Έτσι, μέσα στις 46 σελίδες της περίληψης του εγγράφου του προσχεδίου γίνεται εμφανές ποιος πρέπει να ανοίξει το πορτοφόλι: επιχειρήσεις, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι οποίες όμως, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου, θα μετακυλήσουν το κόστος στους ίδιους τους πολίτες-πελάτες τους», τονίζει η ιταλική έκδοση της Huffington Post.
Ο στόχος της ιταλικής κυβέρνησης για να βρεθούν τα χρήματα που θα καλύψουν τις δαπάνες που ευαγγελίζονται, είναι ο παραγωγικός κόσμος.
Οι θυσίες που αυτός καλείται να κάνει δεν είναι συναισθηματικές, αλλά ουσιαστικές: οι απαιτούμενοι πόροι θα ληφθούν από αυτόν και θα χρησιμοποιηθούν για έναν άλλο σκοπό, ο οποίος ξεπερνά τους εσωτερικούς στόχους.
Και η βαρυθυμία στους κλάδους του έχει αρχίσει να μεγαλώνει. Το ίδιο και οι επιπτώσεις πάνω στους πολίτες.
Εκείνος που έχει αρχίσει να ζαλίζεται από την ανάγνωση του προσχεδίου του προϋπολογισμού είναι σίγουρα ο επιχειρηματικός κόσμος.
Με εξαίρεση τη μείωση της φορολογίας επί των επιχειρήσεων (Ires), που από 24% γίνεται 15%, και την αναχρηματοδότηση των αποσβέσεων και φοροαπαλλαγών για τις εταιρείες τεχνολογίας αιχμής—αίτημα επίσης και της Κεντροαριστεράς αντιπολίτευσης—στο κείμενο που εστάλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι λιγοστά τα ευνοϊκά μέτρα για τις επιχειρήσεις.
Κι ακόμη αυτά τα λιγοστά μέτρα, δηλαδή, η μείωση στον μίνι-ενιαίο φόρο για τους αυτοαπασχολούμενους είναι σχεδόν μηδαμινή: 546.000.000 ευρώ το 2019, για μια προνομιακή φορολόγηση που θα ισχύει μόνον για εισοδήματα έως 65.000 ευρώ.
Δεν υπάρχει το κατώτατο όριο των 100.000 ευρώ που ζητούσε η Λέγκα και εντός του οποίου θα έπρεπε να καταβληθεί ένα επιπλέον ποσοστό 5%.
Και δεν είναι μΠοιός θα πληρώσει τον προϋπολογισμό; Επιχειρήσεις, τράπεζες, ασφαλιστικές και μέσω αυτών, στο τέλος, ο πολίτης (Huffington Post Italia)όνον αυτό.
Ο οριζόντιος φόρος δημιουργεί έντονες αντιδράσεις.
Ο φόρος, στην πραγματικότητα ακυρώνει τα μεγαλύτερα οφέλη που προέκυπταν από τις προηγούμενες συνδυαστικές διατάξεις (που συμψηφίζουν τη φορολόγηση επί των κερδών του εισοδήματος των επενδύσεων με τις φοροαπαλλαγές), οι οποίες θεσπίσθηκαν το 2011 για να ενισχυθεί η κεφαλαιακή δομή των επιχειρήσεων.
Τώρα, η ζημιά από τον οριζόντιο φόρο για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος της πολιτικής που εφαρμόζει η παρούσα κυβέρνηση, στο στόχαστρο των μηχανισμών είσπραξης εσόδων βρίσκονται και οι τράπεζες: μέσα στο επόμενο έτος θα κληθούν να καταβάλουν 3,3 δισ. στο κράτος.
Ο αριθμός αυτός προκύπτει από το άθροισμα τεσσάρων μέτρων που αποφασίστηκε να επιβληθούν στα πιστωτικά ιδρύματα.
Ήδη από ημερών, οι τράπεζες βρίσκονται σε αναστάτωση.
Σύμφωνα με την Ένωσή τους Abi, o κίνδυνος που συνδέεται με τους φόρους, συνεπάγεται και αύξηση των κινδύνων για τους πελάτες των τραπεζών, ιδίως δε για τους μελλοντικούς: μπορεί να έχουν λιγότερη πίστωση και υψηλότερες τιμές επιτοκίων από τις τρέχουσες.
Επιπλέον, θα πρέπει να σκεφθούμε και τον αντίκτυπο που θα έχει η αύξηση της φορολογίας στις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και εταιρειών από την άποψη της χρηματοδότησης των δεύτερων από τις πρώτες: η ροή κεφαλαίων θα μπορούσε να είναι λιγότερο συνεπής, με δυνητικά αρνητικό αποτέλεσμα στην παραγωγή.
Πρόσφατα, η κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας υπενθύμισε πως οι τραπεζικές πιστώσεις αντιπροσωπεύουν "μία ιστορικά σημαντική (οικονομική) παράμετρο στην Ιταλία" και η παρατήρηση αυτή παραμένει ισχύουσα έστω ακόμη και εάν το βάρος των τραπεζών στο παθητικό των επιχειρήσεων έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια.
Αλλά ακόμη και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν αισθάνονται ικανοποιημένες από τον προϋπολογισμό.
Ο επαναπροσδιορισμός της προκαταβολής φόρου επί των ασφαλίστρων θα τους αφαιρέσει περίπου 1 δισ.
Ο προϋπολογισμός προβλέπει την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα ασφάλιστρα: σήμερα είναι στο 59% για το επόμενο έτος και 74% για τα επόμενα έτη.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να τον αυξήσει στο 75% ήδη από το 2019, στο 90% το 2020 και στο 100% από το 2021 και μετά.
Ήδη κάποιες μετοχές του κλάδου, όπως αυτές της Unipol και της UnipolSai, αισθάνθηκαν τα επίχειρα αυτών των προθέσεων στο Χρηματιστήριο, αλλά την ίδια δυσαρέσκεια από τη χρηματιστηριακή αγορά, έχουν αρχίσει να νοιώθουν και οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου.
«Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ν’ αντιμετωπίζουμε τα θέματα αυτά με τη δέουσα προσοχή, γιατί είναι ένα από τα κύριους πυλώνες του εθνικού συστήματος», προειδοποίησε ο υπ 'αριθμόν ένα του ασφαλιστικού γίγαντα Generali Γκαμπριέλε Γκαλατέρι ντι Τζένολα.
Για να τους βγαίνουν τα νούμερα, οι κυβερνητικοί εταίροι προσφεύγουν στο πλέον κλασικό μέτρο των παρεμβάσεων, αυτό που λαμβάνει σε κάθε χώρα κάθε κυβέρνηση όταν οι καλύψεις για τον προϋπολογισμό είναι πενιχρές και δεν υπάρχει άλλο δημοσιονομικό πεδίο για να αντλήσει πόρους: τις περικοπές στα υπουργεία.
Μέτρο που όμως δημιουργεί μεγάλες εντάσεις στην όποια ευαίσθητη ενδοκυβερνητική ισορροπία, ιδίως σήμερα που τα περισσότερα υπουργεία έχουν μοιρασθεί μεταξύ δύο πολιτικών κομμάτων, τη Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων.
Συνεπώς, υπάρχει μια διένεξη για το ποιος από τους δύο εταίρους θα υπαναχωρήσει έναντι του άλλου.
Συνολικά θα πρέπει να βρεθούν 2,5 δισ. ευρώ σε μία δαπάνη που συνολικά θα φθάσει τα 3,6 δισ. ευρώ.
Αυτό όμως είναι απαραίτητο να γίνει, επειδή μια αναθεώρηση των δημόσιων δαπανών χωρίς περικοπές στα υπουργεία είναι στην ουσία αδύνατη, όπως έχουν αποδείξει οι απόπειρες των τελευταίων κυβερνήσεων, που έχουν πέσει στο κενό.
Το παζλ της κάλυψης του προϋπολογισμού μόλις που μπορεί να σταθεί, διότι βασίζεται σε λίαν εύθραυστες εξαγγελίες.
Οι περισσότεροι πόροι - ίσοι με 21,9 δισ. ευρώ εκατομμύρια - συνδέονται με το προβλεπόμενο αυξημένο έλλειμμα και συνεπώς θα αποτελέσουν το σημείο τριβής με τις Βρυξέλλες.
«Κάποιος στο τέλος θα πρέπει να πληρώσει τη «λυπητερή» για το νομοσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού.
Γιατί το έλλειμμα ύψους 2,4% --που τώρα και στο εξής θα αποτελέσει τη διελκυστίνδα μεταξύ της Ρώμης και των Βρυξελλών—δεν επαρκεί για να καλύψει τις πλούσιες παροχές που περιλαμβάνει το ‘μενού’ του προϋπολογισμού, που αποφάσισαν οι Matteo Salvini και Luigi Di Maio.
Έτσι, μέσα στις 46 σελίδες της περίληψης του εγγράφου του προσχεδίου γίνεται εμφανές ποιος πρέπει να ανοίξει το πορτοφόλι: επιχειρήσεις, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι οποίες όμως, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου, θα μετακυλήσουν το κόστος στους ίδιους τους πολίτες-πελάτες τους», τονίζει η ιταλική έκδοση της Huffington Post.
Ο στόχος της ιταλικής κυβέρνησης για να βρεθούν τα χρήματα που θα καλύψουν τις δαπάνες που ευαγγελίζονται, είναι ο παραγωγικός κόσμος.
Οι θυσίες που αυτός καλείται να κάνει δεν είναι συναισθηματικές, αλλά ουσιαστικές: οι απαιτούμενοι πόροι θα ληφθούν από αυτόν και θα χρησιμοποιηθούν για έναν άλλο σκοπό, ο οποίος ξεπερνά τους εσωτερικούς στόχους.
Και η βαρυθυμία στους κλάδους του έχει αρχίσει να μεγαλώνει. Το ίδιο και οι επιπτώσεις πάνω στους πολίτες.
Εκείνος που έχει αρχίσει να ζαλίζεται από την ανάγνωση του προσχεδίου του προϋπολογισμού είναι σίγουρα ο επιχειρηματικός κόσμος.
Με εξαίρεση τη μείωση της φορολογίας επί των επιχειρήσεων (Ires), που από 24% γίνεται 15%, και την αναχρηματοδότηση των αποσβέσεων και φοροαπαλλαγών για τις εταιρείες τεχνολογίας αιχμής—αίτημα επίσης και της Κεντροαριστεράς αντιπολίτευσης—στο κείμενο που εστάλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι λιγοστά τα ευνοϊκά μέτρα για τις επιχειρήσεις.
Κι ακόμη αυτά τα λιγοστά μέτρα, δηλαδή, η μείωση στον μίνι-ενιαίο φόρο για τους αυτοαπασχολούμενους είναι σχεδόν μηδαμινή: 546.000.000 ευρώ το 2019, για μια προνομιακή φορολόγηση που θα ισχύει μόνον για εισοδήματα έως 65.000 ευρώ.
Δεν υπάρχει το κατώτατο όριο των 100.000 ευρώ που ζητούσε η Λέγκα και εντός του οποίου θα έπρεπε να καταβληθεί ένα επιπλέον ποσοστό 5%.
Και δεν είναι μΠοιός θα πληρώσει τον προϋπολογισμό; Επιχειρήσεις, τράπεζες, ασφαλιστικές και μέσω αυτών, στο τέλος, ο πολίτης (Huffington Post Italia)όνον αυτό.
Ο οριζόντιος φόρος δημιουργεί έντονες αντιδράσεις.
Ο φόρος, στην πραγματικότητα ακυρώνει τα μεγαλύτερα οφέλη που προέκυπταν από τις προηγούμενες συνδυαστικές διατάξεις (που συμψηφίζουν τη φορολόγηση επί των κερδών του εισοδήματος των επενδύσεων με τις φοροαπαλλαγές), οι οποίες θεσπίσθηκαν το 2011 για να ενισχυθεί η κεφαλαιακή δομή των επιχειρήσεων.
Τώρα, η ζημιά από τον οριζόντιο φόρο για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος της πολιτικής που εφαρμόζει η παρούσα κυβέρνηση, στο στόχαστρο των μηχανισμών είσπραξης εσόδων βρίσκονται και οι τράπεζες: μέσα στο επόμενο έτος θα κληθούν να καταβάλουν 3,3 δισ. στο κράτος.
Ο αριθμός αυτός προκύπτει από το άθροισμα τεσσάρων μέτρων που αποφασίστηκε να επιβληθούν στα πιστωτικά ιδρύματα.
Ήδη από ημερών, οι τράπεζες βρίσκονται σε αναστάτωση.
Σύμφωνα με την Ένωσή τους Abi, o κίνδυνος που συνδέεται με τους φόρους, συνεπάγεται και αύξηση των κινδύνων για τους πελάτες των τραπεζών, ιδίως δε για τους μελλοντικούς: μπορεί να έχουν λιγότερη πίστωση και υψηλότερες τιμές επιτοκίων από τις τρέχουσες.
Επιπλέον, θα πρέπει να σκεφθούμε και τον αντίκτυπο που θα έχει η αύξηση της φορολογίας στις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και εταιρειών από την άποψη της χρηματοδότησης των δεύτερων από τις πρώτες: η ροή κεφαλαίων θα μπορούσε να είναι λιγότερο συνεπής, με δυνητικά αρνητικό αποτέλεσμα στην παραγωγή.
Πρόσφατα, η κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας υπενθύμισε πως οι τραπεζικές πιστώσεις αντιπροσωπεύουν "μία ιστορικά σημαντική (οικονομική) παράμετρο στην Ιταλία" και η παρατήρηση αυτή παραμένει ισχύουσα έστω ακόμη και εάν το βάρος των τραπεζών στο παθητικό των επιχειρήσεων έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια.
Αλλά ακόμη και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν αισθάνονται ικανοποιημένες από τον προϋπολογισμό.
Ο επαναπροσδιορισμός της προκαταβολής φόρου επί των ασφαλίστρων θα τους αφαιρέσει περίπου 1 δισ.
Ο προϋπολογισμός προβλέπει την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα ασφάλιστρα: σήμερα είναι στο 59% για το επόμενο έτος και 74% για τα επόμενα έτη.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να τον αυξήσει στο 75% ήδη από το 2019, στο 90% το 2020 και στο 100% από το 2021 και μετά.
Ήδη κάποιες μετοχές του κλάδου, όπως αυτές της Unipol και της UnipolSai, αισθάνθηκαν τα επίχειρα αυτών των προθέσεων στο Χρηματιστήριο, αλλά την ίδια δυσαρέσκεια από τη χρηματιστηριακή αγορά, έχουν αρχίσει να νοιώθουν και οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου.
«Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ν’ αντιμετωπίζουμε τα θέματα αυτά με τη δέουσα προσοχή, γιατί είναι ένα από τα κύριους πυλώνες του εθνικού συστήματος», προειδοποίησε ο υπ 'αριθμόν ένα του ασφαλιστικού γίγαντα Generali Γκαμπριέλε Γκαλατέρι ντι Τζένολα.
Για να τους βγαίνουν τα νούμερα, οι κυβερνητικοί εταίροι προσφεύγουν στο πλέον κλασικό μέτρο των παρεμβάσεων, αυτό που λαμβάνει σε κάθε χώρα κάθε κυβέρνηση όταν οι καλύψεις για τον προϋπολογισμό είναι πενιχρές και δεν υπάρχει άλλο δημοσιονομικό πεδίο για να αντλήσει πόρους: τις περικοπές στα υπουργεία.
Μέτρο που όμως δημιουργεί μεγάλες εντάσεις στην όποια ευαίσθητη ενδοκυβερνητική ισορροπία, ιδίως σήμερα που τα περισσότερα υπουργεία έχουν μοιρασθεί μεταξύ δύο πολιτικών κομμάτων, τη Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων.
Συνεπώς, υπάρχει μια διένεξη για το ποιος από τους δύο εταίρους θα υπαναχωρήσει έναντι του άλλου.
Συνολικά θα πρέπει να βρεθούν 2,5 δισ. ευρώ σε μία δαπάνη που συνολικά θα φθάσει τα 3,6 δισ. ευρώ.
Αυτό όμως είναι απαραίτητο να γίνει, επειδή μια αναθεώρηση των δημόσιων δαπανών χωρίς περικοπές στα υπουργεία είναι στην ουσία αδύνατη, όπως έχουν αποδείξει οι απόπειρες των τελευταίων κυβερνήσεων, που έχουν πέσει στο κενό.
Το παζλ της κάλυψης του προϋπολογισμού μόλις που μπορεί να σταθεί, διότι βασίζεται σε λίαν εύθραυστες εξαγγελίες.
Οι περισσότεροι πόροι - ίσοι με 21,9 δισ. ευρώ εκατομμύρια - συνδέονται με το προβλεπόμενο αυξημένο έλλειμμα και συνεπώς θα αποτελέσουν το σημείο τριβής με τις Βρυξέλλες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών