Τελευταία Νέα
Διεθνή

Foreign Affairs: Ο νέος αντι-αμερικανισμός - Οι ανησυχίες για την ηγεμονία των ΗΠΑ, έδωσαν την θέση τους σε ανησυχίες για την παρακμή τους

Foreign Affairs: Ο νέος αντι-αμερικανισμός - Οι ανησυχίες για την ηγεμονία των ΗΠΑ, έδωσαν την θέση τους σε ανησυχίες για την παρακμή τους
Έχουν περάσει οι ημέρες όταν οι επικριτές επιτίθεντο στις ΗΠΑ για το ότι προσπαθούσαν να γίνουν οι αστυνομικοί του κόσμου - Τώρα ανησυχούν για μια παρακμάζουσα υπερδύναμη που σκέπτεται μόνο το «Πρώτα η Αμερική»
Ο αντι-αμερικανισμός έχει διογκωθεί σε μεγάλο μέρος του κόσμου από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump.
Μια νέα δημοσκόπηση από το Κέντρο Ερευνών Pew δείχνει ότι οι παγκόσμιες αξιολογήσεις για τον Trump είναι παρόμοιες με εκείνες που είχε ο πρόεδρος George W. Bush κοντά στο τέλος της δεύτερης θητείας του (και πολύ χαμηλότερα από τις υψηλές βαθμολογίες που απολάμβανε ο πρόεδρος Barack Obama καθ' όλη την διάρκεια της θητείας του).
Και όπως και στην εποχή του Bush, η δημοφιλία του προέδρου έχει οδηγήσει σε απότομη πτώση των συνολικών εκτιμήσεων υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το 2007, το μέσο ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι είχαν εμπιστοσύνη στον Μπους ότι θα κάνει τα σωστά πράγματα στις παγκόσμιες υποθέσεις ήταν 21% σε επτά ευρωπαϊκά έθνη που παρακολουθούσε τακτικά η Pew: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην έρευνα του 2019, το ίδιο ποσοστό εξέφραζε εμπιστοσύνη στον Trump, σε σύγκριση με το 79% που δήλωσε ότι είχε εμπιστοσύνη στον Obama το 2016.
Και η πτώση της εποχής του Trump δεν περιορίζεται στην Ευρώπη: Στις 24 χώρες που ερευνήθηκαν κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων ετών της προεδρίας του Obama, ένας μέσος όρος 74% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν εμπιστοσύνη στον Obama ότι θα κάνει το σωστό στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Κοιτάζοντας τις ίδιες 24 χώρες, μόλις το 31% δήλωσε το ίδιο σχετικά με τον Trump το 2019.
Το μέσο ποσοστό (που σημαίνει ότι οι μισές χώρες ήταν πάνω από το ποσοστό αυτό και οι άλλες μισές ήταν κάτω) με θετική γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών μειώθηκε από 64% στο 53% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι ανησυχίες που καθοδηγούν τις αρνητικές παγκόσμιες τάσεις απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι διαφορετικές τώρα από ό, τι κατά την διάρκεια της προεδρίας του Bush.
Όταν ο αντι-αμερικανισμός έφτασε στο κορυφαίο σημείο του κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Bush, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνταν ως μια ανεξέλεγκτη υπερδύναμη, που επιδίωκε μονομερώς τα συμφέροντά της και χωρίς να περιορίζεται από τους διεθνείς κανόνες και θεσμούς των οποίων είχε διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην οικοδόμησή τους.
Στην εποχή του Trump, αντιθέτως, οι επικριτές ανησυχούν λιγότερο για την άσκηση της απαράμιλλης δύναμης των ΗΠΑ απ' όσο για μια υποχώρηση των ΗΠΑ -τόσο από την παγκόσμια ηγεσία όσο και από την φιλελεύθερη δημοκρατία.
Κλονισμένες από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2007-08, εξαντλημένες από τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και αμφισβητημένες από την «άνοδο των υπόλοιπων», οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα θεωρούνται ευρέως ως ξεθωριασμένος πρώην ηγεμόνας, άσχετος με τις παγκόσμιες προκλήσεις και που κινδυνεύει να επισκιαστεί από την Κίνα.
Σε μια εποχή άγχους για την φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που τρίζει, μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θέλει αμερικανική δέσμευση και ηγεσία -αλλά αντί γι’ αυτό βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες να στρέφονται προς το εσωτερικό τους.
Έχουν περάσει οι ημέρες όταν οι επικριτές επιτίθεντο στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ότι προσπαθούσαν να γίνουν οι αστυνομικοί του κόσμου. Τώρα ανησυχούν για μια αποσυνδεδεμένη υπερδύναμη που σκέπτεται μόνο το «Πρώτα η Αμερική».

Φιλελεύθερος Λεβιάθαν;

Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απόψεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες -θετικές και αρνητικές- διαμορφώθηκαν από τις αντιλήψεις για την ισχύ των ΗΠΑ και για τους τρόπους με τους οποίους αυτή ασκήθηκε.
Το 1947, ο Βρετανός ακαδημαϊκός και πολιτικός Harold Laski παρατήρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «αντιμετωπίζουν τον κόσμο με την στάση ενός κολοσσού˙ ούτε η Ρώμη στην κορύφωση της ισχύος της ούτε η Μεγάλη Βρετανία κατά την περίοδο της οικονομικής υπεροχής της απολάμβαναν μια τόσο άμεση, τόσο βαθιά ή τόσο διαδεδομένη επιρροή».
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν αυτήν την επιρροή -και ιδιαίτερα την τεράστια στρατιωτική ισχύ τους- με διαφορετικούς τρόπους, προκαλώντας πολύ διαφορετικές αντιδράσεις από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ανθρώπους στον υπόλοιπο κόσμο.
Η παγκόσμια αντίθεση στην αμερικανική ισχύ έρχεται γενικά σε στιγμές που οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονταν διατεθειμένες να προβάλλουν στρατιωτική δύναμη με μικρή αυτοσυγκράτηση σε όλο τον κόσμο.
Για παράδειγμα, ο πόλεμος του Βιετνάμ και η ανάπτυξη πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Γερμανία από τον πρόεδρο Ronald Reigan δημιούργησαν σημαντική αντίθεση.
Πιο πρόσφατα, η εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο σε μια εποχή που η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια πεποίθηση στην Ουάσινγκτον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν ό, τι θέλουν και να αγνοήσουν τις ανησυχίες ακόμη και των στενότερων συμμάχων τους.
Μέχρι το 2007, η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών είχε υποστεί σοβαρή ζημιά σε πολλά μέρη του κόσμου. Συγκρίνοντας τα στοιχεία δημοσκοπήσεων από το ίδιο έτος και το 2002, το έτος πριν από την εισβολή στο Ιράκ, το μερίδιο του κοινού με θετική γνώμη για τις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκε σε 26 από τις 33 χώρες που ερευνήθηκαν από την Pew και στα δύο χρόνια.
Αυξήθηκε σε μόλις πέντε [χώρες], και παρέμεινε περίπου το ίδιο σε δύο.
Η έρευνα του 2007 διαπίστωσε έναν μέσο όρο μόλις 41% σε σύνολο 47 χωρών που εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προσπάθεια να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία. Σε μια προηγούμενη έρευνα Pew Global Attitudes το 2004, περίπου οι μισοί ή περισσότεροι Ιορδανοί και Πακιστανοί, καθώς και το 40% ή περισσότεροι Γάλλοι και Γερμανοί, δήλωσαν ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ήταν ένα προπέτασμα καπνού για μια εκστρατεία εναντίον εχθρικών μουσουλμανικών κυβερνήσεων και ομάδων.
Οι πλειοψηφίες των κυρίως μουσουλμανικών εθνών δήλωναν σταθερά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν κάποια μέρα να αποτελούν στρατιωτική απειλή για την χώρα τους.
Και στην προεδρία του Obama, τα χτυπήματα από drones κατά τρομοκρατικών οργανώσεων και ηγετών προκάλεσαν ευρεία αντίθεση.
Σε 44 χώρες που διεξήγαγε έρευνα [3] η Pew το 2014, το 74% αντιτάχθηκε στα χτυπήματα των ΗΠΑ που στόχευαν εξτρεμιστές σε χώρες όπως το Πακιστάν, η Υεμένη και η Σομαλία.
(Παρόλα αυτά, μια έρευνα της Pew το επόμενο έτος πρόσφερε μια υπενθύμιση ότι η σκληρή ισχύς δεν είναι πάντα ανεπιθύμητη: Ένας μέσος όρος το 62% σε 39 χώρες υποστήριξε την στρατιωτική δράση των ΗΠΑ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους).

Ο Κολοσσός έπεσε

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θεωρούνται πλέον ως ένας κολοσσός που κάθεται καβάλα στον κόσμο.
Η Κίνα και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις αμφισβητούν όλο και περισσότερο την ηγεσία των ΗΠΑ σε διάφορους τομείς -μια μετατόπιση που αναγνωρίζεται από τους απλούς πολίτες καθώς και από τους διαμορφωτές πολιτικής και τους αναλυτές.
Σε μια έρευνα της Pew του 2018, ένας μέσος όρος 70% σε 25 έθνη είπε ότι πίστευε πως η Κίνα παίζει σημαντικότερο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις σε σύγκριση με τα προηγούμενα 10 χρόνια˙ μόνο το 31% αισθάνθηκε με τον ίδιο τρόπο για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2015, ένας μέσος όρος 48% σε 40 έθνη δήλωνε ότι η Κίνα θα αντικαταστήσει κάποια μέρα -ή έχει ήδη αντικαταστήσει- τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την κορυφαία υπερδύναμη, ενώ μόνο το 35% πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν στην κορυφή. Στο μυαλό πολλών, η υπερδύναμη έχει γίνει μια φθίνουσα δύναμη.
Κατά τα πρώτα τρία χρόνια της προεδρίας του Trump, η μείωση των ευνοϊκών απόψεων για την αμερικανική ηγεσία συνοδεύτηκε από την αίσθηση ότι η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια ηγεσία μειώνεται.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πιστεύουν ότι γίνονται μάρτυρες μιας καθοδηγούμενης από τον Τrump απόσυρσης των ΗΠΑ από έναν ενεργό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις -και δεν τους αρέσει.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πληθυσμοί ιδιαίτερα στην Ευρώπη πίστευαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούσαν την ισχύ τους με σχετικά καλοφτιαγμένους τρόπους που βοηθούσαν να τεθούν τα θεμέλια μιας φιλελεύθερης τάξης.
(Για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1940 έδειξαν ευρεία συνειδητοποίηση και στήριξη του σχεδίου Marshall μεταξύ των βρετανικών, γαλλικών και ιταλικών πληθυσμών, σύμφωνα με τον Ιταλό πολιτικό επιστήμονα Pierangelo Isernia.)
Τώρα πολλοί βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως κάποιον που βαρύνεται με το φταίξιμο για την κατάρρευση της διεθνούς τάξης.
Οι έρευνες της Pew το 2019 βρήκαν συντριπτική αντίθεση στις πολιτικές του Trump σχετικά με το εμπόριο (μέσος όρος μόλις 18% σε 33 χώρες υποστηρίζει την αύξηση των δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες), το κλίμα (14% υποστηρίζουν την απόσυρση των ΗΠΑ από τις συμφωνίες για το κλίμα), τη μετανάστευση (24% εγκρίνουν το κτίσιμο ενός τείχους στα σύνορα με το Μεξικό), και το Ιράν (29% υποστηρίζουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν) -όλες τους περιπτώσεις στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι απομακρύνονται από τις διεθνείς δεσμεύσεις και δημιουργούν εμπόδια μεταξύ του εαυτού τους και του υπόλοιπου κόσμου.
Οι Ευρωπαίοι είναι ιδιαίτερα πιθανό να πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον συμβάλλει λιγότερο στην επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων.
Σε μια έρευνα του 2018, τα τρία τέταρτα των Γερμανών και των Σουηδών δήλωσαν ότι, σε σύγκριση με μερικά χρόνια πριν, οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν λιγότερα για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των μεγάλων παγκόσμιων προκλήσεων, και το ήμισυ ή και περισσότερο μοιράστηκε αυτή την άποψη στην Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και την Γαλλία.

Δημοκρατική παρακμή

Ο άλλος σημαντικός παράγοντας του αντι-αμερικανισμού σήμερα έχει λιγότερη σχέση με την γεωπολιτική ή την εξωτερική πολιτική και περισσότερο με την ανησυχία που σήμερα διαποτίζει τις δημοκρατικές κοινωνίες εν μέσω μιας παγκόσμιας «δημοκρατικής ύφεσης», σύμφωνα με τα λόγια του πολιτικού επιστήμονα Larry Diamond.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση του International IDEA για την κατάσταση της δημοκρατίας παγκοσμίως, «η δημοκρατία είναι άρρωστη και η υπόσχεσή της χρειάζεται ανανέωση».
Οι ακαδημαϊκοί Roberto Stefan Foa και Yascha Mounk εξέτασαν την κοινή γνώμη στην πάροδο του χρόνου και βρήκαν φθίνουσα υποστήριξη για την δημοκρατία και αυξανόμενη στήριξη για μη-δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης σε ορισμένες υποτιθέμενες «εδραιωμένες» δημοκρατίες.
Από πολλές απόψεις, η φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετωπίζει μια κρίση εμπιστοσύνης όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία της Pew.
Μια έρευνα του 2017 βρήκε έναν μέσο όρο 78% σε 38 χώρες, να λέει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια καλή μορφή διακυβέρνησης, αλλά εκπληκτικά υψηλοί αριθμοί [από αυτούς] ήταν επίσης ανοικτοί σε μη-δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις, όπως η διακυβέρνηση από ειδικούς (49%), η διακυβέρνηση από έναν ισχυρό ηγέτη που δεν θα χρειάζεται να ασχολείται με τα κοινοβούλια ή τα δικαστήρια (26%), ή ακόμα και στρατιωτική διακυβέρνηση (24%).
Η δημοκρατία είναι μια δημοφιλής ιδέα, αλλά ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι δεσμεύονται στα δημοκρατικά δικαιώματα και τους θεσμούς είναι συχνά υποτονικός.
Επιπλέον, υπάρχουν αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με το πόσο καλά μπορούν να λειτουργήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως πρότυπο φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Σε 25 χώρες που ερευνήθηκαν το 2018, ένας μέσος όρος 51% δήλωσε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ σέβεται την προσωπική ελευθερία, ενώ ένας μέσος όρος 37% είπε ότι δεν το κάνει.
Αλλά σε πολλά έθνη, το μερίδιο που πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σέβονται την ατομική ελευθερία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Τα ποσοστά για αυτό το μέτρο έχουν μειωθεί σημαντικά στην εποχή του Trump, αν και σε πολλές περιπτώσεις η διολίσθηση ξεκίνησε κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ομπάμα, συμπίπτοντας με αποκαλύψεις σχετικά με τις υποκλοπές της NSA και άλλες παρόμοιες ιστορίες.
Αυτή η μείωση ήταν ιδιαίτερα απότομη στην Ευρώπη. Το 2013, για παράδειγμα, το 81% των Γερμανών δήλωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σέβονται την προσωπική ελευθερία, σε σύγκριση με μόλις 35% στην δημοσκόπηση του 2019.

Η πολύπλοκη υπερδύναμη

Είτε πρόκειται για τη μεταβαλλόμενη ισορροπία ισχύος, είτε για τις προκλήσεις της πολυμέρειας, για το κλείσιμο των συνόρων είτε για την πτώση της εμπιστοσύνης στην υγεία της δημοκρατίας, οι ακαδημαϊκοί και οι μέσοι πολίτες φαίνεται να συμφωνούν ότι τα βασικά στοιχεία της τάξης του φιλελεύθερου κόσμου είναι υπό πίεση.
Και βλέπουν στην Ουάσινγκτον έναν ηγέτη λιγότερο αφοσιωμένο από τους προκατόχους του στην ενίσχυση και την διατήρηση αυτής της τάξης.
Ωστόσο, αξίζει να θυμηθούμε ότι η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ανακάμψει ξανά πριν.
Είναι σαφές σήμερα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2018, η Pew ρώτησε ανθρώπους από 25 έθνη εάν προτιμούν να ζήσουν σε έναν κόσμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Κίνα ως την κορυφαία υπερδύναμη.
Ένας μέσος όρος 63% προτιμούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ μόλις το 19% προτιμούσε την Κίνα.
Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι ο κόσμος αλλάζει, αλλά εξακολουθούν να θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν μια εξέχουσα θέση σε αυτόν.
Ακόμη και αν το διεθνές σύστημα κλονίζεται, πολλά στοιχεία του παραμένουν αρκετά δημοφιλή -και οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναζητούν ηγεσία από την ολοένα και πιο πολύπλοκη υπερδύναμη που το οικοδόμησε.

Richard Wike, Διευθυντής Παγκόσμιων Τάσεων στο Pew Research Center.
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης