Η ανεξάρτητη εμπειρογνωμοσύνη πάντοτε πεθαίνει πρώτη όταν η δημοκρατία υποχωρεί
Η απάντηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στη νέα πανδημία του κορωνοϊού ήταν συγκεχυμένη, ασυνεχής και αντιπαραγωγική.
Από τον Φεβρουάριο, τα στοιχεία από την Κίνα, τη Νότια Κορέα και την Ιταλία έδειχναν σαφώς ότι ο ιός εξαπλώνεται ταχέως σε περιοχές που δεν εφαρμόζουν κοινωνική αποστασιοποίηση (social distancing ) -και ότι απλά μέτρα που κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον έναν από τον άλλον μπορούν να επιβραδύνουν σημαντικά το ποσοστό νέων μολύνσεων.
Αλλά η διοίκηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, δεν συντόνισε καμία κοινωνική αποστασιοποίηση.
Ακόμη και όταν τα κρίσιμα περιστατικά κατέκλυσαν τα νοσοκομεία της Ιταλίας, η διοίκηση κατέβαλε λίγες προσπάθειες για να ενισχύσει το υγειονομικό σύστημα των ΗΠΑ, να αυξήσει τον αριθμό των αναπνευστήρων στα νοσοκομεία ή να κάνει τα τεστ [για τον ιό] ευρέως διαθέσιμα.
Πολλοί κατηγορούν για αυτές τις αποτυχίες τον πρόεδρο, ο οποίος αρχικά υποβάθμισε την σοβαρότητα της κρίσης.
Τόσο πρόσφατα όσο στις 4 Μαρτίου, ο Trump επέμενε ότι η COVID-19, η ασθένεια που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, δεν είναι χειρότερη από την γρίπη.
Μια εβδομάδα αργότερα, ισχυρίστηκε ότι το αμερικανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ήταν καλά προετοιμασμένο για την επιδημία.
Για το ότι ενθάρρυνε το έθνος να υπνοβατήσει μέσα σε μια κρίση, ο Trump αξίζει πραγματικά να κατακριθεί.
Όμως, ακόμα πιο κατακριτέα είναι η επίθεση του προέδρου στα θεσμικά όργανα των ΗΠΑ, η οποία άρχισε πολύ πριν εμφανιστεί ο νέος κορωνοϊός και θα γίνεται αισθητή πολύ καιρό αφότου θα έχει φύγει.
Με το να επιτίθεται αδιάκοπα στους κανόνες του επαγγελματισμού, της ανεξαρτησίας, και της τεχνοκρατικής εμπειρογνωμοσύνης, και με το να δίνει προτεραιότητα στην πολιτική νομιμοφροσύνη πάνω απ' όλα, ο Trump έχει αποδυναμώσει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία σε τέτοιο βαθμό που τώρα αρχίζει να μοιάζει με έναν «Χάρτινο Λεβιάθαν», που είναι ο όρος που χρησιμοποιούσαμε ο πολιτικός οικονομολόγος James Robinson και εγώ για να περιγράψουμε αυταρχικά κράτη που προσφέρουν ελάχιστα περιθώρια για δημοκρατικές εισηγήσεις ή επικρίσεις στην κυβέρνηση και παρουσιάζουν εξαιρετικά αδύναμες ικανότητες χάραξης πολιτικής.
Οι γραφειοκράτες στις χώρες αυτές έχουν συνηθίσει να επαινούν, να συμφωνούν με, και να λαμβάνουν εντολές από την κορυφή αντί να χρησιμοποιούν την τεχνογνωσία τους για την επίλυση προβλημάτων.
Όσο περισσότεροι οι Αμερικανοί γραφειοκράτες φτάνουν να μοιάζουν με τους «γιες μεν» (yes men) των αυταρχικών, τόσο λιγότερο η κοινωνία θα τους εμπιστεύεται και τόσο λιγότερο αποτελεσματικοί θα είναι σε στιγμές κρίσης όπως αυτή.
Πως πεθαίνουν οι Δημοκρατίες
Μόλις λίγο περισσότερο από τρία χρόνια από την ανάληψη του αξιώματός του, ο Trump ανέτρεψε πολλούς από τους πολιτικούς κανόνες που προηγουμένως έκαναν το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ να λειτουργεί -συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών ότι ο πρόεδρος δεν θα λέει τελείως ψέματα˙ δεν θα παρεμβαίνει στις δικαστικές υποθέσεις˙ δεν θα εμποδίζει τις έρευνες [των υπηρεσιών] της επιβολής του νόμου˙ δεν θα εγκωμιάζει, πόσω μάλλον να ενθαρρύνει, την βία του όχλου˙ δεν θα επωφελείται υλικά, ούτε θα επιτρέπει στην οικογένειά του να επωφελείται, από την εκτελεστική εξουσία και τα [σχετικά] προνόμια˙ και δεν θα εισάγει διακρίσεις εις βάρος των πολιτών με βάση την φυλή, την εθνότητα ή την θρησκεία τους.
Με το να ξεκοιλιάσει αυτούς τους κανόνες, ο Trump επιτάχυνε την πόλωση της αμερικανικής πολιτικής -μια διαβρωτική τάση που προηγήθηκε από αυτόν, αλλά που έχει ενταθεί στην θητεία του.
Το κόστος της πόλωσης είναι εμφανές όχι μόνο στην δριμύτητα του πολιτικού λόγου αλλά και στην αδυναμία των πολιτικών να συμβιβαστούν για να επιλύσουν βασικά προβλήματα, όπως η έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης για εκατομμύρια ανθρώπων, η επισφαλής κατάσταση εκείνων [των ανθρώπων] που δεν έχουν τα απαραίτητα έγγραφα, και οι υποβαθμισμένες δημόσιες υποδομές –ή έστω να προλάβουν το περιοδικό κλείσιμο της κυβέρνησης.
Η θητεία του Trump είναι ακόμα πιο καταστροφική για έναν από τους σημαντικότερους θεσμικούς πυλώνες που στους δύο τελευταίους αιώνες έχει περιορίσει την εκτελεστική εξουσία: Την δημόσια διοίκηση. Σίγουρα, με το να παραχωρούν στον πρόεδρο σαρωτικές εξουσίες για να προβαίνει σε διορισμούς υψηλών πόστων, οι πολιτικοί θεσμοί των ΗΠΑ δεν διευκολύνουν τον μη κομματικό επαγγελματισμό να ριζώσει στις εκτελεστικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, ακόμη και υπό διοικήσεις με πολύ διαφορετικές προτεραιότητες και πολιτικές ατζέντες, τα περισσότερα Υπουργεία κατάφεραν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να ακολουθήσουν ορθές πολιτικές σε ποικίλους τομείς όπως η εκπαίδευση, το περιβάλλον, το εμπόριο, τα αεροναυτικά, το διάστημα και, φυσικά, ο έλεγχος των ασθενειών.
Με το να διατηρούν μη κομματικούς κανόνες και διαδικασίες και βασιζόμενοι στην τεχνοκρατική εμπειρογνωμοσύνη, οι επαγγελματίες γραφειοκράτες που υπηρετούν υπό πολιτικά διορισμένους λειτουργούν ως ένα είδος προστατευτικού κιγκλιδώματος για τις διοικήσεις, εμποδίζοντας την εφαρμογή των πιο ακραίων ή ωμά κομματικών πολιτικών τους.
Μια επαγγελματική δημόσια υπηρεσία ήταν επίσης η τελευταία, πιο ισχυρή άμυνα κατά των φυσικών καταστροφών και των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στην υγεία.
Η διοίκηση Trump όχι μόνο δεν κατάφερε να διατηρήσει τις κρίσιμες υγειονομικές υποδομές που προστατεύουν το έθνος από μεταδοτικές ασθένειες -για παράδειγμα, διέλυσε τη μονάδα ετοιμότητας για την αντιμετώπιση πανδημιών που ήταν τμήμα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας μέχρι το 2018- αλλά έχει αποδυναμώσει ενεργά την δημόσια υπηρεσία.
Η εχθρότητα του προέδρου στην αμερόληπτη εμπειρογνωμοσύνη ανάγκασε πολλούς από τους πιο ικανούς και έμπειρους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους να παραιτηθούν, μόνο για να αντικατασταθούν από πιστούς του Trump.
Οι επίμονες επιθέσεις του εναντίον εκείνων που αντιλέγουν στις αναλήθειές του ή επισημαίνουν προβλήματα στις πολιτικές της διοίκησής του δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα φόβου που εμποδίζει τους γραφειοκράτες να μιλούν.
Αυτή η επιφυλακτικότητα εξηγεί εν μέρει την αργή, σιωπηλή και αναποτελεσματική αρχική αντίδραση στην επιδημία του κορωνοϊού από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες υγείας όπως τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention, CDC).
Ο πρόεδρος έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να προσβάλει δημοσίως μεμονωμένους δημόσιους λειτουργούς που τον θυμώνουν, όπως έκανε με τον αντισυνταγματάρχη Alexander Vindman, πρώην αξιωματούχο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος κατέθεσε στην έρευνα μομφής [εναντίον του προέδρου], κι έτσι το κίνητρο να συμμορφωθούν στο αφήγημά του –ή τουλάχιστον να μην το διαψεύσουν δημόσια- είναι συντριπτικό.
Κάποιοι αξιωματούχοι, όπως ο Anthony Fauci, ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργικών και Λοιμωδών Νόσων, έχουν χτυπήσει τον συναγερμό ούτως ή άλλως.
Αλλά ακόμα και ο Fauci παραδέχθηκε ότι «δεν θέλετε να πάτε σε πόλεμο με έναν πρόεδρο. …
Αλλά πρέπει να περπατάτε στην λεπτή ισορροπία του να είστε βέβαιοι ότι συνεχίζετε να λέτε την αλήθεια».
Η επίθεση του Trump στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία οδηγεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια πορεία θεσμικής αποσύνθεσης ακολουθούμενη από πολλές χώρες, άλλοτε δημοκρατικές και τώρα αυταρχικές.
Από την Αργεντινή υπό τον Juan Perón στα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι την Ουγγαρία υπό τον Viktor Orban και την Τουρκία υπό τον Recep Tayyip Erdogan σήμερα, ένα σημείο καμπής σε όλες σχεδόν τις παρόμοιες τραγωδίες ήταν η απώλεια ανεξαρτησίας στην δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σώμα.
Το σενάριο ξεκινά συχνά με έναν επίδοξο αυταρχικό να γεμίζει τους κρατικούς θεσμούς με πιστούς που θα παπαγαλίζουν ό, τι θέλει να ακούσει ο ηγέτης.
Στην συνέχεια, έρχονται τα αναπόφευκτα λάθη πολιτικής, καθώς η ιδεολογία και η ψευδοκολακεία συντρίβουν τις ορθές συμβουλές.
Αλλά χωρίς την ανεξαρτησία και την δέσμευση στην τεχνογνωσία, οι πολιτικοί, οι κορυφαίοι γραφειοκράτες και οι δικαστές διπλασιάζουν τα λάθη τους, παραγκωνίζοντας όποιον μιλάει εναντίον τους.
Καθώς η εμπιστοσύνη του κοινού στους κρατικούς θεσμούς μειώνεται και οι δημόσιοι λειτουργοί χάνουν την αίσθηση της λογοδοσίας τους στο ευρύ κοινό, η μετατροπή σε Χάρτινο Λεβιάθαν μπορεί να είναι γρήγορη.
Δεν είναι πολύ αργά
Δεν είναι πολύ αργά για να αντιστραφεί η ζημιά που έχει κάνει ο Trump στους θεσμούς των ΗΠΑ και στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία.
Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν να εγκαταλειφθεί ο επικίνδυνος μύθος ότι το Σύνταγμα, το οποίο σχεδιάστηκε αριστοτεχνικά από τους Ιδρυτές Πατέρες, μπορεί να προστατεύσει την δημοκρατία των ΗΠΑ ακόμη και από έναν ναρκισσιστή, απρόβλεπτο, πολωτικό και αυταρχικό πρόεδρο.
Ο James Madison διακήρυξε στο [δοκίμιό του] Federalist No. 57 ότι «ο στόχος κάθε πολιτικού συντάγματος είναι, ή θα έπρεπε να είναι, πρώτα να αποκτήσουμε για κυβερνήτες άνδρες που έχουν την περισσότερη σοφία να διακρίνουν, και την περισσότερη αρετή να επιδιώκουν, το κοινό καλό της κοινωνίας˙ και στην επόμενη θέση, να λαμβάνει τις πιο αποτελεσματικές προφυλάξεις για να τους κρατά ενάρετους ενώ συνεχίζουν να κατέχουν την δημόσια εμπιστοσύνη».
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ απέτυχε εντελώς στον πρώτο στόχο.
Γιατί λοιπόν, κάποιος θα πρέπει να το εμπιστεύεται ότι θα επιτύχει στον δεύτερο;
Καμία ποσότητα συνταγματικών ελέγχων ή ισορροπιών (checks and balances) δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτόν τον πρόεδρο ή έναν άλλον όπως αυτόν.
Ο διαχωρισμός των εξουσιών δεν έχει περιορίσει τον Trump.
Στον βαθμό που έχει περιοριστεί, αυτό έγινε χάρη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την κοινωνία των πολιτών και το εκλογικό σώμα.
Είναι αλήθεια ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων στάθηκε αντιμέτωπη σε πολλές από τις χειρότερες πολιτικές του Trump, πηγαίνοντάς το τόσο μακριά ώστε να τον παραπέμψουν, αλλά οι ψηφοφόροι ήταν αυτοί που ανάγκασαν το Σώμα να ενεργήσει κάνοντας τις προτιμήσεις τους σαφείς στις ενδιάμεσες εκλογές.
Ομοίως, όταν η δικαιοσύνη ενήργησε -για παράδειγμα σταματώντας την ταξιδιωτική απαγόρευση του Trump που στόχευε στα μουσουλμανικής πλειοψηφίας έθνη- το έκανε συχνά λόγω των αγωγών και των ενεργειών που ανέκυψαν από οργανώσεις όπως η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (American Civil Liberties Union).
Με το Σύνταγμα να αποτυγχάνει να περιορίσει τον πρόεδρο, και την δημόσια υπηρεσία υπό επίθεση από αυτόν, θα χρειαστεί η κοινωνική συμμετοχή στην πολιτική καθώς και ηγεσία από τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις και τις ιδιωτικές εταιρείες για να αναζωογονηθούν οι θεσμοί των ΗΠΑ.
Δεν θα είναι αρκετό να εκλεγεί νέος πρόεδρος τον Νοέμβριο του 2020.
Η σκληρή δουλειά πρέπει να εμπλέξει την κοινωνία των πολιτών και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις για να εργαστούν μαζί με το κράτος για την αντιμετώπιση σημαντικών θεσμικών και οικονομικών προβλημάτων.
Ο ίδιος συνασπισμός δρώντων θα πρέπει να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της κρίσης του κορωνοϊού. Ο Λευκός Οίκος τελικά ενεργεί, αλλά εξακολουθεί να μην κάνει αρκετά.
Οι αναπνευστήρες και τα τεστ κιτ δεν είναι ακόμη διαθέσιμα καθόλου κοντά στους απαιτούμενους αριθμούς, και δεν φαίνεται να υπάρχει συνεκτικό σχέδιο για την διατήρηση της κοινωνικής αποστασιοποίησης, ενώ παράλληλα θα επαναλειτουργεί η οικονομία (πράγμα που θα είναι απαραίτητο για την αποφυγή μιας οικονομικής κατάρρευσης).
Με την διοίκηση και την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία να αποτυγχάνουν να προχωρήσουν, η κοινωνία των πολιτών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ειδικοί έξω από την κυβέρνηση πρέπει να ασκήσουν πρόσθετη πίεση στην διοίκηση, ενώ ταυτόχρονα θα πάρουν αναλάβουν οι ίδιοι ένα μέρος [της αντιμετώπισης] της χαλαρότητας.
Είναι ένας υψηλός στόχος, αλλά η Ταϊβάν προσφέρει ένα μοντέλο για το πώς η κοινωνία μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη λύσεων που συμπληρώνουν τις κυβερνητικές προσπάθειες ώστε να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να περιοριστεί ο αριθμός των νεκρών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να κάνουν ακόμη περισσότερα για να ενισχύσουν το αποτυγχάνων σύστημα υγειονομικής περίθαλψής τους και, στην συνέχεια, να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς.
Daron Acemoglu, καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΜΙΤ
Από τον Φεβρουάριο, τα στοιχεία από την Κίνα, τη Νότια Κορέα και την Ιταλία έδειχναν σαφώς ότι ο ιός εξαπλώνεται ταχέως σε περιοχές που δεν εφαρμόζουν κοινωνική αποστασιοποίηση (social distancing ) -και ότι απλά μέτρα που κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον έναν από τον άλλον μπορούν να επιβραδύνουν σημαντικά το ποσοστό νέων μολύνσεων.
Αλλά η διοίκηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, δεν συντόνισε καμία κοινωνική αποστασιοποίηση.
Ακόμη και όταν τα κρίσιμα περιστατικά κατέκλυσαν τα νοσοκομεία της Ιταλίας, η διοίκηση κατέβαλε λίγες προσπάθειες για να ενισχύσει το υγειονομικό σύστημα των ΗΠΑ, να αυξήσει τον αριθμό των αναπνευστήρων στα νοσοκομεία ή να κάνει τα τεστ [για τον ιό] ευρέως διαθέσιμα.
Πολλοί κατηγορούν για αυτές τις αποτυχίες τον πρόεδρο, ο οποίος αρχικά υποβάθμισε την σοβαρότητα της κρίσης.
Τόσο πρόσφατα όσο στις 4 Μαρτίου, ο Trump επέμενε ότι η COVID-19, η ασθένεια που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, δεν είναι χειρότερη από την γρίπη.
Μια εβδομάδα αργότερα, ισχυρίστηκε ότι το αμερικανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ήταν καλά προετοιμασμένο για την επιδημία.
Για το ότι ενθάρρυνε το έθνος να υπνοβατήσει μέσα σε μια κρίση, ο Trump αξίζει πραγματικά να κατακριθεί.
Όμως, ακόμα πιο κατακριτέα είναι η επίθεση του προέδρου στα θεσμικά όργανα των ΗΠΑ, η οποία άρχισε πολύ πριν εμφανιστεί ο νέος κορωνοϊός και θα γίνεται αισθητή πολύ καιρό αφότου θα έχει φύγει.
Με το να επιτίθεται αδιάκοπα στους κανόνες του επαγγελματισμού, της ανεξαρτησίας, και της τεχνοκρατικής εμπειρογνωμοσύνης, και με το να δίνει προτεραιότητα στην πολιτική νομιμοφροσύνη πάνω απ' όλα, ο Trump έχει αποδυναμώσει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία σε τέτοιο βαθμό που τώρα αρχίζει να μοιάζει με έναν «Χάρτινο Λεβιάθαν», που είναι ο όρος που χρησιμοποιούσαμε ο πολιτικός οικονομολόγος James Robinson και εγώ για να περιγράψουμε αυταρχικά κράτη που προσφέρουν ελάχιστα περιθώρια για δημοκρατικές εισηγήσεις ή επικρίσεις στην κυβέρνηση και παρουσιάζουν εξαιρετικά αδύναμες ικανότητες χάραξης πολιτικής.
Οι γραφειοκράτες στις χώρες αυτές έχουν συνηθίσει να επαινούν, να συμφωνούν με, και να λαμβάνουν εντολές από την κορυφή αντί να χρησιμοποιούν την τεχνογνωσία τους για την επίλυση προβλημάτων.
Όσο περισσότεροι οι Αμερικανοί γραφειοκράτες φτάνουν να μοιάζουν με τους «γιες μεν» (yes men) των αυταρχικών, τόσο λιγότερο η κοινωνία θα τους εμπιστεύεται και τόσο λιγότερο αποτελεσματικοί θα είναι σε στιγμές κρίσης όπως αυτή.
Πως πεθαίνουν οι Δημοκρατίες
Μόλις λίγο περισσότερο από τρία χρόνια από την ανάληψη του αξιώματός του, ο Trump ανέτρεψε πολλούς από τους πολιτικούς κανόνες που προηγουμένως έκαναν το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ να λειτουργεί -συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών ότι ο πρόεδρος δεν θα λέει τελείως ψέματα˙ δεν θα παρεμβαίνει στις δικαστικές υποθέσεις˙ δεν θα εμποδίζει τις έρευνες [των υπηρεσιών] της επιβολής του νόμου˙ δεν θα εγκωμιάζει, πόσω μάλλον να ενθαρρύνει, την βία του όχλου˙ δεν θα επωφελείται υλικά, ούτε θα επιτρέπει στην οικογένειά του να επωφελείται, από την εκτελεστική εξουσία και τα [σχετικά] προνόμια˙ και δεν θα εισάγει διακρίσεις εις βάρος των πολιτών με βάση την φυλή, την εθνότητα ή την θρησκεία τους.
Με το να ξεκοιλιάσει αυτούς τους κανόνες, ο Trump επιτάχυνε την πόλωση της αμερικανικής πολιτικής -μια διαβρωτική τάση που προηγήθηκε από αυτόν, αλλά που έχει ενταθεί στην θητεία του.
Το κόστος της πόλωσης είναι εμφανές όχι μόνο στην δριμύτητα του πολιτικού λόγου αλλά και στην αδυναμία των πολιτικών να συμβιβαστούν για να επιλύσουν βασικά προβλήματα, όπως η έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης για εκατομμύρια ανθρώπων, η επισφαλής κατάσταση εκείνων [των ανθρώπων] που δεν έχουν τα απαραίτητα έγγραφα, και οι υποβαθμισμένες δημόσιες υποδομές –ή έστω να προλάβουν το περιοδικό κλείσιμο της κυβέρνησης.
Η θητεία του Trump είναι ακόμα πιο καταστροφική για έναν από τους σημαντικότερους θεσμικούς πυλώνες που στους δύο τελευταίους αιώνες έχει περιορίσει την εκτελεστική εξουσία: Την δημόσια διοίκηση. Σίγουρα, με το να παραχωρούν στον πρόεδρο σαρωτικές εξουσίες για να προβαίνει σε διορισμούς υψηλών πόστων, οι πολιτικοί θεσμοί των ΗΠΑ δεν διευκολύνουν τον μη κομματικό επαγγελματισμό να ριζώσει στις εκτελεστικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, ακόμη και υπό διοικήσεις με πολύ διαφορετικές προτεραιότητες και πολιτικές ατζέντες, τα περισσότερα Υπουργεία κατάφεραν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να ακολουθήσουν ορθές πολιτικές σε ποικίλους τομείς όπως η εκπαίδευση, το περιβάλλον, το εμπόριο, τα αεροναυτικά, το διάστημα και, φυσικά, ο έλεγχος των ασθενειών.
Με το να διατηρούν μη κομματικούς κανόνες και διαδικασίες και βασιζόμενοι στην τεχνοκρατική εμπειρογνωμοσύνη, οι επαγγελματίες γραφειοκράτες που υπηρετούν υπό πολιτικά διορισμένους λειτουργούν ως ένα είδος προστατευτικού κιγκλιδώματος για τις διοικήσεις, εμποδίζοντας την εφαρμογή των πιο ακραίων ή ωμά κομματικών πολιτικών τους.
Μια επαγγελματική δημόσια υπηρεσία ήταν επίσης η τελευταία, πιο ισχυρή άμυνα κατά των φυσικών καταστροφών και των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στην υγεία.
Η διοίκηση Trump όχι μόνο δεν κατάφερε να διατηρήσει τις κρίσιμες υγειονομικές υποδομές που προστατεύουν το έθνος από μεταδοτικές ασθένειες -για παράδειγμα, διέλυσε τη μονάδα ετοιμότητας για την αντιμετώπιση πανδημιών που ήταν τμήμα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας μέχρι το 2018- αλλά έχει αποδυναμώσει ενεργά την δημόσια υπηρεσία.
Η εχθρότητα του προέδρου στην αμερόληπτη εμπειρογνωμοσύνη ανάγκασε πολλούς από τους πιο ικανούς και έμπειρους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους να παραιτηθούν, μόνο για να αντικατασταθούν από πιστούς του Trump.
Οι επίμονες επιθέσεις του εναντίον εκείνων που αντιλέγουν στις αναλήθειές του ή επισημαίνουν προβλήματα στις πολιτικές της διοίκησής του δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα φόβου που εμποδίζει τους γραφειοκράτες να μιλούν.
Αυτή η επιφυλακτικότητα εξηγεί εν μέρει την αργή, σιωπηλή και αναποτελεσματική αρχική αντίδραση στην επιδημία του κορωνοϊού από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες υγείας όπως τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention, CDC).
Ο πρόεδρος έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να προσβάλει δημοσίως μεμονωμένους δημόσιους λειτουργούς που τον θυμώνουν, όπως έκανε με τον αντισυνταγματάρχη Alexander Vindman, πρώην αξιωματούχο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος κατέθεσε στην έρευνα μομφής [εναντίον του προέδρου], κι έτσι το κίνητρο να συμμορφωθούν στο αφήγημά του –ή τουλάχιστον να μην το διαψεύσουν δημόσια- είναι συντριπτικό.
Κάποιοι αξιωματούχοι, όπως ο Anthony Fauci, ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργικών και Λοιμωδών Νόσων, έχουν χτυπήσει τον συναγερμό ούτως ή άλλως.
Αλλά ακόμα και ο Fauci παραδέχθηκε ότι «δεν θέλετε να πάτε σε πόλεμο με έναν πρόεδρο. …
Αλλά πρέπει να περπατάτε στην λεπτή ισορροπία του να είστε βέβαιοι ότι συνεχίζετε να λέτε την αλήθεια».
Η επίθεση του Trump στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία οδηγεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια πορεία θεσμικής αποσύνθεσης ακολουθούμενη από πολλές χώρες, άλλοτε δημοκρατικές και τώρα αυταρχικές.
Από την Αργεντινή υπό τον Juan Perón στα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι την Ουγγαρία υπό τον Viktor Orban και την Τουρκία υπό τον Recep Tayyip Erdogan σήμερα, ένα σημείο καμπής σε όλες σχεδόν τις παρόμοιες τραγωδίες ήταν η απώλεια ανεξαρτησίας στην δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σώμα.
Το σενάριο ξεκινά συχνά με έναν επίδοξο αυταρχικό να γεμίζει τους κρατικούς θεσμούς με πιστούς που θα παπαγαλίζουν ό, τι θέλει να ακούσει ο ηγέτης.
Στην συνέχεια, έρχονται τα αναπόφευκτα λάθη πολιτικής, καθώς η ιδεολογία και η ψευδοκολακεία συντρίβουν τις ορθές συμβουλές.
Αλλά χωρίς την ανεξαρτησία και την δέσμευση στην τεχνογνωσία, οι πολιτικοί, οι κορυφαίοι γραφειοκράτες και οι δικαστές διπλασιάζουν τα λάθη τους, παραγκωνίζοντας όποιον μιλάει εναντίον τους.
Καθώς η εμπιστοσύνη του κοινού στους κρατικούς θεσμούς μειώνεται και οι δημόσιοι λειτουργοί χάνουν την αίσθηση της λογοδοσίας τους στο ευρύ κοινό, η μετατροπή σε Χάρτινο Λεβιάθαν μπορεί να είναι γρήγορη.
Δεν είναι πολύ αργά
Δεν είναι πολύ αργά για να αντιστραφεί η ζημιά που έχει κάνει ο Trump στους θεσμούς των ΗΠΑ και στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία.
Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν να εγκαταλειφθεί ο επικίνδυνος μύθος ότι το Σύνταγμα, το οποίο σχεδιάστηκε αριστοτεχνικά από τους Ιδρυτές Πατέρες, μπορεί να προστατεύσει την δημοκρατία των ΗΠΑ ακόμη και από έναν ναρκισσιστή, απρόβλεπτο, πολωτικό και αυταρχικό πρόεδρο.
Ο James Madison διακήρυξε στο [δοκίμιό του] Federalist No. 57 ότι «ο στόχος κάθε πολιτικού συντάγματος είναι, ή θα έπρεπε να είναι, πρώτα να αποκτήσουμε για κυβερνήτες άνδρες που έχουν την περισσότερη σοφία να διακρίνουν, και την περισσότερη αρετή να επιδιώκουν, το κοινό καλό της κοινωνίας˙ και στην επόμενη θέση, να λαμβάνει τις πιο αποτελεσματικές προφυλάξεις για να τους κρατά ενάρετους ενώ συνεχίζουν να κατέχουν την δημόσια εμπιστοσύνη».
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ απέτυχε εντελώς στον πρώτο στόχο.
Γιατί λοιπόν, κάποιος θα πρέπει να το εμπιστεύεται ότι θα επιτύχει στον δεύτερο;
Καμία ποσότητα συνταγματικών ελέγχων ή ισορροπιών (checks and balances) δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτόν τον πρόεδρο ή έναν άλλον όπως αυτόν.
Ο διαχωρισμός των εξουσιών δεν έχει περιορίσει τον Trump.
Στον βαθμό που έχει περιοριστεί, αυτό έγινε χάρη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την κοινωνία των πολιτών και το εκλογικό σώμα.
Είναι αλήθεια ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων στάθηκε αντιμέτωπη σε πολλές από τις χειρότερες πολιτικές του Trump, πηγαίνοντάς το τόσο μακριά ώστε να τον παραπέμψουν, αλλά οι ψηφοφόροι ήταν αυτοί που ανάγκασαν το Σώμα να ενεργήσει κάνοντας τις προτιμήσεις τους σαφείς στις ενδιάμεσες εκλογές.
Ομοίως, όταν η δικαιοσύνη ενήργησε -για παράδειγμα σταματώντας την ταξιδιωτική απαγόρευση του Trump που στόχευε στα μουσουλμανικής πλειοψηφίας έθνη- το έκανε συχνά λόγω των αγωγών και των ενεργειών που ανέκυψαν από οργανώσεις όπως η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (American Civil Liberties Union).
Με το Σύνταγμα να αποτυγχάνει να περιορίσει τον πρόεδρο, και την δημόσια υπηρεσία υπό επίθεση από αυτόν, θα χρειαστεί η κοινωνική συμμετοχή στην πολιτική καθώς και ηγεσία από τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις και τις ιδιωτικές εταιρείες για να αναζωογονηθούν οι θεσμοί των ΗΠΑ.
Δεν θα είναι αρκετό να εκλεγεί νέος πρόεδρος τον Νοέμβριο του 2020.
Η σκληρή δουλειά πρέπει να εμπλέξει την κοινωνία των πολιτών και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις για να εργαστούν μαζί με το κράτος για την αντιμετώπιση σημαντικών θεσμικών και οικονομικών προβλημάτων.
Ο ίδιος συνασπισμός δρώντων θα πρέπει να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της κρίσης του κορωνοϊού. Ο Λευκός Οίκος τελικά ενεργεί, αλλά εξακολουθεί να μην κάνει αρκετά.
Οι αναπνευστήρες και τα τεστ κιτ δεν είναι ακόμη διαθέσιμα καθόλου κοντά στους απαιτούμενους αριθμούς, και δεν φαίνεται να υπάρχει συνεκτικό σχέδιο για την διατήρηση της κοινωνικής αποστασιοποίησης, ενώ παράλληλα θα επαναλειτουργεί η οικονομία (πράγμα που θα είναι απαραίτητο για την αποφυγή μιας οικονομικής κατάρρευσης).
Με την διοίκηση και την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία να αποτυγχάνουν να προχωρήσουν, η κοινωνία των πολιτών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ειδικοί έξω από την κυβέρνηση πρέπει να ασκήσουν πρόσθετη πίεση στην διοίκηση, ενώ ταυτόχρονα θα πάρουν αναλάβουν οι ίδιοι ένα μέρος [της αντιμετώπισης] της χαλαρότητας.
Είναι ένας υψηλός στόχος, αλλά η Ταϊβάν προσφέρει ένα μοντέλο για το πώς η κοινωνία μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη λύσεων που συμπληρώνουν τις κυβερνητικές προσπάθειες ώστε να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να περιοριστεί ο αριθμός των νεκρών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να κάνουν ακόμη περισσότερα για να ενισχύσουν το αποτυγχάνων σύστημα υγειονομικής περίθαλψής τους και, στην συνέχεια, να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς.
Daron Acemoglu, καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΜΙΤ
Σχόλια αναγνωστών